Για το Λίγα λόγια για μένα της Καλλιρρόης Παρούση (εκδόσεις Τόπος, 2023)
Το Λίγα λόγια για μένα με λίγα λόγια: όπως και σε κάθε έργο τέχνης που σέβεται τον εαυτό του, το θέμα του Λίγα λόγια για μένα είναι πρωτίστως αυτοαναφορικό: είναι δηλαδή το μυθιστόρημα το ίδιο. Πώς μπορεί η φθαρμένη ζωή να γίνει αντικείμενο (αυτό)μυθοπλασίας; Το μυθιστόρημα είναι ικανό να ξεφύγει από την παράθεση αφενός απλών καθημερινών γεγονότων, να ξεφύγει δηλαδή από το ρεπορτάζ, και αφετέρου από την ενδοειδολογική ανασκόπηση ύφους, να ξεφύγει δηλαδή από μια μεταμοντέρνα ομφαλοσκόπηση, και να προσφέρει μια κάποιου είδους αυθεντικότητα; Αλλιώς ειπωμένο: Υπάρχει περιθώριο για μια ποιητική που να διατηρεί την ηθική σε έναν κατακερματισμένο κόσμο; Και πώς; Η ηθική: Πώς μπορεί να μιλήσει η φθαρμένη ζωή υποκειμενικά, χωρίς το καπέλωμα μιας ολότητας που θα την συντρίβει; Η ποιητική: Πώς ο ήρωας θα πει την κοσμοθεωρία του χωρίς να τον πατρονάρει ο συγγραφέας; Το Λίγα λόγια για μένα αποτελεί μια προσπάθεια απάντησης που αναστοχάζεται τα όρια του μυθιστορήματος ως είδους την ίδια στιγμή που προσφέρει τον μίτο μιας προσωρινής ηθικής. Αυτή η ηθική θεωρώ ότι συνοψίζεται στη φράση: «Το να μην είσαι κάτι είναι καλύτερο από το να μην είσαι καθόλου» (161). Αυτό το ελάχιστο ίχνος, ενεργό όσο οι πράξεις της γραφής και της ανάγνωσης μπορούν να κινητοποιούν μια διαδικασία διαλόγου, απεύθυνσης σε ένα άλλο του εαυτού, εντός του οποίου αυτός μπορεί να αναγνωριστεί, αντιμετωπίζει τη διαρκή διακινδύνευση της εξαφάνισης. Η παρότρυνση να πει εντέλει κάποιος λίγα λόγια γι’ αυτόν καθίσταται μια προσταγή που δεν μπορεί να διαφύγει από την ειρωνεία της κειμενικής μεσολάβησης.
Με πιο πολλά λόγια τώρα: Ο Χάρης γράφει (για) τη ζωή του. Η ζωή του είναι κοινότοπη έως αηδίας, είναι βαρετή. Θυμάμαι σε μια συνέντευξη τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο να εξανίσταται απέναντι σε όσους θεωρούν βαρετές τις ταινίες του. «Βαρετές δεν είναι οι ταινίες μου», έλεγε στον δημοσιογράφο, «βαρετές είναι οι ζωές τους». Τέτοια είναι η ζωή του Χάρη. Ας απαριθμήσουμε τα συστατικά της. Ματαιώσεις επαγγελματικές (από την προσδοκία να γίνει ένας διεθνούς φήμης φωτογράφος, στο ταπεινό συνοικιακό φωτογραφείο, τους γάμους και τα βαφτίσια)· ο δικός του γάμος σε τέλμα (από τον κεραυνοβόλο έρωτα στο κουντερικό «γάμος είναι να μην μπορείς να κοιμηθείς και να μην κινείσαι για να μην ξυπνήσεις τον άλλο)· τρεις κόρες που δεν μπορεί να καταλάβει (ο πατέρας ως πορτοφόλι εξόφλησης εξωσχολικών δραστηριοτήτων)· η οικογενειακή εστία ως φυλακή (όπου το κλείδωμα στο μπάνιο για το πρωινό ντους είναι η μόνη καταφυγή ελευθερίας)· η ανάμνηση ενός αδερφού-πρότυπο (το φευγιό του από την ελληνική καθημερινότητα για το ανοικτό εξωτερικό, η περιπέτεια, το μυθιστορηματικό τέλος)· μια ερωμένη που έρχεται από εκεί που δεν την περιμένει (του οκταώρου οι πεσόντες αναπαύονται με τσόντες). Ο Χάρης γράφει σε τρίτο πρόσωπο, επινοεί την πραγματικότητά του, αλλά υστερεί στην αλήθεια της. Το μυθιστόρημα που γράφει δεν μπορεί να αρθεί εκτός των ορίων της επανάληψης της ιστορίας του είδους. Η αφήγησή του είναι κουτσή και θέλει δεκανίκια. Καταφεύγει στην (από)μίμηση.
