Η ιστορία του όρου «κατάσταση πλασματικής ή πολιτικής πολιορκίας» είναι διδακτική, μας λέει ο Αγκάμπεν.*

Ανάγεται στη γαλλική θεωρία και σχετίζεται με το διάταγμα της 24 Δεκεμβρίου του 1811 που προέβλεπε τη δυνατότητα επιβολής κατάστασης πολιορκίας, την οποία μπορούσε να κηρύξει ο αυτοκράτορας ανεξάρτητα από την πραγματική κατάσταση της πόλης που δέχεται επίθεση ή απειλείται άμεσα από τις εχθρικές δυνάμεις «όταν οι συνθήκες υποχρεώνουν σε παραχώρηση στη στρατιωτική αστυνομία περισσότερων εξουσιών και μεγαλύτερης δυνατότητας δράσης, χωρίς να είναι αναγκαίο να κηρυχθεί κατάσταση πολιορκίας».

(*Άραγε νιώθουν καθόλου την ανάγκη να αναδιπλωθούν, όλες αυτές “οι απατημένες χήρες του λοκνταουνισμού”, κατά την διατύπωση επιστήθιου φίλου ποιητή, δηλαδή όσοι αντιμετώπισαν τον Αγκάμπεν ως ξεμωραμένο, στην πρώτη φάση της πανδημίας;)

Στην πορεία είδα (από πολύ κοντά) αστυνομία να ρίχνει καπνογόνα και νερό με Αύρα σε ειρηνικούς διαδηλωτές, για το καλό μας. Όσο περνούσαν οι ώρες φαινόταν ότι αυτό ήταν το λιγότερο. Άρχισαν να δημοσιοποιούνται καταγγελίες για την οικογένεια στα Σεπόλια που ο πατέρας που είχε τραυματισμένες από την αστυνομική βαρβαρότητα τη γυναίκα και την κόρη του έπαθε έμφραγμα και φυλασσόταν με αστυνομική συνοδεία, μην τυχόν και εγκληματήσει ως εμφραγματίας. Η Σοφία Σακοράφα και ο Κρίτων Αρσένης κατήγγελλαν ότι δεν τους άφηναν να προχωρήσουν στον δρόμο προς την πρεσβεία. Σε επικοινωνία του προέδρου της Βουλής με τον υπουργό ΠροΠο έγινε σαφές ότι δεν επιτρέπονται οι πορείες, και αυτό φαίνεται ότι περιλαμβάνει και μεμονωμένους βουλευτές. Ο Κρίτων Αρσένης έκανε και επίδειξη της παρακολούθησης, με τη μορφή μαύρης κωμωδίας. Διαδηλωτές του ΚΚΕ χτυπήθηκαν και συνελήφθησαν, σε μια μέρα που ήταν φανερό ότι αν κάποιος αδιαφορούσε για τα μέτρα προστασίας από τον κορονοϊό, αυτός ήταν η αστυνομία.

Είναι πρωτόγνωρα όλα αυτά; Όχι. Μάλιστα, αν είμαστε οπλισμένοι με αρκετή ψυχραιμία, θα δούμε ότι δεν υπερβαίνουν τα όρια της αστυνομικής βαρβαρότητας στα οποία έχουμε συνηθίσει τελευταία. Και όταν λέω ότι έχουμε συνηθίσει, εννοώ και την Αύρα, που θεωρείται πολύ φυσιολογικό να χρησιμοποιείται για να διαλύσει ένα ειρηνικό πλήθος.

Τι έχει αλλάξει; Νομίζω ότι έχει αλλάξει το πολιτικό πλαίσιο. Από το τηλεφώνημα στον Βαρουφάκη με το οποίο ο υπουργός Μ. Χρυσοχοΐδης του ανήγγειλε ότι θα τον συλλάβει, μέχρι την επίθεση στους βουλευτές του ΚΚΕ.

