Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα δεν είναι εντελώς συμπτωματική

Η «Επιχείρηση Κοτσύφι» (Operation Mockingbird) ήταν ενεργή από το 1948 και ανήκε στα βασικά όπλα του Ψυχρού Πολέμου. Πέρασε στο χώρο των θεωριών συνομωσίας τη δεκαετία του 1970 και αποδείχθηκε πραγματικότητα μόλις το 2007. Στόχος της, ο έλεγχος του Τύπου από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και ιδιαίτερα τη CIA. 

 

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, το Γραφείο Πολιτικού Συντονισμού της CIA πλήρωνε συγκροτήματα Τύπου και αρχισυντάκτες πρακτορείων ειδήσεων για λόγους «προπαγάνδας, οικονομικού πολέμου» και για την εξυπηρέτηση των αναγκών «υποταγής εχθρικών κρατών». 

 

Η «Επιχείρηση Κοτσύφι» είχε ως πρώτο και βασικό στόχο την προπαγάνδα σε μέσα άλλων κρατών, αλλά δεν έμεινε ασυγκίνητη μπρος σε όσες ευκαιρίες της προσφέρθηκαν και σε ντόπια, αμερικάνικα μέσα. Ειδικά για αυτά, και ειδικά για μεγαλοδημοσιογράφους, ο εκάστοτε διευθυντής της CIA έδινε αυτοπροσώπως τις παραγγελιές ― τι να γράψουν και πότε.  Και μάλιστα, όχι μόνο καλοπλήρωνε τους μεγαλοδημοσιογράφους, με χιλιάδες δολάρια για κάθε «εξυπηρέτηση», αλλά τους έδινε αποκλειστικά και από τις for his eyes only πληροφορίες, για να χτίσουν την καριέρα τους ως …λαγωνικά. 

 

Για τους κονδυλοφόρους εξωτερικού, τα χρήματα προέρχονταν από τα λεφτά του «φιλάνθρωπου» Σχεδίου Μάρσαλ (τη «βοήθεια» του οποίου δέχθηκε μεταπολεμικά και η χώρα μας). «Δεν υπήρχε όριο στα χρήματα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν [για λάδωμα], δεν υπήρχε όριο στον αριθμό ανθρώπων προς εξαγορά, δεν υπήρχε φραγμός στο είδος των πρακτικών που κρίνονταν απαραίτητες για τον πόλεμο αυτό [της προπαγάνδας]», αποκάλυψε χρόνια αργότερα ο ίδιος ο πρώτος επικεφαλής της Επιχείρησης για τα ξένα ΜΜΕ, Τόμας Μπρέιντεν. 

 

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ιστορίας της «Επιχείρησης Κοτσύφι», όπως καταγράφεται σε σχετικές μελέτες, είναι ότι βρήκε πιο πρόσφορο έδαφος στα ιδιωτικά ΜΜΕ. Βέβαια, τις πρώτες δεκαετίες, που έδρασε σε χώρες με δικτατορίες ή απολύτως ελεγχόμενα από κρατικές μηχανές ΜΜΕ, τα κρατικά και δημόσια ΜΜΕ δεν αποτελούσαν πρόβλημα για τη CIA. Με την έλευση της δημοκρατίας όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Τα δημόσια ΜΜΕ, προστατευμένα από ειδικό νομικό πλαίσιο, έγιναν δυσκολότερος στόχος για τους μηχανισμούς προπαγάνδας. 

 

Δημόσια και ιδιωτικά μέσα, πληρωμένοι κονδυλοφόροι, εποχές κρίσης και ανοικοδόμησης, ξένοι δάκτυλοι, πακτωλοί χρημάτων και βρώμικα παιχνίδια στις πλάτες ολόκληρων λαών. Η εποχή μας, η χώρα μας και η κρίση μας. Ένα το κρατούμενο.