Εξηγούμαι: Χάρης: «Μόλις θυμήθηκα πως έχω μια κόρη όμορφη, μια κόρη συναισθηματική και μια κόρη αστεία, όπως ο κύριος Σκίμπολ στον Ζοφερό Οίκο του Ντίκενς.»
Χάρης: «Και εκείνες χαμογελούν, έχουν ιδρώσει, νιώθουν περιέργεια και έκπληξη, γιατί ο πατέρας τους βρίσκεται σε ένα νησί με μια γυναίκα, με την Κλάρα, και η Χριστίνα μοιάζει συνοφρυωμένη, με έκδηλη απορία στη στάση του σώματος, τις βλέπουμε που γδύνονται και βουτούν στο νερό και γίνονται επιτέλους οι λουόμενες δεσποινίδες της Αβινιόν».
Ο Χάρης όταν δεν ζει από την έλλειψη νοήματος, όταν δεν ζει προσπαθώντας να επιβιώσει, καταφεύγει σε μια φαντασίωση επαεπινόησης του εαυτού του, που ακριβώς λόγω της βιωματικής έλλειψης αναπαράγει τη γραμματεία του παρελθόντος. Αν στη νεωτερικότητα το υποκείμενο μπορούσε να οδηγηθεί από τη γραφή στη ζωή (η Μποβαρύ ερωτεύεται αφού διαβάσει για τον έρωτα) στη μετανεωτερικότητα το έλλειμα ζωής αναπαράγεται ως κακογραφία. Η ζωή θέλει να κρυφτεί, γενόμενη κείμενο.
Η αποτυχία του Χάρη είναι η αποτυχία της παραπομπής. Όλα έχουν περιγραφεί από άλλους και, δυστυχώς, καλύτερα. Ο αναγνώστης που ακολουθεί τον μίτο της αφήγησης απορεί με τη μπαναλιτέ της δημιουργίας του. Αν μέναμε εκεί, αν δηλαδή το βιβλίο της Καλλιρρόης ήταν το βιβλίο του Χάρη, θα είχαμε την ιστορία μιας αποτυχίας, δείγματα της οποίας εξάλλου κατακλύζουν τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Η γραφή ως υποκατάστατο του Ζάναξ -μήπως εξάλλου δεν είναι η ψυχολόγος του που στέλνει τον Χάρη στην ομάδα δημιουργικής γραφής;
Η Καλλιρρόη δεν είναι όμως αφελής. Πλάι στην αφήγηση του Χάρη που καταλαμβάνει το κύριο μέρος της αφήγησης, υπάρχει ο σχολιασμός της από την δασκάλα του στη δημιουργική γραφή. Θα ήταν λάθος να δούμε τη δική της φωνή ως κυρίαρχη, ως τον παντογνώστη σχολιαστή που κατευθύνει το χρονικό μιας αποτυχίας. Το Λίγα λόγια για μένα δεν ιεραρχεί τις δύο φωνές. Τις συμπαραθέτει διαλογικά. Ο Μπαχτίν το γράφει στα Ζητήματα ποιητικής του Ντοστογιέφσκι (μτφρ. Αλ. Ιωαννίδου, Πόλις 2000): «Εδώ τα μόνα ερωτήματα που τίθενται είναι το “ποιος είμαι εγώ;” και το “ποιος είσαι εσύ;”. Κι αυτά πάλι ηχούν στο εσωτερικό ενός ακατάπαυστου και ατελεύτητου εσωτερικού διαλόγου. Ο λόγος του ήρωα και ο λόγος για τον ήρωα ορίζονται από μια ατελεύτητη διαλογική σχέση με τον εαυτό του και με τον άλλο» .
Και επίσης, «να είσαι σημαίνει να επικοινωνείς διαλογικά. Όταν τελειώνει ο διάλογος τελειώνουν όλα».
Ο διάλογος εδώ είναι ο διάλογος δύο αποτυχημένων. Και δεν υπάρχει τρίτος, μετααφηγητής για να προσφέρει μια κάποια κάθαρση. Ο διάλογος μένει μετέωρος, ήγουν αληθινός.
Μέσα από την ανάγνωση των γραπτών του Χάρη η αφηγήτρια λέει τα δικά της λίγα λόγια για την κατεστραμμένη δική της πραγματικότητα:
«Με ενδιαφέρει η ορνιθολογία. Μελετώ τη σωματική δομή των πτηνών, αν και η λέξη σωματοδομή μού προκαλεί αναστάτωση, γιατί γενικά οι λέξεις: δομή, ταχτοποίηση, σειρά, οργάνωση υποδηλώνουν περισσότερο χάος από αυτό που αφήνουν να φανεί. Καμιά φορά λέω στον άντρα μου ότι η δουλειά μου στο γραφείο είναι να ταχτοποιώ το χάος και εκείνος μου λέει πως έτσι κι αλλιώς έχω την τάση να βάζω μια τάξη στο χάος, αλλά δεν έχει δίκιο, γιατί το χάος πάντα κυριαρχεί. Για την ακρίβεια: το χάος με κυριαρχεί».
