Η μη κατάληξη σε κοινή συμφωνία τα ξημερώματα της Παρασκευής στις Βρυξέλλες χρεώνεται εν πολλοίς στη βρετανική άρνηση. Στον Κάμερον καταλογίζεται ότι έθεσε το συμφέρον του Σίτι πάνω από τις θεσμικές αλλαγές στην Ε.Ε., που θεωρούνται αναγκαίες από την πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών. Μερίδα του βρετανικού Τύπου επισείει και τον κίνδυνο απομόνωσης της Μ. Βρετανίας από τις εξελίξεις στην Ευρώπη

Ορισμένοι βρετανοί αναλυτές, ωστόσο, εκτιμούν ότι η βρετανική άρνηση χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα. Στην πραγματικότητα, εξηγούν, ο πολιτικός χρόνος ήταν λίγος για εκτεταμένες αλλαγές στις ευρω-συνθήκες. Αλλά και το πολιτικό κόστος αυτών των αλλαγών θα ήταν αρκετά μεγάλο. Συνεπώς, εξαρχής, πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες προέκριναν τη λύση της διακρατικής συμφωνίας ως ευέλικτου οχήματος και δεν ήταν πρόθυμοι να χρεωθούν τροποποιήσεις, χωρίς μάλιστα τη συγκατάθεση των εθνικών κοινοβουλίων, στις οποίες πολλοί θα καταλόγιζαν δημοκρατικό έλλειμμα.

«Δεν υπήρξαν δικλίδες ασφαλείας»

Τα ξημερώματα της Παρασκευής ο Ντ. Κάμερον αιτιολόγησε το βρετανικό βέτο μιλώντας για «δύσκολη αλλά σωστή απόφαση», που την υπαγόρευσε η απουσία εγγυήσεων για το ενιαίο της ευρωπαϊκής αγοράς.

«Χωρίς αυτές τις δικλείδες προστασίας είναι καλύτερα να μην έχουμε μια συνθήκη μέσα σε μια άλλη συνθήκη αλλά να αφήσουμε αυτές τις χώρες να κάνουν τις διευθετήσεις χωριστά. Αυτό που μας προσφέρθηκε δεν είναι προς όφελος της Βρετανίας, επομένως δεν συμφώνησα σε αυτό», δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός, που όμως αναγνώρισε ότι υπάρχουν κίνδυνοι από το γεγονός ότι άλλες χώρες δημιουργούν μια ξεχωριστή συμφωνία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Επομένως, θα επιμείνουμε οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί, το δικαστήριο, η Κομισιόν, να εργάζονται και για τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτοί οι οργανισμοί έχουν καθιερωθεί από τη συνθήκη, και αυτή η συνθήκη είναι ακόμη σε ισχύ».

Αλήθεια, τι ζήτησε η Βρετανία;

Με βάση διπλωματικές διαρροές που μεταδίδουν ξένα δίκτυα, η βρετανική πλευρά ζήτησε μεταξύ άλλων να μη διαβρωθεί η λειτουργία της ενιαίας αγοράς να προστατευθεί το Σίτι από υπερβολικούς περιοριστικούς κανονισμούς και να υπάρχει ευελιξία στον καθορισμό της απαιτούμενης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Επιπλέον, να διατηρηθεί στο Λονδίνο η έδρα της νεοσύστατης Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής και να προστατευθούν από τους κανονισμούς οι αμερικανικές τράπεζες με έδρα στο Σίτι που δεν έχουν συναλλαγές με την υπόλοιπη Ευρώπη. Και τέλος, η απόφαση για χρέωση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών να λαμβάνεται ομόφωνα.

Σε αυτό το σημείο, μερίδα αναλυτών εκτιμά ότι οι βρετανικές απαιτήσεις διαπερνούσαν σχεδόν το σύνολο του σχεδίου απόφασης των 27. Άλλοι τις θεωρούν το ελάχιστο των εγγυήσεων για τη διατήρηση της ενιαιότητας της ευρωπαϊκής αγοράς και την προστασία του βρετανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο ακόμα δείχνει εκτεθειμένο σε κινδύνους που θα συνεπαγόταν ένα κακό σενάριο για την ευρωζώνη.

Στον αντίποδα, τονίζεται επίσης ότι η κίνηση Κάμερον ήταν μάλλον απρόσμενη, επισημαίνοντας ότι, βάσει υπολογιμών, πιθανή κατάρρευση του ευρώ θα στοιχίσει στη βρετανική οικονομία το 7% του ΑΕΠ, ή 100 δισεκατομμύρια λίρες.

Η δικαίωση των ευρωσκεπτικιστών

Πολλά βρετανικά Μέσα προκαταβάλουν ότι οι πιέσεις σε βάρος του κ. Κάμερον από την πτέρυγα των ευρωσκεπτικιστών στο κόμμα των Συντηρητικών θα ενταθούν τώρα ακόμα περισσότερο. Η ιδέα ενός δημοψηφίσματος για επανακαθορισμό της σχέσης του Λονδίνου με τις Βρυξέλλες κερδίζει συνεχώς έδαφος εντός του κόμματος, με μερίδα στελεχός να απορρίπτουν την πιο χαλαρή σύνδεση ή την ανάκτηση εξουσιών, μιλώντας ουσιαστικά έξοδο από την ΕΕ.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι πολιτικά πρωτάκουστη η δήλωση στελέχους των ευρωσκεπτικιστών στο BBC: «Ο πρωθυπουργός κράτησε το λόγο του. Πλέον, η Βρετανία πλησιάζει περισσότερο στο ιδανικό σχήμα ως προς τις σχέσεις με την Ευρώπη». Ποιο είναι αυτό; Μα φυσικά αυτό μιας «νέας Ελβετίας».

Υποστηρίζεται ότι υπάρχει και η πιθανότητα το νέο καθεστώς που αποφασίστηκε μεταξύ των 23 να αποτύχει. Σε μια τέτοια περίπτωση, σημειώνεται, όλες οι χώρες μέλη της ΕΕ θα υποχρεωθούν να ακολουθήσουν τη βρετανική οδό.

Κι αυτό γιατί πολλές λεπτομέρειες της συμφωνίας κρίνονται ασαφείς, όπως, για παράδειγμα, το πώς θα εφαρμοστούν οι αποφάσεις. Επ’ αυτού τονίζεται ότι η Κομισιόν δεν έχει αρμοδιότητα εφαρμογής αποφάσεων εκτός πλαισίου Ε.Ε.