 

Στο βιβλίο «Η Εκπαίδευση της Αμάθειας» ο Ζαν-Κλώντ Μισεά μιλάει για μια σύσκεψη των ισχυρών του πλανήτη στην οποία εξέταζαν πως θα αντιμετωπίσουν την οργή του κόσμου στο προσεχές μέλλον, όταν η πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού (η κατεστραμμένη μεσαία τάξη, οι στρατιές των ανέργων, οι περιθωριοποιημένοι, εμείς όλοι) θα είναι πλέον υπεράριθμη και άχρηστη για την οικονομία τους: 

 

«Η λύση που επικράτησε στη σύσκεψη ως πιο λογική, ήταν αυτή που πρότεινε ο [νεοφιλελεύθερος γκουρού] Ζμπίγκνιου Μπρζίνσκυ. Και της έδωσε το όνομα tittytainment [άρτος και θέαμα]. Με αυτόν τον νεολογισμό επρόκειτο να ορισθεί ένα κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης και επαρκούς διατροφής που θα επέτρεπαν να διατηρηθεί σε καλή διάθεση ο αποστερημένος πληθυσμός του πλανήτη».

 

Δύο τα κρατούμενα. Και ρούμπος: με αυτά τα δύο και μόνο, έχουμε μπροστά μας ένα μεγάλο μέρος της απάντησης στα ερωτήματα για τη σημασία της ενημέρωσης και την αναγκαιότητα των δημόσιων μέσων.

 

Η ενημέρωση, λοιπόν, δεν πρέπει και δεν μπορεί να αφεθεί στον ιδιωτικό τομέα, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, τουλάχιστον επειδή δεν πρόκειται για έναν υγιή ιδιωτικό τομέα, αλλά για ξεκάθαρη διαπλοκή και για εργολάβους που μέσα από την επένδυση σε ΜΜΕ χτίζουν περιουσίες σε άλλους τομείς. Κάτι που δεν αποτελεί «ελληνική ιδιαιτερότητα» προς διόρθωση, αλλά ισχύει παντού ― η διαπλοκή ΜΜΕ και ιδιοτελών συμφερόντων είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Άλλωστε τα «εργολαβικά κέρδη» είναι η καλή περίπτωση: ο επηρεασμός της κοινής γνώμης προς όφελος ξένων συμφερόντων είναι ασφαλώς ακόμα χειρότερος. Το καθόλου δόλιο Κοτσύφι αυτό λέει.

 

Ασφαλώς η κυβέρνηση επηρεάζει, όσο μπορεί, τα δημόσια μέσα προς οφελός της. Ο κρατικός μηχανισμός, στο όποιο κράτος, δεν είναι ποτέ ελεύθερος συμφερόντων. Δε θα διαφωνήσω καν με όσους υποστηρίξουν πως ο κρατικός μηχανισμός αποτελεί συχνά εχθρό του πολίτη. Δεν παύει όμως να είναι ο μόνος «εχθρός» ο οποίος ελέγχεται και συνδιαμορφώνεται από τους πολίτες της χώρας με συγκεκριμένους μηχανισμούς.

 

Αυτή είναι η ουσία της δημοκρατίας, και εδώ είναι η αντίθεσή μου στους ακραίους φιλελεύθερους οι οποίοι, ξεκινώντας από την σωστή διαπίστωση ότι η κυβέρνηση δεν είναι πάντα καλό πράγμα, ζητάνε να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό. Αν το κράτος δεν είναι καλό πράγμα, η εναλλακτική που προτείνουν είναι ακόμα χειρότερη, αφού δεν είναι άλλη από τη ζούγκλα των ιδιωτικών συμφερόντων.

 

Τα δημόσια ΜΜΕ, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ελέγχονται. Και ελέγχονται ακριβώς γιατί είναι δημόσια και ο πολίτης που «πληρώνει το λογαριασμό» έχει δικαίωμα να τα κρίνει και να ζητήσει εξηγήσεις για τις όποιες παρασπονδίες τους. Αντίθετα, στα ιδιωτικά μέσα υπάρχουν μόνον συμφέροντα, ειδικά σε όσα οι ιδιοκτήτες τους επιμένουν να τα χρηματοδοτούν κι ας είναι ζημιογόνα: το κάνουν όχι γιατί υπηρετούν κάποια “ελευθερία της αγοράς”, αλλά γιατί ανήκουν σε μηχανισμούς προσπάθειας ελέγχου της κοινής γνώμης και των επενδύσεων, της μίζας και της διαπλοκής. 

