του Θέμη Τζήμα
Το ότι οι κοινωνικές επιστήμες και η κορωνίδα αυτών, η ιστορία, αποτελούν πεδίο μάχης το γνωρίζουμε από την καταγεγραμμένη αφετηρία τους και το θυμηθήκαμε πέραν πάσης αμφιβολίας την τελευταία δεκαετία: ποιος μπορεί για παράδειγμα να ξεχάσει τους οικονομολόγους και οικονομολογούντες, οι οποίοι μας έλεγαν ότι με τα μνημόνια θα αποκαθαρόμασταν από τις «αμαρτίες» μας και ότι θα μπαίναμε σε έναν «ενάρετο» δρόμο οικονομικής μεγέθυνσης και δημοσιονομικής «εξυγίανσης», μόνο και μόνο για να αποδειχτεί ότι έσωζαν τις ξένες τράπεζες ενώ στερούσαν το ένα τρίτο περίπου του ελληνικού ΑΕΠ;
Ποιος θα έχει ξεχάσει σε 10 χρόνια από τώρα τους διεθνολόγους και τους διεθνολογούντες, για τους οποίους, αρχή και τέλος κάθε ανάλυσης είναι η ανάγκη να υπηρετήσουμε τα συμφέροντα του Ισραήλ και των ΗΠΑ, όταν θα αποδειχτεί ότι μας ωθούν σε εθνικές συμφορές και σε απομόνωση από τον μισό κόσμο;
Γνωρίζουμε επίσης πολύ καλά ότι κάθε παλαιά ή νεότερη αποικιακή δύναμη, η οποία ακολουθεί νεοαποικιακές πρακτικές, αποπειράται να ελέγξει τις κοινωνικές επιστήμες και μάλιστα την ιστοριογραφία, προκειμένου να διατηρήσει υπό τον έλεγχό της την πνευματική ζωή ενός τόπου. Ο καλύτερος, δε, τρόπος δεν είναι η άμεση επιβολή αλλά μια καλά σχεδιασμένη στρατηγική «μαλακής ισχύος».
Μια στρατηγική η οποία συνδυάζει διαφημιστικές καμπάνιες για όσα ενώνουν τους δύο λαούς, προβάλλει τις «αγαθοεργίες» του νεοαποικιοκράτη, δίνει υποτροφίες σε νέους σπουδαστές και παρεμβαίνει χρηματοδοτικά στην τέλεση μικροέργων, μέσω των ΜΚΟ ή και των πανεπιστημίων. Ούτε λόγος φυσικά για αποζημίωση, επανόρθωση και αποκατάσταση, εμπράκτως και υλικά, των μείζονων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε η αποικιακή δύναμη στην κατεχόμενη, κάποτε, χώρα. Και βέβαια, ούτε, κατά διάνοια, ειλικρινής σεβασμός στο διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε χώρας να αποφασίζει για τα θέματα που την αφορούν. ΄
Κάπως έτσι, στα καθ’ ημάς, η Γερμανία με το παρελθόν του σχεδιασμού της γενοκτονίας του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το παρελθόν της ναζιστικής εισβολής, κατοχής, λεηλασίας και καταστροφής της πατρίδας μας, η Γερμανία, η οποία δεν ανέλαβε ποτέ έμπρακτα τις ευθύνες της αποκαθιστώντας έστω σε ένα μέρος- γιατί πλήρως δεν γίνεται- τις βλάβες που προκάλεσε στο ελληνικό κράτος και τον ελληνικό λαό πληρώνοντας τις απαράγραπτες οφειλές της, η Γερμανία των μνημονίων στην Ελλάδα, η Γερμανία που εξοπλίζει με υπερσύγχρονα επιθετικά όπλα την Τουρκία, η Γερμανία της SIEMENS και της διαφθοράς και στη χώρα μας, αποφάσισε να παραγγείλει και χρηματοδοτήσει το έργο «MOG – Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα».
Υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα με το έργο αυτό και με όσους ανέλαβαν να το υλοποιήσουν. Ένα πρόβλημα, που προηγείται ακόμη και του περιεχομένου του και έχει να κάνει με την λήψη οικονομικής υποστήριξης από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ναι, η σημερινή Γερμανία δεν είναι η ναζιστική Γερμανία. Αλλά επίσης, όσο η σημερινή Γερμανία αρνείται να καταβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία τις αποζημιώσεις που οφείλει, διαιωνίζει αντί να επουλώσει ως οφείλει τις πληγές που προκάλεσε το Τρίτο Ράιχ, το κράτος δηλαδή του οποίου καθολικός διάδοχος είναι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Αν θες να συμβάλλεις στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας πρέπει πρώτα να εκπληρώνεις τις υποχρεώσεις απέναντι στην ιστορία. Αλλιώς είσαι υποκριτής νεοαποικιοκράτης, που επιδιώκει να γράψει όσο γίνεται πιο ευμενώς για τον ίδιο την ιστορία.
Παρεμπιπτόντως και ως προς το ίδιο το πρόγραμμα ξενίζει ο όρος «αντίποινα». Παρότι ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως, όπως έχει επισημάνει το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα -ΕΣΔΟΓΕ- ο όρος είναι συνειδητά διαστρεβλωτικός της αλήθειας: απέναντι σε νόμιμο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα δεν υφίστανται αντίποινα αλλά εγκληματικές πράξεις, ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται για μαζικές σφαγές και εκτελέσεις του άμαχου πληθυσμού. Ο όρος αντίποινα ξεπλένει τα ναζιστικά εγκλήματα διότι κατά ένα μέρος αθωώνει τον θύτη, φέροντάς τον στη θέση του ασκούντος δευτερογενή βία.
Τέλος, διόλου τυχαία, την ίδια περίοδο, η υπουργός ιδιωτικών κολλεγίων και σκοταδισμού, κα Κεραμέως, «τρέχει» την υπόθεση του Γερμανο – ελληνικού ιδρύματος νεολαίας. Καλά θα έκανε η κυβέρνηση να προέβαινε στην υλοποίηση του σχεδόν ομόφωνου ψηφίσματος της Βουλής των Ελλήνων περί διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών. Εκεί υπάρχουν αρκετοί πόροι όχι μόνο για την νεολαία αλλά και για κάθε ηλικιακή ομάδα του λαού μας. Τα ιδρύματα στα οποία βολεύονται «ημέτεροι» για να οργανώνουν ταξίδια και εκδρομές ταιριάζουν σε υποτακτικούς όχι σε λαούς. Μπορεί στην κυβέρνηση να έχουν άλλες προτιμήσεις αλλά εμείς προτιμούμε να είμαστε Έλληνες πολίτες, μίας δημοκρατικής και ανεξάρτητης πατρίδας, που παλεύει για τα δίκιο του λαού της και όλου του κόσμου, και η οποία θυμάται και γράφει την ιστορία της, χωρίς ύποπτες, ξένες, κρατικές χρηματοδοτήσεις.