Θυμάμαι μια γελοιογραφία που δείχνει σε ένα νεκροταφείο ως επιτύμβιο επίγραμμα το «Κι εμείς αφήσαμε δουλειές στη μέση». Μπροστά στον θάνατο αναφωνούμε «ζωή σε μας» και μπροστά στην αρρώστια αναφωνούμε «πάνω απ’ όλα υγεία». Αυτό που σκέφτομαι κάθε φορά απέναντι σε αυτές τις τόσο κοινές αντιδράσεις είναι πόσο διαρκεί το σοκ. Όλα μοιάζουν ασήμαντα μπροστά στην αρρώστια και τον θάνατο. Κι όμως, η ρουτίνα έχει τη δύναμη να ανασυντάσσεται και να διεκδικεί τα δικαιώματά της. Να διαγράφει την αρχική ταραχή και να μας επιστρέφει αμέριμνη στην ανοησία των καθημερινών καβγάδων.
Καθώς πλησιάζει η επέτειος του θανάτου του Εφήμερου, και με πρόσθετη αφορμή τον θάνατο ενός μικρού παιδιού πριν από λίγες μέρες, σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω πώς γίνεται η τραγωδία να εμφανίζεται τόσο μεγαλειώδης και να χάνεται τόσο γρήγορα. Πώς γίνεται μικροπρεπείς έγνοιες να αντικαθιστούν τόσο γρήγορα τη θεμελιώδη επίγνωση του θανάτου.
Τι θα ήταν λοιπόν το memento mori, το παράγγελμα «να θυμάσαι ότι είσαι θνητός», μέσα στη ζωή ενός γραφείου; Στο Άγιο Όρος θα ήταν αυτό το κρανίο που κρατάει ο μοναχός στο κελί του για να έχει μνήμη θανάτου. Πώς είναι λοιπόν ένα γραφείο με κρανίο για παρέα; Έτσι είναι για μας η άδεια θέση του Εφήμερου στο γραφείο.
Είναι δυνατή μια ζωή που να βασίζεται σε αυτή τη μνήμη; Όταν πέθανε ο Εφήμερος συνάντησα έξω από το ThePressProject έναν κοινό μας φίλο από τα Μελίσσια, που τον ξέρω εδώ και τριάντα χρόνια. Τον ρώτησα πώς είναι, και μου απάντησε: «Είμαστε καλά και δεν το ξέρουμε», εννοώντας ακριβώς τη ματαιότητα των καθημερινών μας φροντίδων.
Κι όμως έχω την εντύπωση πως η ζωή ενός ανθρώπου που π.χ. δεν βρίσκει κανένα νόημα στη δουλειά του, δεν ανατρέπεται επειδή σκέφτηκε ξαφνικά πως θα πεθάνει. Ο μαυροφορεμένος μοναχός διαλαλεί πως «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα». Ο άνθρωπος του γραφείου δεν μπορεί παρά να επανέλθει, μετά το σοκ, στη βασική αλήθεια της ζωής του: πως τίποτε δεν έχει νόημα, όχι γιατί η ζωή θα τελειώσει, αλλά ακριβώς γιατί η ζωή θα επιστρέψει.
Ο Γιώργος Ιωάννου έγραφε στο περιοδικό του, το φυλλάδιο:
Στο Θέατρο Αποθήκη όπου βοηθάω λίγο την Αλίκη Γεωργούλη για τις Κουβέντες της Δευτέρας θέλαμε κάποτε να παρουσιάσουμε κάτι αιωνόβιες γριές των γραμμάτων και να τις βάλουμε να συζητάνε. Όταν ήρθε ο λόγος για το σκηνικό, για το κάποιο φόντο έστω, που θα δημιουργούσε ατμόσφαιρα, της λέω της Γεωργούλη: το χρώμα πρώτα-πρώτα να είναι μωβ. Μωβ με μερικές χρυσές γιρλάντες. Και να έχουμε από πίσω τους ένα πάλι μωβ αλλά αρκετά διάφανο παραπέτασμα, το οποίο σε ορισμένες στιγμές να φωτίζεται εσωτερικά και να διακρίνονται στεφάνια κηδειών, φέρετρα, σταυροί και μνημόσυνα. Μόλις, λοιπόν, οι γριές θα λένε καμιά μεγάλη κουβέντα, όπως «σκοπεύω να γράψω αυτό και σκοπεύω να κάνω εκείνο» να ανάβουν τα φώτα πίσω από το παραπέτασμα και να φαίνονται σειόμενα ελαφρά τα μακάβρια σύμβολα. Κατόπιν να συνεχίζεται κανονικά η κουβέντα.
Κρατώ από αυτή τη σκηνοθεσία το «Κατόπιν να συνεχίζεται κανονικά η κουβέντα». Έτσι γίνεται πάντα, μοιραία: συνεχίζεται κανονικά η κουβέντα. Αρνητική εξαίρεση είναι ο τσακισμένος άνθρωπος, η μάνα που θάβει το παιδί της. Αλλαγή σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να μπορέσει να ξανασκεφτεί τη ζωή πέρα από την τραγωδία. Ούτε που το βάζει ο νους μου, με πόση επιστράτευση δυνάμεων στέκονται όρθιες αυτές οι γυναίκες.
