Θυμίζουν τις γλυκοφάγωτες εκείνες ελιές, τις θρούμπες ή χαμάδες που μαζεύει κανείς με το χέρι από το έδαφος σαν πέσουν κάποτε ώριμες από το δέντρο. Είναι όλες τους ελιές, όμως η κάθε μια έχει τη δική της μοναδική γεύση. Τις γυροφέρνεις στο στόμα με τις ώρες κι ο νους ή τα πόδια σου, ταξιδεύουν. Άλλοτε τις τρως αργά με λίγο τσίπουρο και παστό τσίρο. Είναι μικρές και μαζεμένες, όμως η σάρκα τους είναι γλυκιά κι η γεύση τους γλυκαίνει για καιρό το στόμα.
 
Δεν είναι μ’ άλλα λόγια πεζά της μιας, ούτε της εξακολουθητικής ανάγνωσης, αλλά διαβάζονται ένα ένα, δίχως υποχρεωτική σειρά, αν και μερικές είναι δεμένες ζευγάρι στο ίδιο κοτσάνι σαν τα κεράσια. Διαβάζονται στην τύχη σαν να τα μαζεύεις με το χέρι. Μαζεύονται κατάχαμα, αλλά λειτουργούν κι ως οδοδείκτες, σαν τα χαλίκια του Κοντορεβυθούλη. Οδοδείχτες της πορείας του συγγραφέα τους που επιστρέφει μ’ αυτές πισάχναρα πίσω στον χρόνο, στον κατεξοχήν λογοτεχνικό χρόνο της παιδικής ηλικίας. Οδοδείχτες στον δρόμο της γραφής και της τέχνης. Είναι λογοτεχνικά μουσικά κείμενα που ο συγγραφέας τους απευθύνει στον αδελφό αναγνώστη, αλλά ταυτόχρονα, αν όχι πρωτίστως, στον ίδιο του τον εαυτό. Για να του θυμίζουν ότι αποπάτησε και λοξοδρόμησε, μα πώς είναι πάντα καιρός να επιστρέψει από το διάλειμμα όπως το λέει, και τη σχόλη, τη λαχανιασμένη καθημερινότητα, στο πραγματικό δικό του σχολείο, στα γράμματα και στα γραψίματα, «να φτιάξει την ψυχή του». Να την γλυκάνει και να την ευχαριστήσει. Γιατί εκεί είναι ταγμένος.
 
Το βιβλίο αυτό είναι ένας ύμνος, μια ωδή στο γράψιμο και στη λογοτεχνία, στη γλώσσα και στη λέξη. Είναι η ευχαριστήρια προσευχή, το ηδονικό ουρλιαχτό του δωρηθέντος το δώρο της γραφής. Είναι το τραγούδι του μύστη που χαίρεται και γιορτάζει τη μύηση. Ο τραγουδιστός γρίφος του ακριτόμυθου μύστη που αποκαλύπτει μυστικά για το εξημέρωμα, το μέρωμα και τη μαστορική της γλώσσας. Η χαρά του παιδιού που παίζει για πρώτη φορά με την πρώτη ύλη του κόσμου, την πρώτη ύλη της γραφής. Ένα βιβλίο για το ταξίδι και το ταξίδεμα. Ενας ταξιδιωτικός χάρτης της πατρίδας του συγγραφέα. Που σε καθοδηγεί στη γραφή, στη γλώσσα, στους δικούς τους τόπους (τωρινούς κι αλλοτινούς) στους δικους του ανθρώπους (ζώντες και τεθνεώτες). Είναι ένα βιβλίο για τη συνάντηση με τη γλώσσα που καθιστά εφικτές όλες τις άλλες συναντήσεις. Μια συνάντηση προς τιμήν της συνάντησης.
 
Τρεις είναι πολύ χοντρικά οι θεματικές του βιβλίου: η γραφή, οι νεκροί και το ταξίδι. Δεν πρόκειται όμως για τρεις διακριτές θεματικές, αλλά για συγκοινωνούντα δοχεία ή καλύτερα για ένα τρίστρατο απ’ όπου όλοι οι συγγραφικοί του δρόμοι ξεκινούν, αλλά και καταλήγουν. Όπως ξεκινάει να μιλάει για το φιλί και φτάνει να τραγουδάει το δάκρυ, με τον ίδιο τρόπο αρχίζει να μιλάει για τον δρόμο και φτάνει να μιλάει για τη γλώσσα, ξεκινάει να μιλήσει για τα ψάρια και καταλήγει στις λέξεις.
 
