«Εγινε λούης» λέμε για κάποιον που εξαφανίζεται τρέχοντας, «είναι Αϊνστάιν» για κάποια διάνοια. Και μπορούμε να σκεφτούμε αρκετές ακόμα περιπτώσεις στις οποίες ένα όνομα αποκτά ευρύτερη χροιά, αποδίδοντας κάποιο χαρακτηριστικό που είχε ταυτιστεί με το πρόσωπο: Γιαγκούλας, Νταβέλης, Ωνάσης, τόφαλος. Παρακολουθώντας τη δίκη Λιγνάδη, σκεφτόμουν ότι το όνομα «Κούγιας» αξίζει να περάσει τα επόμενα χρόνια στα λεξικά ως συνώνυμο του αδίστακτου, του αχρείου και του χθαμαλού – εντός και εκτός δικαστηρίων.
Lignadis Trial Watch: μια σπουδαία πρωτοβουλία
Τη δίκη την παρακολουθώ μέσω του τύπου και των social media, κυρίως μέσω του Παρατηρητηρίου Δίκης Λιγνάδη. Για όσους και όσες δεν το ξέρουν, είναι μια πρωτοβουλία δημοσιογράφων, νομικών και ακτιβιστών, την οποία οργάνωσε το δίκτυο Reporters United, επιδιώκοντας τη συνεχή, ανεξάρτητη διαδικτυακή ενημέρωση για τη δίκη. Όπως λένε οι ίδιοι, το Reporters United ανέλαβε την πρωτοβουλία, «έχοντας επίγνωση της σπουδαιότητας του να καταγραφεί συστηματικά η δίκη με κατηγορούμενο τον Δημήτρη Λιγνάδη – στο πλαίσιο και του κοινωνικού περιβάλλοντος του #metoo», με στόχο να συμβάλει στη διαφάνεια και στις αρχές της ανεξάρτητης ενημέρωσης που οφείλουν να διέπουν τη δίκη, καθώς θα υπάρχει συνεχής και πλήρης αποτύπωση και συγκέντρωση όλων των σχετικών πληροφοριών».
Το Lignadis Trial Watch έρχεται σε συνέχεια δύο άλλων σημαντικών παρατηρητηρίων: για τη δίκη της Χρυσής Αυγής (Golden Dawn Watch) και τη δίκη για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου (ZackieOh Justice Watch). Ο στόχος, και στα τρία, είναι κοινός: η δημοσιότητα που, ως γνωστόν, αποτελεί συστατικό στοιχείο της δίκης – της κάθε δίκης. Δύο παράγοντες της συγκυρίας έκαναν επιτακτική τη συγκρότησή τους. Πρώτον, ο περιορισμός ή και ο αποκλεισμός δημοσιογράφων και παρατηρητών από τη δικαστική αίθουσα (ακραίο παράδειγμα η δίκη Λιγνάδη, όπου αρχικά επιχειρήθηκε οι δημοσιογράφοι να περιοριστούν σε πέντε μόνο, τους οποίους καθόριζε με λίστα το υπουργείο Δικαιοσύνης). Και, δεύτερον, η προβληματική στάση μεγάλων μέσων ενημέρωσης, που είτε αδιαφορούσαν και απουσίαζαν είτε κάλυπταν τις δίκες με στρεβλό και μεροληπτικό τρόπο, εστιάζοντας λ.χ. στην περίπτωσή μας, στα σόου –έτσι τα αντιμετώπιζαν– Κούγια.
Τα τρία παρατηρητήρια επιδίωξαν λοιπόν να μη μένουν κλεισμένα στους τοίχους του δικαστηρίου όσα διαμείβονται στη δίκη, αλλά να γίνουν γνωστά, να μπορούν οι πολίτες να έχουν έγκυρη και άμεση ενημέρωση. Και το πέτυχαν. Έσπασαν το φράγμα του αποκλεισμού, ενώ η εγκυρότητά τους δεν αμφισβητήθηκε από καμιά πλευρά. Mέσα από τη συστηματική, μέρα τη μέρα, ώρα με την ώρα καταγραφή μπορεί ο καθένας να αποκτήσει ολοκληρωμένη εικόνα της δίκης, να μελετήσει τις λεπτομέρειες, τις αποχρώσεις, τη στάση του κάθε παράγοντα, ακόμα και να πάρει μια μικρή γεύση του κλίματος, να εστιαστεί στις πτυχές που θέλει, να βγάλει τα συμπεράσματά του. Και, βέβαια, πρόκειται για ένα υλικό με ανυπολόγιστη αξία για όποιον στο μέλλον θελήσει να μελετήσει τις δίκες αυτές – όπως μελετάμε, λ.χ. τις δίκες της Χούντας.