Είναι πιο σημαντική η θεσμική πλευρά; Όχι, μπροστά σε έναν πατέρα που παθαίνει έμφραγμα και τον αντιμετωπίζουν σαν δημόσιο κίνδυνο, τα άλλα ωχριούν. Αλλά είναι σημαντικά αν θέλουμε να καταλάβουμε το σχέδιο της κυβέρνησης, που βρίσκεται πέρα από τη σαδιστική ηδονή που νιώθουν οι μπάτσοι χτυπώντας και βρίζοντας.

Δόγμα του σοκ

Εσείς αν είχατε μπροστά σας μία φυσική καταστροφή, ένα τσουνάμι που πήρε τη ζωή 250 χιλιάδων ανθρώπων και άφησε 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους άστεγους, θα σκεφτόσασταν ότι αυτό είναι μία επιχειρηματική ευκαιρία; Ότι τώρα που άδειασε η παραλία είναι επιτέλους η ευκαιρία να χρησιμοποιήσετε τα 80 εκατομμύρια δολάρια που μαζεύτηκαν στο όνομα των θυμάτων (!) για να οργανωθεί ένα τεράστιο εγχείρημα εκτοπισμού των πληθυσμών προς όφελος των κατασκευαστικών εταιρειών;

Καθώς ήρθατε σε αυτό που η Κλάιν ονομάζει disaster capitalism.

Πιστεύω ότι όταν ασκούμε κριτική είμαστε πολύ ήπιοι, γιατί δεν μπορούμε να διανοηθούμε το μέγεθος της κτηνωδίας.

Ότι δηλαδή την ώρα που βάζουν τον “Σωτήρη” να μετράει πτώματα και να κλαίει για τους παππούδες, εκείνοι αρνούνται πεισματικά να ξοδέψουν για τη δημόσια υγεία και θεωρούν την πανδημία ευκαιρία για πλουτισμό στον ιδιωτικό τομέα και καταστολή χωρίς αντίλογο. Ο Τσβάιχ γράφει στο βιβλίο του για τον Μονταίνιο ότι ο Μονταίνιος δεν ήξερε πόσα παιδιά του είχαν πεθάνει. Είναι φυσιολογικό να ακούμε με τόση απάθεια τον αριθμό των θυμάτων της πανδημίας, όταν ταυτοχρόνως ισχυριζόμαστε ότι η κυβέρνηση δεν έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα; Πότε κανείς παίρνει τα βουνά;

Αν κανείς έβλεπε κάπως καλόπιστα την κατάσταση (νομίζω ότι πολλοί προοδευτικοί άνθρωποι έχουν τέτοιες αδυναμίες) θα πίστευε ότι η κυβέρνηση θα χρειαστεί με την πλάτη στον τοίχο να απολογηθεί για την διαφαινόμενη αδυναμία της να ανταποκριθεί στο δεύτερο κύμα της πανδημίας. Να δούμε όμως τι γίνεται, να καταλάβουμε δηλαδή πώς λειτουργεί το δόγμα του σοκ. Δεν απολογούνται για τίποτα. Δεν ζητούν συγγνώμη, δεν παραδέχονται λάθη και αδυναμίες, απλώς ψεύδονται και επιτίθενται σε άλλα μέτωπα.

Αυτό που συνέβη την ημέρα του Πολυτεχνείου είναι χαρακτηριστικό αυτής της στρατηγικής: ξέρουν ότι έρχονται αντεργατικά νομοσχέδια, τα οποία θα προκαλούσαν υπό κανονικές συνθήκες λαϊκή κατακραυγή, διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Μέσα στην ανατριχίλα της καθημερινής καταμέτρησης πτωμάτων, οι άνθρωποι που ευθύνονται για αυτούς τους θανάτους δεν κοκκινίζουν και δεν απολογούνται. Απλώς σχεδιάζουν τα επόμενα βήματα: η καταστολή είναι ένα διπλό παιχνίδι.