Το απαισιόδοξο συμπέρασμα αυτής της σκέψης είναι ότι είμαστε εκτεθειμένοι ταυτοχρόνως και στα χτυπήματα της τραγωδίας, αλλά και στην ασημαντότητα της καθημερινής φθοράς. Δεν θα μας κάνει δηλαδή καν το χατίρι η τραγωδία να μας εξαγνίσει.
Δεν θέλω να γίνω υπερβολικός: δεν θα μας χτυπήσει όλους η συμφορά. Σε κάποιους η ζωή μπορεί να μας κάνει το χατίρι να φύγουμε με τη σειρά που ήρθαμε, πρώτα οι γονείς και μετά τα παιδιά, που είναι το περισσότερο που μπορούμε να ζητήσουμε. Επίσης η καθημερινότητα μπορεί εκτός από φθορά να προσφέρει χαρές. Αλλά φοβάμαι ότι ανεξάρτητα από τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργεί για λίγο ο ισχυρός πόνος, δεν θα υπάρξει για κανέναν η στιγμή του «Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» της Καινής Διαθήκης, η αποκάλυψη που οδηγεί σε άλλη ζωή.
Αυτά για τους πολλούς. Ο Κώστας ανήκει και από αυτήν την άποψη σε μία αόρατη μειοψηφία. Μετά τα γεγονότα του περασμένου Οκτωβρίου στο ThePressProject, αποφάσισε να αλλάξει και άλλαξε. Γύρισε τις χαρακιές της παλάμης του και άλλαξε το καθημερινό του πρόγραμμα, δηλαδή το μόνο που έχει σημασία στη ζωή ενός ανθρώπου. Είπε ότι ήταν λάθος του που δεν έβλεπε τα παιδιά του και τη γυναίκα του και ξεκίνησε από τον Οκτώβριο μέχρι το θάνατό του να ξυπνάει το πρωί μαζί τους και να γυρίζει το απόγευμα νωρίς στο σπίτι. Ο Εφήμερος όμως, το είπαμε, δεν έμοιαζε με κανέναν.
Αλλά και πάλι σκέφτομαι ότι το γεγονός πως μπόρεσε να αλλάξει το καθημερινό του πρόγραμμα οφείλεται στο σκαρί του, όχι σε μία αποκαλυπτική εμπειρία. Επιστρέφω λοιπόν στο αρχικό μου ερώτημα: μπορεί να υπάρξει μία εμπειρία που να είναι σταθμός στη ζωή ενός ανθρώπου;
Στον έναν χρόνο που πέρασε από τον θάνατο του Κώστα χρειάστηκε να προσπαθήσω να καταλάβω πώς διαχειριζόταν το ThePressProject. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μόνο να αυξηθεί ο θαυμασμός που ένιωθα πάντα για τον Κώστα, στα όρια του δέους, για το τι έκανε, τι συνέβη και κυρίως τι έδωσε και τι ρίσκαρε σε αυτήν την ιστορία.
Όταν αποφάσισα να κάνω διδακτορική διατριβή για τον Σοφοκλή με ενδιέφερε ο ηρωισμός. Με ενδιέφερε δηλαδή ο άνθρωπος που το μπόι του ξεκινάει πάνω από το κεφάλι του. Και ένα από τα πρώτα πράγματα που με είχαν συναρπάσει στην ανάγνωση των τραγωδιών του Σοφοκλή ήταν ότι η Ισμήνη αλλάζει γιατί έχει δίπλα της την Αντιγόνη. Πιστεύω ότι η τραγωδία δεν μπορεί να συνεφέρει έναν άνθρωπο, μπορεί ενδεχομένως να τον τσακίσει, αν δεν ξανακαταφέρει να σταθεί όρθιος, αλλά όχι να τον ανανεώσει. «Η κρίση ως ευκαιρία» δεν ανήκει στο λεξιλόγιο του τραγικού. Η γνωριμία όμως με ένα ανθρώπινο πρότυπο που ξεπερνά αυτά που γνωρίζουμε, μπορεί να μας αλλάξει. Δεν θέλω καθόλου να υπαινιχθώ ότι έχω αλλάξει ή, πολύ περισσότερο, ότι φτάνω στο δαχτυλάκι της τόλμης και της ευφυίας του φίλου μου του Κώστα. Το ερώτημά μου είναι τι μπορεί να αλλάξει έναν άνθρωπο. Μία τραγική στιγμή φοβάμαι ότι είναι πολύ δύσκολο να μας αλλάξει, γιατί το σοκ διαρκεί μόνο για την οικογένεια, και για ελάχιστους ακόμα. Η γνωριμία όμως με έναν άνθρωπο που όμοιό του δεν γνωρίσαμε, μπορεί να μας αλλάξει, υπό την έννοια ότι αλλάζει η αντίληψή μας για το τι είναι εφικτό. Δεν παινεύομαι ότι το έχω καταφέρει. Λέω όμως με πλήρη συνείδηση ότι έχει αλλάξει η εικόνα που έχω για το τι μπορεί να κατορθώσει κανείς και με ποιο κόστος.