Το απάνθρωπο πρόσωπο της αθλιότητας
Η δίκη Λιγνάδη είναι ιδιαίτερη. Η πρώτη δίκη του ελληνικού #metoo, όπως έχει χαρακτηριστεί, αναδεικνύει ένα μεγάλο πλούτο: θέματα νομικά και δικονομικά, σχέσεις εξουσίας και συγκάλυψης, τη συνωμοσία σιωπής και το σπάσιμό της, τον ρόλο των προσώπων, τη σημασία της μαχόμενης δημοσιογραφίας. Έναν πλούτο σκοτεινό, όπως αναδύεται ιδίως μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που μπορούν να τις νιώσουν, σε όλο τους το μεγαλείο, όσοι και όσες βρίσκονται στην αίθουσα.
Θα επικεντρωθώ σε με μία μόνο όψη: τη στάση του Αλέξη Κούγια, συνηγόρου του Δημήτρη Λιγνάδη. Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι είναι από τα πιο ευτελή και απλά ζητήματα, σε σχέση με όλη τη βεντάλια που ανοίγεται. Αυτό όμως δεν το κάνει διόλου ασήμαντο. Καθώς λοιπόν το θεωρώ σοβαρό και ταυτόχρονα κατεπείγον, στέκομαι σε αυτό.
Βασικά συστατικά της στάσης αυτής είναι αφενός η επιδίωξη της τρομοκράτησης, απαξίωσης και εξευτελισμού των μαρτύρων και των δημοσιογράφων, και αφετέρου η δημιουργία εντυπώσεων, που αποσπούν την προσοχή από την ουσία.
Επειδή δεν θέλω επ’ ουδενί να αναπαράγω τις απερίγραπτες αθλιότητες –ων ουκ έστιν αριθμός– και τη βιαιότητα που εκπέμπει ο Α. Κούγιας, θα περιοριστώ σε μία μόνο, πολύ γνωστή φράση του, η οποία μοιάζει, αλλά δεν είναι διόλου, ανώδυνη: τους «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους». Όταν, πριν ακόμα την έναρξη της δίκης, ο Α. Κούγιας δηλώνει ότι οι καταγγέλλοντες είναι «επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι» έχει πολλαπλές στοχεύσεις. Πρώτον, να τους απαξιώσει: ο χαρακτηρισμός μπορεί σε εμάς να προξενεί οργή εναντίον εκείνου που τον εκστομίζει, σε ένα ευρύ κοινό όμως έχει απαξιωτικές συνδηλώσεις για τους χαρακτηριζόμενους. Δεύτερον, βάζει το στοιχείο του «επί χρήμασι»: είναι αυτοί που, όπως είπε σε μεταγενέστερες δηλώσεις του, «έχουν ως επιλογή ζωής τους να ζουν επαγγελματικά, πουλώντας το σώμα τους σε ομοφυλόφιλους» – και το πεδίο είναι ελεύθερο σε συνειρμούς: ποιος ξέρει, μπορεί να εμπορεύονται όχι μόνο το κορμί τους, αλλά και την αλήθεια. Τρίτον, θέλει να τους περιθωριοποιήσει, τραβώντας μια διαχωριστική γραμμή από τον «κανονικό» πολίτη, δικαστή, τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο» κλπ. Τέταρτον, στρέφει εκεί τα φώτα της δημοσιότητας (αρκεί να θυμηθούμε τον χαμό που –ευλόγως βέβαια– έγινε στο facebook), δίνοντας διαστάσεις χάπενινγκ στην όλη υπόθεση και αποπροσανατολίζοντας από την ουσία, τους βιασμούς ανηλίκων που κατηγορείται ότι διέπραξε ο Λιγνάδης.