Το χάος είναι η πραγματικότητά μας. Και η προσπάθεια τακτοποίησής του είναι η ιδεολογία της καταστροφής που λέγεται σύγχρονος πολιτισμός. Αν η αφηγήτρια μέμφεται έμμεσα τον Χάρη είναι σ’ αυτό: νόμιζε ο έρμος ότι θα γράψει το μεγάλο του μυθιστόρημα τακτοποιώντας σαν νοικοκυρά τη ζωή του. Ο Αντόρνο προειδοποιούσε εγκαίρως, επαναλαμβάνοντας τον Καρλ Κράους: «Σκοπός της τέχνης σήμερα είναι να φέρει το χάος στην τάξη». Μπορεί όμως; Γράφει ο Αντόρνο στα Minima Moralia (μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αλεξάνδρεια 2000): «Ό,τι άλλοτε οι φιλόσοφοι αποκαλούσαν ζωή, κατάντησε να είναι η σφαίρα του ιδιωτικού και κατόπιν απλώς της κατανάλωσης, να συμπαρασύρεται ως εξάρτημα της διαδικασίας της υλικής παραγωγής, χωρίς αυτονομία και χωρίς δικής της υπόσταση». Την ίδια ώρα όμως ο Αντόρνο ξέρει ότι «αν κάποτε σβήσει η φαινομενικότητα της ζωής, που η ίδια η σφαίρα της κατανάλωσης υπερασπίζεται με τόσο κακά επιχειρήματα, τότε το τέρας της απόλυτης παραγωγής θα θριαμβεύσει». Σ’ αυτό το παράδοξο της διπλής δέσμευσης παίζεται το παιχνίδι.
Η αφηγήτρια το ξέρει, και προσπαθεί να ελιχθεί μέσα σε μια προσέγγιση του κειμένου που δεν θα αναζητά το νόημα, μια ψευδή ολοποίηση που μόνο ένας τρελός -δηλαδή ένας που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς έλλειψη- μπορεί να αποδεχθεί ως αληθινή:
Επαναπαύομαι στις προκαθορισμένες κινήσεις των ματιών κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, στις κινήσεις που επιστημονικά αποκαλούνται σακκαδικές, καθώς το βλέμμα μετακινείται από το ένα εστιακό σημείο στο επόμενο, χωρίς να εισχωρώ στην ουσία των κειμένων, γιατί στην ουσία των κειμένων εισχωρούν μόνο οι τρελοί.
Από την άλλη δεν μπορεί να αρνηθεί την παραμυθία της γραφής, μια νοηματοδότηση που προσπαθεί να μεταδώσει το φως:
Τα εντυπωσιακά κείμενα έχουν ευεργετικές ιδιότητες για τα μάτια, γιατί το νόημα αποκαλύπτεται και χωρίς να ενεργοποιείται η ικανότητα της όρασης. Οι εντυπωσιακές γυναίκες έχουν ευεργετικές ιδιότητες για τα μάτια, γιατί η ομορφιά είναι ορατή και χωρίς να ενεργοποιείται η ικανότητα της όρασης. Όσοι είναι τυφλοί από έρωτα, βλέπουν.
Ποιος όμως παραμένει σήμερα τρελός από έρωτα; Το Λίγα λόγια για μένα θεωρώ ότι σοφά ποιώντας αποφεύγει να απαντήσει. Η Καλλιρρόη αντιμετωπίζει το είδος του μυθιστορήματος με την σοφία ενός ανθρώπου που ζει και αναστοχάζεται τις απορίες της εποχής. Παίζει με τα όριά του, κλείνει το μάτι της ενδοϊστορίας του είδους στον αναγνώστη που αρέσκεται να παίζει και να απολαμβάνει τη γραφή αναζητώντας διακείμενα, χωρίς ωστόσο να αποφεύγει το μείζον: την τοποθέτηση απέναντι στο έλλειμμα νοήματος. Κατά τη γνώμη μου περισσότερο χρήσιμο από το απαντήσει κανείς στο ερώτημα είναι να το θέσει ως μορφή. Το Λίγα λόγια για μένα είναι αυτή η μορφοποίηση του ερωτήματος. «Ένα έργο μπορεί να περιέχει κρίσεις», γράφει ο Αντόρνο στην Αισθητική θεωρία (μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αλεξάνδρεια 2000), «αλλά δεν κρίνει, ίσως επειδή από την αττική τραγωδία και μετά το έργο είναι ακροαματική διαδικασία». Και τι παραπάνω μπορώ ως μάρτυρας να προσφέρω σ’ αυτή, ει μη μόνο «λίγα λόγια για μένα».
*Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του Λίγα λόγια για μένα στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει, την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023.