 

Συμφέροντα που κυμαίνονται από μικρά (να προβάλλουμε τον «κολλητό»), σε μεγαλύτερα (να εξασφαλίσει ο ιδιοκτήτης τους ένα δημόσιο έργο), σε τεράστια, τα οποία ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις και ξεπουλάνε λαούς. Εκατομμύρια δολλάρια σπαταλήθηκαν στην Κύπρο για να χτιστεί πλειοψηφία του “Ναι” στο σχέδιο Αννάν, αμέτρητα είναι τα κεφάλαια που επενδύθηκαν και συνεχίζουν να επενδύονται στην “Επιχείρηση Κοτσύφι”… 

 

Όσο για τα ΜΜΕ που παίζουν καθαρότερο παιγνίδι (υπάρχουν πάντα και αυτά), πολλές φορές δεν βρίσκουν καμμία τράπεζα να θέλει να τα διευκολύνει ― κλείνουν ευκολότερα πάει να πει. Ή συντηρούνται στο περιθώριο, χάρη μόνο στο μεράκι και τις θυσίες των δημοσιογράφων τους.

 

Ακόμα περισσότερο από την ενημέρωση, είναι η ψυχαγωγία η οποία δεν μπορεί να αφεθεί εξ ολοκλήρου στα ιδιωτικά μέσα, αφού αυτά, κινούμενα με  γνώμονα την εμπορική σκοπιμότητα, έχουν τελείως άλλες προτεραιότητες. Κάπως έτσι, άλλωστε, τα μετρημένα δελτία ειδήσεων της δεκαετίας του ογδόντα έδωσαν την θέση τους στο τσίρκο του Star και τα τέσσερα ταυτόχρονα παράθυρα του Mega, οι σινεφίλ ταινίες αντικαταστάθηκαν από δεύτερες χολυγουντιανές μπαλαφάρες, οι μουσικές εκπομπές έδωσαν τι θέση τους σε σκυλο-ποπ αφιερώματα, και οι προσεγμένες ελληνικές και ξένες σειρές στην Λάμψη, τα βραζιλιάνικα και τον Σουλεϊμάν. Το tittytainment του Μπρζίνσκυ, σε όλο του το μεγαλείο. Εξαίρεση; Τα δημόσια μέσα.

 

Διότι, ναι μεν στη συνείδηση του κόσμου η ΕΡΤ θεωρείται υποτονική ή βαρετή (όπως και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, άλλωστε, ή ο Αλέξης Δαμιανός) αλλα θεωρείται και ποιοτική. Αναρωτιέμαι: Όλοι αυτοί που επιτίθενται στα δημόσια ΜΜΕ, θα τολμούσαν άραγε να ταχθούν κατά της χρηματοδότησης των ταινιών του Αγγελόπουλου, επειδή δεν κόβανε αρκετά εισιτήρια;

 

Δεν είναι, εξάλλου, προφανές ότι είναι ακριβώς η δημιουργία που «δεν κόβει πολλά εισιτήρια» η οποία απαιτεί χρηματοδότηση και προστασία; Η «ψυχαγωγία» της παραλιακής και η «ενημέρωση» της Πετρούλας τα καταφέρνουν μια χαρά από μόνες τους. Αυτό φυσικά και δεν πρέπει να μεταφράζεται στην χρηματοδότηση αυτο-αναφορικών, αυτιστικών δημιουργών «που οδήγησαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά». Το ζητούμενο είναι, όπως πάντα, η διάκριση. 

 

Η ΕΡΤ δικαίωσε τον ρόλο της σε μεγάλο βαθμό: υπήρξε σημείο αναφοράς στην παιδεία όλων μας. Ο Μπακογιαννόπουλος εγινε σλόγκαν και νούμερο στις επιθεωρήσεις αλλά μας έμαθε και κινηματογράφο ― ομολογώ ότι προσωπικώς του χρωστώ πολλά, και κυρίως τον Παρατζάνωφ. Ο Κωστάλας μπορεί να ταυτίστηκε με την ελιτίστικη ψυχαγωγία, αλλά την έφερε στο μέσο ελληνικό σπίτι και μας βοήθησε να την κατανοήσουμε. 