Η λογοτεχνία και η συγγραφή είναι το Α και το Ω της συλλογής. Στο βωμό τους προσφέρει ως σπονδή το μέλι των γκρεμών του, τα μικρά αυτά γραπτά που γράφτηκαν στο αδιάκοπο πήγαινε-έλα ανάμεσα σε βορρά και νότο. Μιλώντας για τη γραφή μιλάει ταυτόχρονα και για τη λογοτεχνία, τα βιβλία, τις λέξεις, την ανάγνωση, αλλά και για το τραγούδι, τον στίχο και την μουσική του. Το ρήμα «μιλάω» είναι ενδεχομένως παραπλανητικό. Δεν ξέρω πώς να αποδώσω την αγάπη που κρύβει μέσα της αυτή η ομιλία, τα λόγια του στιχουργού και ποιητή. Συγχωρέστε με που σας μιλώ τόσο ασυνάρτητα, έχω πιαστεί στο δόκανο του Γκόνη, στη μαγγανεία της μουσικής του, μιλώ κι εγώ σιβυλλικά και αποσπασματικά, δυσκολεύομαι με το μεγάλο πεζό.
 
Το πρώτο που αποπνέουν τα μικρά αυτά κείμενα είναι η μανική αγάπη, ο έρωτας του συγγραφέα τους για τη γλώσσα και τις λέξεις της. Είναι στιγμές που έχεις την αίσθηση ότι ο Γκόνης σού προσφέρει την ποίηση πριν από το ποίημα. Την ποίηση στις χούφτες, τη γλώσσα σπαρταριστή κι απαστράπτουσα. Τη μαγιά με την οποία φουσκώνει το καρβέλι της λογοτεχνίας. Θα μπορούσε κανείς να πει πως τα Εφτά Λευκά Πουκάμισα είναι ένα βιβλίο για τη μαγιά που αφαιρέσαμε απ’ το ψωμί της λογοτεχνίας και πολύ συχνά δεν γλωσσιάζεται. Η μαγιά αυτή είναι η ομορφιά που πηγάζει από την λογοτεχνία, την τέχνη του λόγου των λέξεων. Η συλλογή είναι μ’ άλλα πάλι λόγια, ένας ερωτικός φόρος τιμής στη λέξη. Τη «μια και μοναδική, που είναι κάθε φορά και διαφορετική, και όμως μένει πάντα ίδια». Την λέξη που περιμένει ο συγγραφέας «με απληστία και έκσταση». Γι’ αυτό και δεν διστάζει να τις αραδιάσει, να προσφέρει στον αναγνώστη σειρές λέξεων, σαν μαργαριτάρια περασμένα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο στο σχοινί. Σωρεύοντας λέξεις συσσωρεύει το ζουμάκι τους, που είναι το τραγούδι και η μουσική τους. Αυτό μοιάζει εν τέλει να είναι το περιεχόμενο του βιβλίου: το ηχόχρωμα, η μουσική και το φως των λέξεων, με το νόημα να περιμένει παραπίσω τη σειρά του. Αν και όποτε έρθει.
 
Ο Γκόνης δεν αντιμετωπίζει ως ανατόμος ή γεωπόνος τη λογοτεχνία, συνεπώς δεν καταδέχεται να μας εισαγάγει στο λεγόμενο «εργαστήρι του συγγραφέα». Μας μπάζει όμως με τα μπούνια στο μεταφυσικό θαύμα της συγγραφής, την ώρα που αυτό συντελείται. Μας προσφέρει εικόνες που δεν ξεπηδούν απλώς μέσα από τις λέξεις, αλλά που από μέσα τους ξεχειλίζουν ταυτόχρονα οι λέξεις.
 