Πάνω από όλα ωστόσο δεν πρόκειται για δήλωση εντυπωσιασμού, αλλά έχει βαθιά ουσία. Και η ουσία αυτή είναι αποτρόπαια. Η σημασία της φωτίζεται από μια πρόσφατη ανακοίνωση του Αλέξη Κούγια, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρει για έναν συγκεκριμένο μάρτυρα: «Είναι αδύνατον άνθρωπος που εμπορεύεται τα γεννητικά του όργανα […] και τα πουλάει σε πορνογραφικό site να είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δήθεν βιάστηκε». Είναι ανατριχιαστικό, αφού αρνείται σε αυτόν ευθέως την ανθρώπινη ιδιότητα. Το εξηγεί αποστομωτικά ο νομικός Βασίλης Σωτηρόπουλος, ο οποίος έγραψε σχετικά στο facebook (9.6.2022):
«Ο συνήγορος υπεράσπισης, δηλαδή ο ίδιος και ο κατηγορούμενος, αρνούνται το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του βιασμού σε μια κατηγορία εργαζομένων: στους σεξεργάτες. Άρα, εκεί κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς συνέπειες.
Αυτό που αρνούνται δηλαδή είναι ότι οι εργαζόμενοι στο σεξ έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν την συναίνεση, να πουν “όχι”! […]
Το επικίνδυνο δηλητήριο που εξαπολύει στην ελληνική κοινωνία αυτή η ρητορική κατάρρευση είναι ότι υπάρχουν ενήλικα και έμφρονα άτομα που δεν έχουν το δικαίωμα της συναίνεσης, άρα που δεν νοείται καν βιασμός εις βάρος τους. Άτομα, δηλαδή που κατά συνέπεια στερούνται της ανθρώπινης ιδιότητας.
[…] Οι “επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι” είναι τα παρτάλια που σύμφωνα με αυτό το νοητικό εξάμβλωμα δεν μπορούν να πουν “όχι” και αν το πουν θα είναι πάντα εκ των υστέρων και για αλλότριους σκοπούς».
Υπάρχουν και πολλά άλλα, βάναυσα και αποτρόπαια, καθώς ο Α. Κούγιας ασχημονεί καθημερινά εντός και εκτός δικαστικής αίθουσας: έκθεση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, περιγραφή φωτογραφιών με προσωπικές στιγμές και σεξουαλικές πράξεις, απειλητικές ερωτήσεις, τόνοι χυδαιότητας, διαστρεβλωτικές αναφορές στον Χατζιδάκι και τον Κουν, προσβολές, ύβρεις και ευθείες απειλές σε μάρτυρες και δημοσιογράφους.
Θα σταθώ ιδίως στον εκφοβισμό των μαρτύρων. Το να είσαι μάρτυρας και να σου ασκείται αθέμιτη πίεση και τρομοκρατία από τους δικηγόρους της άλλης πλευράς είναι κάτι αφόρητο και, εκτός των επιπτώσεων στον ψυχισμό σου, μπορεί να σε κάνει να χάσεις τα λόγια σου, να σαστίσεις, να μπερδευτείς, με άμεση επίπτωση στην κατάθεσή σου. Κι αυτό μπορεί να το καταλάβει πλήρως κανείς μόνο αν έχει καταθέσει σε δικαστήριο. Ευτυχώς, ίσως επειδή ο στόχος ήταν τόσο φανερός και επιδιωκόταν με τόσο κραυγαλέο τρόπο, δεν οδήγησε στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: οι μάρτυρες, παρά τον τραυματισμό που δέχονταν, βρήκαν τη δύναμη και είπαν όσα ήθελαν.
