Ο Richard Ledes, σκηνοθέτης της ταινίας Adieu Lacan!, που προβάλλεται στις 16 Δεκεμβρίου στην Ταινιοθήκη, στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, μιλάει για την ταινία και τη δημιουργία της.
Σκηνοθέτησα το «Adieu Lacan» έχοντας πριν σκηνοθετήσει μιαν επί σκηνής ανάγνωση του έργου στο οποίο βασίζεται, το «Αντίο, Γιατρέ», της Μπέτυ Μίλαν. Αφορά την ιστορία της ψυχανάλυσης της ίδιας από τον Ζακ Λακάν (Jacques Lacan), έναν γάλλο ψυχαναλυτή που αναγνωρίζεται ευρέως ως ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους του 20ού αιώνα, αν και ακόμη προκαλεί συγκρούσεις. Το λακανικό έργο είναι περιβόητο για τις δυσκολίες του, αλλά παρ’ όλα αυτά, ο διάλογος της Μπέττυ τον έκανε εύκολα προσβάσιμο και μαζί ανθρώπινο, με τρόπο που δεν είχα ξαναδεί, δείχνοντας παράλληλα πώς οι συνεδρίες αφορούσαν τη νεαρή γυναίκα και όχι τον Λακάν. Η σχέση των χαρακτήρων και το αναλυτικό πλαίσιο ένοιωσα, επίσης, να μιλούν προσωπικά σε μένα, ως σκηνοθέτη, και συνειδητοποίησα ότι με αυτούς θα μπορούσα να κάνω μια μοναδική ταινία. Νομίζω πως τα κατάφερα, κυρίως λόγω ενός υπέροχου καστ και συνεργείου.
Στον Ντέιβιντ Πάτρικ Κέλι είχα την τύχη να βρω έναν ηθοποιό του οποίου η εξαιρετική ερμηνεία, στο ρόλο του Λακάν, φωτίζει βαθιά το πάθος του ψυχαναλυτή για τη δουλειά του. Η ερμηνεία της Ismenia Mendes ως Seriema, του χαρακτήρα που βασίζεται στην Μπέττυ Μίλαν, αποτελεί το τέλειο αντίβαρο στον Lacan, όπως τον υποδύεται ο Κέλι: η νεότητά της και η προσήλωση στην αλήθεια της δικής της εμπειρίας ως νεαρής γυναίκας κάνουν τη συνάντησή τους καθηλωτική. Η διευθύντρια φωτογραφίας, Βαλεντίνα Κανίλια, και εγώ εμπνευστήκαμε ιδίως από την ταινία του Carl Theodor Dreyer «Το Πάθος της Ιωάννας της Λωραίνης». Η κλασική βουβή ταινία του Dreyer χρησιμοποιεί ακραίες γωνίες για να απεικονίσει τη ριζική ασυμμετρία μεταξύ της θέσης της Ζαν ντ’Αρκ και της θέσης των κατηγόρων της. Χρησιμοποιήσαμε την ίδια δυναμική για να αναπαραστήσουμε τον ρόλο της υποκειμενικής μεταφοράς που οδηγεί την ανάλυση προς το συμπέρασμά της.
Η ταινία του Dreyer, ταινία του 1928, με τράβηξε αφού παρακολούθησα τη δραματική σειρά «In Treatment», με πρωταγωνιστή τον Gabriel Byrne, η οποία λειτούργησε ως παράδειγμα αυτού που ήθελα να αποφύγω. Δεν πρόκειται εδώ για κριτική της συγκεκριμένης δραματικής σειράς: όμως, συνειδητοποίησα αμέσως πώς η χρήση της κάμερας, που σε αυτήν λειτούργησε τόσο καλά, ώστε να αφηγηθεί μια ιστορία ψυχοθεραπείας, ήταν εντελώς λάθος αν ήθελες να αφηγηθείς μια ιστορία ψυχανάλυσης. Το «In Treatment» γυρίζεται με κάμερα παράλληλη με το έδαφος, πάντα στο ύψος των ματιών. Η περίπλοκη κίνηση, σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη σε ένα δωμάτιο, είναι ένα από τα βασικά επιτεύγματα της σειράς. Ωστόσο, η κάμερα εδώ αντικατοπτρίζει μια θεωρητική αρχή: παρακολουθούμε έναν θεραπευτή που σκοπεύει να παραμείνει σε μια επίπεδη και ισορροπημένη συζήτηση με τον πελάτη ή τους πελάτες του, σε μια ανταλλαγή στην οποία και οι δύο πλευρές παραμένουν ίσες. Στην ψυχανάλυση -τουλάχιστον στο έργο του Φρόυντ και του Λακάν- ο αναλυτής βρίσκεται στη θέση της αιτίας της επιθυμίας για το άτομο που αναλύεται. Αυτό θεώρησα ζωτικής σημασίας, κάτι που έπρεπε να καταφέρω και μεταφέρω σωστά, και γι’ αυτό οι υψηλές, οι χαμηλές και συχνά ολλανδικές γωνίες της ταινίας του Dreyer με ενέπνευσαν. Νιώθω εξαιρετικά τυχερός και ευγνώμων για τη δουλειά όλων των μελών του μικρού καστ και του συνεργείου μας. Με πολύ περιορισμένο προϋπολογισμό και χρόνο, η αφοσίωσή τους έκανε την ταινία δυνατή και ζωντάνεψε αυτή τη σημαντική ιστορία.