Δύο καλοί λόγοι για να ενισχύσεις την αστυνομική βαρβαρότητα αν είσαι το κράτος

Το παιχνίδι αυτό παίζεται σε δύο επίπεδα. Πρώτον, ικανοποιεί ένα κομματικό κοινό της δεξιάς που απολαμβάνει τα ανοιγμένα κεφάλια αριστερών, τους φυλασσόμενους εμφραγματίες, απολαμβάνει την επίθεση στο ΚΚΕ. Όσο και αν εμείς τρομάζουμε και αποστρεφόμαστε τη βία, τα ίδια περιστατικά τα βλέπουν με αγαλλίαση, όπως ο ήρωας στο Κουρδιστό Πορτοκάλι που του δείχνουν τα πάθη του Ιησού και ταυτίζεται με τον Ρωμαίο που μαστιγώνει, αντί για τον Ιησού. Όπως μου έλεγε φίλος δημοσιογράφος, είναι ο ίδιος κόσμος που είδε το χαστούκι στην Κανέλλη και ανέβασε τα ποσοστά της χρυσής αυγής. Που έκανε παράπονα στον Μπογδάνο ότι δεν έδειρε αρκετά η αστυνομία.

Αυτή είναι η μία πλευρά, για την οποία λέω ότι δεν έχουμε σταθμίσει επαρκώς ότι η αστυνομική βία είναι πρόβλημα για μας, αλλά ένα κομμάτι της κοινωνίας ακούει γι’ αυτή και δεν του δημιουργεί κανένα αρνητικό συναίσθημα. Πίνει το καφεδάκι του διερωτώμενος γιατί δεν δείραν κι άλλους.

Το δεύτερο επίπεδο είναι η αλλαγή ατζέντας, σε σχέση με τα της πανδημίας. Η συζήτηση για την αστυνομική βία σημαίνει εστίαση σε απείθαρχους πολίτες και “αναγκαστικότητα της βίας”, ένα ηχηρό “τι να κάναμε κι εμείς”, που αναφωνούν οι χρυσοχοΐδηδες του κόσμου τούτου.

Γιατί το ονομάζω δόγμα του σοκ; Το βασικό επιχείρημα του βιβλίου της Κλάιν είναι ότι σε συνθήκες σοκ ο λύκος χαίρεται και ζητάει να πάρει τα πάντα, και ο κόσμος υπομένει τα πάνδεινα σε κατάσταση ζαλισμένου μποξέρ πριν το νοκ άουτ.

Αυτό συμβαίνει σήμερα. Εκεί που εμείς σκεφτόμαστε πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτή η βαρβαρότητα, η κυβέρνηση απολαμβάνει την ανατριχίλα μας, η οποία αποτελεί την καλύτερη εγγύηση ότι δεν θα αντισταθούμε.

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα στόμφου και ανοησίας, που είναι το κλασικό προφίλ δεξιού δικηγόρου θείου σε οικογενειακό τραπέζι. Μίλησε λοιπόν με αυτό το ψευδοποιητικό ύφος για τις ανέμελες μέρες, για τους δρόμους που μεταφέρουν αρρώστιες και ιούς.

Ποίηση Χρυσοχοΐδη και νεολαία

Η άποψη του Χρυσοχοΐδη για τον δρόμο είναι πολύ παλιά, από τότε που στο Βυζάντιο κατηγορούσαν τα παιδία τα «έξω που πλανώμενα» και μέχρι ένα διδακτικό εγχειρίδιο του 1842 που έγραφε ότι «το φρόνιμον παιδίον ποτέ δεν παίζει εις δρόμους και δημοσίας πλατείας». Ο δρόμος ήταν πάντοτε κακόφημος, γι’ αυτό και το λαϊκό ρητό «στις πλατείες κολλάει, στα λεωφορεία δεν κολλάει» βασίζεται ακριβώς σε αυτή τη βαθιά ριζωμένη στην ιστορία ηθικολογία του Χρυσοχοΐδη, που βλέπει στον δρόμο όλα τα κακά της γης. Καλά κάνει. Κι εμείς καλά κάνουμε, να βλέπουμε τον δρόμο ως πεδίο “της αναρχικής επίδρασης της παιδικής παρέας”, όπως έλεγε μια ιστορικός του παιχνιδιού.