Αν όμως η απόπειρα τρομοκράτησης –που δεν έχει σχέση με τη σκληρή εξέταση– είναι απαράδεκτη και απεχθής σε κάθε δίκη, αυτό ισχύει πολλαπλάσια στη συγκεκριμένη. Γιατί εδώ έχουμε μια συνθήκη ιδιαιτέρως επιβαρυμένη. Χρειάζεται κάποιος ή κάποια να ξεπεράσει ένα ισχυρό πλέγμα δισταγμών, φόβων, καταναγκασμών και απαγορεύσεων (προσωπικών, ψυχολογικών, οικογενειακών, κοινωνικών) ώστε να αποφασίσει να μιλήσει δημόσια για ένα γεγονός τόσο τραυματικό όσο ο βιασμός. Και ακόμα περισσότερο για να προχωρήσει σε καταγγελία ή να καταθέσει σε ένα δικαστήριο. Πολλοί και πολλές, οι περισσότεροι και οι περισσότερες, δεν το κάνουν. Οι λίγοι που το αποφασίζουν είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε τέτοιες πιέσεις. Η πρακτική αυτή του Κούγια είναι ο ορισμός της απανθρωπιάς, αλλά έχει σαφή λειτουργικό στόχο: να τραυματίσει και να φοβίσει όχι μόνο τους συγκεκριμένους, αλλά και άλλους δυνάμει μάρτυρες, ανθρώπους που δεν έχουν μιλήσει ακόμα, και να τους αποτρέψει. Και μαζί τους, τραυματίζει, για άλλη μια φορά, ολόκληρες ευάλωτες ομάδες και κοινότητες.
Πολλά θα μπορούσα να πω για τη στάση του Κούγια, για το πώς συμπυκνώνει τα χαρακτηριστικά του ρατσισμού, του σεξισμού, της επιθετικής τρανσοφοβίας και ομοφοβίας (αν και υπερασπίζεται έναν ομοφυλόφιλο), της αντρικής ματσίλας, της επίδειξης ισχύος και της βίας, του εκβιασμού και της συκοφάντησης, του κακοποιητικού και μισαλλόδοξου λόγου, της ευτέλειας, των πρακτικών της στοχοποίησης. Θα μπορούσε να είναι λαμπρό αντικείμενο μιας –λίαν ενδιαφέρουσας– μελέτης κοινωνιολογικής και ψυχογραφικής, αλλά, πριν φτάσουμε εκεί, έχουμε πιο επείγοντα –αν και λιγότερο συναρπαστικά– καθήκοντα: πώς τον αντιμετωπίζουμε.
Τι να κάνουμε;
Η άμεση και αυθόρμητη αντίδραση είναι να φωνάξουμε, να καταγγείλουμε, να σηκώσουμε θόρυβο για όλα αυτά τα ελεεινά. Το βρίσκω απολύτως εύλογο και υγιές, σε αντιπαράθεση με μια κυνική ή αδιάφορη στάση. Και ταυτόχρονα δίκοπο μαχαίρι. Ακριβώς επειδή βασική επιδίωξη του Κούγια είναι να σηκωθεί κουρνιαχτός. Είναι μια τακτική που την ξέρουμε καλά τα τελευταία χρόνια: ποικίλα πρόσωπα, από τον Κ. Μπογδάνο μέχρι τη Α. Λατινοπούλου, δι’ αυτής της τακτικής προσπαθούν και πετυχαίνουν να γίνουν γνωστά.
Τι κάνουμε λοιπόν; Να καταστείλουμε την οργή μας, την αίσθηση του δίκιου που μας πνίγει και να σιωπήσουμε; Είναι κι αυτό πολύ προβληματικό. Άραγε οφείλουμε, αλλά και μπορούμε, να σιωπούμε; Να αφήνουμε τον Κούγια να αλωνίζει; Πώς νιώθουμε και τι μήνυμα στέλνουμε έτσι;
Πιστεύω ότι χρειάζεται στάθμιση για το πότε και κυρίως πώς αντιδρούμε· δεν υπάρχει γενικός κανόνας. Για παράδειγμα, όταν κάποιος παντελώς άγνωστος, ένας απίθανος καταχτυπιέται για να δημιουργήσει θόρυβο, δεν χρειάζεται εμείς να τον «κάνουμε άνθρωπο», να γίνουμε οι καλύτεροι αγωγοί των απόψεών του στα social media, αναπαράγοντας όσα λέει, ακόμα και διά της καταγγελίας. Μπορούμε κάλλιστα, και επιβάλλεται, να αδιαφορήσουμε.