 

Όσο για το «Τρίτο» του Χατζιδάκι και γενικά την ΕΡΑ δεν χρειάζεται καν να σχολιάσω τι άφησαν πίσω τους: τα «σχόλια του Τρίτου», το επιτελείο της Λιλιπούπολης, ο Γιάννης Πετρίδης, η Μαρία Ρεζάν, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ο Αργύρης Ζήλος και ο Χρήστος Δασκαλόπουλος, ο Κώστας Γιαννουλόπουλος, ο Τάσος Φαληρέας… Ο κατάλογος δεν έχει τέλος και περιλαμβάνει ονόματα που μπορούν επάξια να σταθούν ανάμεσα στους καλύτερους ραδιοφωνικούς παραγωγούς παγκόσμια και υπήρξαν οι καλύτεροι δάσκαλοι τουλάχιστον μιας γενιάς.

 

Κι αυτά έτσι, χωρίς πρόγραμμα, και συχνά με την εχθρική στάση κυβερνήσεων και «καλοπροαίρετων». Των ίδιων καλοπροαίρετων ίσως που θα μου αντιτείνουν πως σήμερα τα δημόσια ΜΜΕ δεν είναι δα και το Τρίτο επί Χατζιδάκι. Θα συμφωνήσω. Αλλά γιατί «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι»; Δεν θα ήταν σωστότερο το αίτημα όλων μας να είναι: δημόσια μέσα αντίστοιχης ποιότητας ή και ανώτερης από το Τρίτο του Χατζιδάκι; Οχι κατάργηση, ούτε συρρίκνωση: ποιότητα. Γιατί πρέπει μόνιμα, σε αυτό το κράτος, να υποτιμάμε τον εαυτό μας;

 

«Και ποιός θα χτίσει κάτι τέτοιο;», η αναμενόμενη αντίδραση, «δεν υπάρχει κανείς». Διαφωνώ, ―κατάλληλοι άνθρωποι υπάρχουν και θα μπορούσα να ονομάσω μερικούς. Δεν υπάρχει λόγος. Αλλά: αν θεωρούμε ότι σήμερα, σε ολόκληρη τη χώρα, δεν υπάρχει ένας (1) κατάλληλος κι εμπνευσμένος διευθυντής για τα δημόσια ΜΜΕ, τότε δεν πρέπει να κλείσουμε τα μέσα, πρέπει να κλείσουμε τη χώρα. 

 

Μπορούμε, αν σκεφτούμε με γνώμονα το κόστος, να κλείσουμε ή να ζητήσουμε να κλείσουν τα δημόσια μέσα. Ασφαλώς θα «γλυτώσουμε» κάμποσα εκατομμύρια ευρώ. Πολύ περισσότερο που, στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, το παραπάνω από την γυμνή επιβίωση φαντάζει σε μερικούς πολυτέλεια, αν όχι και αδικαιολόγητη πρόκληση. Μήπως όμως έτσι εμφανιζόμαστε «ακριβοί στα πίτουρα, και φθηνοί στ' αλεύρι»; 

 

Η χώρα είχε δημόσια ενημέρωση εδώ και σχεδόν ένα αιώνα. Την διατήρησε σε καιρούς ακόμα μεγαλύτερης κρίσης και φτώχειας από τη σημερινή. Έλαβε, δε, από αυτήν μικρούς και μεγάλους καρπούς, από την θεία Λένα και τη Λιλιπούπολη, έως την «ροκ προπαιδεία» του Γιάννη Πετρίδη και την ανεκτίμητη λαογραφική προσφορά του Σίμωνα Καρρά.

 

 

Αν θέλουμε να σοβαρευτούμε επιτέλους, και να αποδείξουμε ότι έχουμε διάθεση όχι για αυτο-ακρωτηριασμό, προς όφελος των όποιων δανειστών ή καραδοκούντων ιδιωτών, αλλά για ανάπτυξη, τότε είναι καιρός να απαιτήσουμε όχι λιγότερο αλλά καλύτερο κράτος. Όχι λιγότερη δημόσια παιδεία, αλλά περισσότερη και καλύτερη. Όχι λιγότερη δημόσια υγεία, αλλά καλύτερη. Και, ασφαλώς, όχι λιγότερη δημόσια ενημέρωση, αλλά καλύτερη.

 

Αναγνώσματα:

Hugh Wilford: The Mighty Wurlitzer, How the CIA Played America, Harvard University Press, 2008.

Ζαν Κλωντ Μισεά: Η εκπαίδευση της Αμάθειας, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, μετάφραση Άγγελος Ελεφάντης, 2002.