Το ταξίδι εμφανίζεται κατά κύριο λόγο ως μεταφορά της γραφής. Η αδήριτη κι αδάμαστη ανάγκη του ταξιδιού συγχέεται με την υπαρξιακή ανάγκη του γραψίματος. Το κορμί δεν σε μεταφέρει απλώς περπατώντας, σε μεταφέρει γράφοντας «σε περνάει απέναντι και σου δείχνει επιτέλους το μέρος όπου ανήκεις πάνω σ’ αυτή τη γη». Στην ίδια την συντελούμενη γραφή.  Το ταξίδι, δηλαδή το πέρασμα στη λογοτεχνία, ξεκινάει όταν σταματάει το άλλο, η καθημερινή οδοιπορία. Στο διάλειμμα της ζωής που αποδεικνύεται δυσβάσταχτο διάλειμμα από την όντως ζωή, εκείνη της δημιουργίας.  Η γραφή επίσης ξεκινάει όταν εξαντλείται ο κόσμος, τα ταξιδιωτικά του όρια. Γιατί μονάχα η γλώσσα, η γραφή, το γραμμένο χαρτί μπορεί να σε μεταφέρει πίσω στους λατρεμένους νεκρούς. Στον ευτυχισμένο χρόνο της συμβίωσης μαζί τους. Η γραφή είναι ο τρόπος και ο μαγικός τόπος συνάντησης με τους αγαπημένους που χάθηκαν. Γιατί το κείμενο δεν είναι παρά η στερεή μορφή του ονείρου. Γι’ αυτό και σ’ ένα από τα τελευταία κείμενα του βιβλίου, με τίτλο «Mont Blanc» ο Γκόνης συναντιέται – έστω και για λίγο, στον παροδικό χρόνο της συγγραφής – μέσα στο κείμενό του και με τους αγαπημένους του λογοτέχνες και τους ήρωες τους.
 
Αν όμως οι λέξεις είναι δρόμος, οδός και πέρασμα, δεν είναι ποτέ εκείνος που αρχικά επιλέξαμε. Σαν τον όνο του Βαλαάμ, οι λέξεις μάς πηγαίνουν, μας άγουν και μας φέρουν, τραβώντας κατά κει που θέλουν εκείνες. Στον πιο κρυφό, μύχιο κι ασυνείδητο ονειρικό προορισμό μας. Μας σπρώχνουν έξω και μακριά από τη ζωή, τη βιοπάλη, την κοινωνική συναναστροφή. Μας θέλουν ολοκληρωτικά κι αποκλειστικά δικό τους. Γι’ αυτό και η υπενθύμιση που απευθύνει ο συγγραφέας στον εαυτό του, το κοινωνικό του πρόσωπο στο πρόσωπο του ονείρου, «το φορτωμένο τα όνειρα της νύχτας» που ζητεί να αφιερωθεί σαν απομόναχος μοναχός, ιερέας στο απάτητο ιερό της θεάς, είναι ταυτόχρονα και μια προειδοποίηση. Μια προειδοποίηση για το τίμημα της ευτυχίας. Ο χωμένος στο βιβλίο του αφηγητής, αδυνατεί να αναγνωρίσει την ίδια τη μητέρα του, στερείται την κουβέντα, την επαφή με τους ανθρώπους τη σκιά των οποίων κυνηγάει στο βάθος του χαρτιού του.
 
Θα ολοκληρώσω το μικρό αυτό κείμενο με μια τελευταία μεταφορά. Τα μικρά πεζά της συλλογής του Θοδωρή Γκόνη είναι πιάτα σύγχρονης λογοτεχνικής κουζίνας φτιαγμένα όμως με όλα τα παλιά, αγνά υλικά. Τα λογοτεχνικά και μουσικά θέματα της συλλογής είναι παρμένα απ’ το αστείρευτο ποτάμι του δημοτικού τραγουδιού. Το σπίτι «πουλάκι γίνεται, πουλάκι ντύνεται, βγάζει φτερό». Οι μεταμορφώσεις αυτές φτάνουν ως τον αφηγητή που ενίοτε αλλάζει γραμματικά και υπαρξιακά  πρόσωπο στο περιορισμένο πλαίσιο της ίδιας ιστορίας υπηρετώντας την πιο ρηξικέλευθη λογοτεχνική πρωτοπορία.
 
Τα πεζά κείμενα που απαρτίζουν τα Εφτά λευκά πουκάμισα, έχοντας ως κεντρικό λατρευτικό άξονα τη γλώσσα, φέρνουν στο φως μια ποιητική. Τον τρόπο δηλαδή δημιουργίας μιας λογοτεχνίας που υμνεί και προσεύχεται για τη γλώσσα ανασταίνοντάς την μέσα από την ίδια τη λεκτική και μουσική σύνθεση του ύμνου της. Μια ποιητική που πηγάζει από την πιο βαθιά αγάπη για τις λέξεις και τους ανθρώπους.