Η περίπτωση του Κούγια όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν εντάσεται σε αυτές που μπορούμε να δείξουμε αδιαφορία. Δεν είναι κάποιος γραφικός, κάποιος «πουθενάς», αλλά ένας άνθρωπος με ισχύ, που διαχέει το δηλητήριό του (για την ακρίβεια πολλά δηλητήρια), εντός και εκτός δικαστηρίου. Καθοριστικός εδώ, καταρχάς, είναι ο ρόλος της έδρας: αυτή μπορεί να τον «μαζέψει», να του δείξει ότι μάταια δίνει ρεσιτάλ αθλιότητας, να προστατέψει τους μάρτυρες, να στείλει ένα μήνυμα και σε όλους θέλουν να μιλήσουν και διστάζουν. Αλλά προφανώς δεν έχει καμιά αξία να κάνω, διά βήματος του Ζην, συστάσεις στην έδρα – θα ήταν φαιδρό, αν μη τι άλλο. Μιλάω για εμάς.
Χωρίς να διαθέτω κάποια γενική συνταγή, αλλά αναζητώντας κατευθύνσεις, σκέφτομαι: Να μη γινόμαστε κι εμείς προαγωγοί της αθλιότητας του Κούγια (και του κάθε Κούγια), αναπαράγοντας όσα λέει, εμπλεκόμενοι σε έναν φαύλο κύκλο αθλιότητας και βίας. Να βρούμε τρόπους να εστιαζόμαστε στην ουσία της υπόθεσης και όχι στα σημεία που επιδιώκει αυτός, παίζοντας το παιχνίδι του. Να προάγουμε όσο μπορούμε τη δημοσιότητα της δίκης, να αναδείξουμε τους δημοσιογράφους και το μεγάλο τους έργο. Να στηρίξουμε τα θύματα. Να κάνουμε, όσο περνάει από το χέρι μας, ευρείες συμμαχίες: η καταδίκη των πρακτικών Κούγια είναι θέμα που πρέπει να συσπειρώσει μεγάλη γκάμα από όλο το πολιτικό φάσμα. Είναι δύσκολο, κι όσο η πόλωση εντείνεται ακόμα πιο δύσκολο, αλλά απαραίτητο και όχι ακατόρθωτο. Θυμάμαι πάντα με ανακούφιση, πριν κάποια χρόνια, την ομόθυμη καταδίκη, πέρα από κομματικά στεγανά, των εκβιαστικών πρακτικών του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου.
Το δάχτυλο να δείχνει τον Κούγια, αλλά να βλέπουμε τον Λιγνάδη
Σε όλα τα παραπάνω, πιστεύω πως το δάχτυλο μπορεί να δείχνει τον Κούγια, αλλά, πίσω από αυτόν, πρέπει να βλέπουμε τον Λιγνάδη, αναδεικνύοντας την ουσία της υπόθεσης: τους βιασμούς για τους οποίους κατηγορείται, την ανάγκη ανάδειξης της αλήθεια, τηςλογοδοσία και της απόδοσης δικαιοσύνης, το σπάσιμο του πλέγματος της συνενοχής και της συνωμοσίας σιωπής.
Κι αυτό γιατί ο Λιγνάδης ταυτίζεται με τον Κούγια και τις πρακτικές του. Εξ ονόματος αυτού ενεργεί. Όπως λοιπόν επέλεξε τον Κούγια (που ασφαλώς ήξερε το ποιόν του, και γι’ αυτό ακριβώς τον προτίμησε) και χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του, προσδοκώντας όφελος, πρέπει να υποστεί το κόστος της αθλιότητας. Και να το υποστεί στο ακέραιο: ο Κούγιας είναι ο Λιγνάδης. Και αυτό, για μένα, είναι το τελειωτικό καρφί που με πείθει για την ενοχή του. Δεν μπορώ να διανοηθώ, όσο κι αν το επιχείρησα, ότι ένας αθώος καταφεύγει σε τέτοια μέσα για να βρει το δίκιο του. Ένας διαπρεπής ηθοποιός (κάποιος που ποιεί ήθος δηλαδή), ομοφυλόφιλος ο ίδιος, χρησιμοποιεί ανενδοίαστα πρακτικές του υποκόσμου, που τσαλαπατάνε όχι μόνο τους γκέι, αλλά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνολικά: αυτό στα μάτια μου, συνιστά την πλήρη απαξίωση και καταδίκη του.