Από τα σαχλά ρεπορτάζ για τη θερινή ακολασία των νέων μέχρι το ξύλο στις πλατείες, έχουμε μπροστά μας ένα πρόγραμμα ενοχοποίησης των νέων. Όπως έλεγε ο συνταγματάρχης Λαδάς για το ξύρισμα της κεφαλής των τεντιμπόιδων, «ειδικώς επ’ αυτού του θέματος, επειδή εγώ ησχολήθην εμπράκτως, επιτρέψατέ μου να σας ειπώ ότι, όταν τους συνελάμβανα και τους εκούρευα, δεν το έκανα διά να τους κόψω τα μαλλιά, αλλά διά να τους κόψω τη νοοτροπία, που ήταν καταστρεπτική και γι’ αυτούς τους ιδίους αλλά και για την πατρίδα».

Νομίζω ότι τώρα πια και οι πιο δύσπιστοι θα έχουν καταλάβει ότι εδώ δεν κρίνεται κανένα υγειονομικό ζήτημα, στις πορείες. Το έγραψε εκτενώς ο Ν. Μπογιόπουλος, μαζεύοντας αρκετές από τις σχετικές αναφορές σε έρευνες.

Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι στην πορεία του Πολυτεχνείου μπόρεσε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να αμφισβητήσει έμπρακτα υγειονομικές οδηγίες. Αυτό δεν θα ήταν δυνατό αν δεν είχε πρώτα φθαρεί ο υγειονομικός τρόπος διαχείρισης της πολιτικής που έχει δοκιμάσει να επιβάλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης εδώ και μήνες. Αυτό έχει αρχίσει να αποδομείται σταδιακά από τότε που ο Σωτήρης Τσιόδρας μάς εξηγούσε γιατί δεν μπορούν να πάρουν λεωφορεία, από τότε που η επιτροπή ανεχόταν τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να λέει ότι δεν έχει τεθεί το ζήτημα των εκκλησιών, από την αδιανόητη παραδοχή Μαγιορκίνη ότι δεν υπήρξε επιστημονική εισήγηση της επιτροπής για τις πορείες, αλλά ο πρωθυπουργός είπε απλώς για μία ακόμη φορά ψέματα.

Με όλα αυτά κατάφεραν μέρα τη μέρα να υπονομεύσουν την υγειονομική αφήγηση και να προκαλέσουν όχι μόνο την πολιτική συνέπεια της παραβίασης των εξωφρενικών μέτρων για τον περιορισμό των πολιτικών συγκεντρώσεων, αλλά κυρίως την ίδια τη δυνατότητά τους να πείθουν τον κόσμο ότι μιλούν πράγματι για την πανδημία, όταν μιλούν για την πανδημία. Κι έτσι φτάνουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι θα είμαστε όχι απλώς αβοήθητοι, αλλά θα μαχόμαστε σε ακόμη περισσότερα μέτωπα.

 

Ένα γεμάτο κανόνι, μέχρι να έρθει η ώρα να βροντήξει δεν έχει να πει τίποτα.
Χ. Μέλβιλ

Αυτό που κρίνεται είναι ένα πείραμα σε εξέλιξη.

Όπως έγραφε ο Μπένγιαμιν,

η παράδοση των καταπιεσμένων μάς διδάσκει ότι “η κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία ζούμε είναι ο κανόνας”. Θα πρέπει να φτάσουμε σε μία σύλληψη της ιστορίας που να ανταποκρίνεται σε αυτή την κατάσταση. Τότε θα είναι οφθαλμοφανές το χρέος μας να προκαλέσουμε ως συμβάν την αληθινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Η κυβέρνηση αδιαφορεί για την υγεία των πολιτών. Επίσης, την επικαλείται ψευδώς για να προωθήσει την πολιτική της ατζέντα. Αυτό σημαίνει πως όσοι νοιαζόμαστε για την υγεία μας αλλά δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις ότι έχουμε σύμμαχο τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην αγωνία μας, θα πρέπει να ανταποκριθούμε σε αυτή την πρόκληση με θάρρος και αποφασιστικότητα.

Να αρχίσουμε δηλαδή να μιλάμε. Αν θυμάστε αυτό το “θα λογαριαστούμε μετά” του πρώτου κύματος, εννοώ ότι είμαστε ήδη εκεί.