Στα μέσα Ιουνίου του 2019, με υπουργική απόφαση του τότε υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, δημιουργήθηκε μία λίστα με 10.119 ακίνητα του Δημοσίου, τα οποία επρόκειτο να περάσουν στο Υπερταμείο. Η δημοσιοποίηση της λίστας προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, καθώς όταν οι κωδικοί των ακινήτων ταυτοποιήθηκαν, αποδείχθηκε ότι δεν είχε γίνει καμία διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες κι επίσης, ότι ανάμεσά τους βρίσκονται 2.329 μνημεία και αρχαιολογικοί χώροι.

Το υπουργείο Οικονομικών και το υπουργείο Πολιτισμού, σε πολλές ανακοινώσεις τους, ουσιαστικά υπονόησαν ότι η λίστα καταρτίστηκε βιαστικά κι έχει λάθη, υποσχόμενα πολλές φορές ότι η λίστα θα αναθεωρηθεί και ότι «δεν θα μεταβιβαστεί κανένα ακίνητο που υπάγεται στις σχετικές εξαιρέσεις» του νόμου του 2016, στον οποίον βασίστηκε η υπουργική απόφαση.

Τελικά, οι αρχαιολογικοί χώροι είχαν εξαιρεθεί, ωστόσο το ζήτημα των οπολοίπων, περίπου 8.000 ακινήτων παρέμενε.

Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει οι δήμοι Αλίμου, Ελληνικού-Αργυρούπολης, Χαλανδρίου, Καλαμαριάς, Χανίων και Ωραιοκάστρου, ενώ η απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της, ανεξάρτητα από το εάν προσέφυγε κάποιος Δήμος ή όχι.

Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ με μια σειρά αποφάσεων του (929-934/2020) ακύρωσε τη μεταβίβαση στην ΕΤΑΔ 10.119 ακινήτων που είχαν συνολικό εμβαδόν 511.357.451 τ.μ. και συνολική δομημένη επιφάνεια 22.601 τ.μ., τα οποία είναι κατοχυρωμένα στο Εθνικό Κτηματολόγιο, απορρίπτοντας και την παρέμβαση υπέρ του κύρους της υπουργικής απόφασης της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας (Υπερταμείο).

Στο σκεπτικό αναφέρεται ότι η προσβαλλόμενη υπουργική πρέπει να ακυρωθεί «καθώς εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να έχει εξεταστεί για τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα εάν υφίσταται η συνδρομή των αναγκαίων εκείνων προϋποθέσεων που προβλέπουν στη νομιμοποίηση της μη υπαγωγής τους στην κατηγορία των εξαιρουμένων από την μεταβίβαση, ενώ δεν είχε τηρηθεί η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία ταυτοποίησης και ελέγχου των μεταβιβαζομένων ακινήτων, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πρέπει να εξαιρεθούν ή όχι από την μεταβίβαση, προσθέτουν οι σύμβουλοι Επικρατείας». Μάλιστα, όπως σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας «η διαδικασία ελέγχου ξεκίνησε 26.6.2018, δηλαδή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης», και κατά συνέπεια η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση όσο και οι υπόλοιπες συμπροσβαλλόμενες, εκδόθηκαν χωρίς προηγουμένως να εξεταστεί, όπως απαιτεί ο νόμος 4389/2016, η νόμιμη προϋπόθεση της μη υπαγωγής των μεταβιβαζομένων ακινήτων στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 19 του εν λόγω νόμου 4389/2016.