ΥΓ. Όπως σε πολλές υποθέσεις, ο ρόλος των προσώπων είναι καταλυτικός. Δεν μιλάω τώρα για τον Κούγια. Αλλά για τους δημοσιογράφους, δικηγόρους και ακτιβιστές που πήραν πάνω τους την υπόθεση. Είναι κυρίως γυναίκες. Χωρίς αυτές η υπόθεση Λιγνάδη (και άλλες του ελληνικού Metoo) θα είχαν μείνει στην αφάνεια. Αν πρέπει να αναφέρω ένα όνομα (όπως στη δίκη της Χρυσής Αυγής του Δημήτρη Ψαρρά) αυτό είναι της Ναταλί Χατζηααντωνίου. Από αυτήν ξεκίνησαν όλα, με τη συνέντευξη που πήρε από τον Νίκο Σ. Το σπουδαίο είναι ότι, ενώ κατάφερε μιας πρώτης τάξης δημοσιογραφική επιτυχία, τη χειρίστηκε με θαυμαστή ευαισθησία, και προσοχή, αλλά και με τη σταθερότητα που απαιτούνταν. Και συνέχισε με αταλάντευτα παρά τις επιθέσεις που δέχτηκε όχι μόνο από τον Κούγια αλλά και από συναδέλφους της. Της χρωστάμε πολλά. Και, όπως τα ευγενή μέταλλα –γιατί έχει βαθιά ευγένεια και ποιότητα σε αυτό που κάνει– τη λάμψη της δεν μπορούν να τη θαμπώσουν επιθέσεις, βολές και περιτρίμματα. Και ακόμα, στην εξέλιξη της υπόθεσης πρέπει να αναφέρω τις δημοσιογράφους Μαρία Λούκα και Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου. Τη Μαρία Κεφαλά και τις άλλες αλληλέγγυες.Την Εφημερίδα των Συντακτών και τον Δημήτρη Αγγελίδη που σήκωσαν μεγάλο βάρος. Τους Reporters United, το Lignadis Trial Watch και όλους τους ανθρώπους που το πλαισιώνουν. Τους μάρτυρες ΝΑ, Α, Σ και Π, τον ΒΚ και τους άλλους που βρήκαν το σθένος να μιλήσουν. Μπροστά τους υποκλίνομαι· όχι επειδή τους στοχοποιεί ο Κούγιας, αλλά επειδή η στάση τους έχει μοναδική αξία. Και σιωπώ· για να ακουστούν, καθαρά και δυνατά, οι δικές τους φωνές.
ΥΓ2. Πολλές ιδέες για το άρθρο πήρα από την εκδήλωση που οργάνωσε το Lignadis Trial Watch στις 13 Μαΐου στο Ρομάντσο. Τη συζήτηση συντόνισε, εκ μέρους του LTW η δημοσιογράφος Μαρία Λούκα. Μίλησαν η δημοσιογράφος Ναταλί Χατζηαντωνίου (Εφημερίδα των Συντακτών), η δικηγόρος Κλειώ Παπαπαντολέων, ο εκπαιδευτικός Κωστής Παπαϊωάννου (Golden Dawn Watch και Σημείο) και οι δημοσιογράφοι
Μύριαμ Πατρού και Κωνσταντίνα Μαλτεπιώτη (Reporters United / Lignadis Trial Watch), ενώ χαιρέτισαν οι δημοσιογράφοι Δημήτρης Αγγελίδης (Εφημερίδα των Συντακτών) και Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου (The Manifold), η Άννα Απέργη (Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών), η Έλενα-Όλγα Χρηστίδη (Orlando LGBT+), η Βασίλης Θανόπουλος (περιοδικό antivirus).