των Θάνου Καμήλαλη και Μηνά Κωνσταντίνου

Μετά και την τοποθέτηση του Πάνου Σκουρλέτη στην θέση του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ. η ανακοίνωση του ανασχηματισμού μπαίνει στην τελική ευθεία.Τους τελευταίους μήνες, καθώς η απόφαση για ανασχηματισμό μετά τον 15άυγουστο και πριν τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ήταν ειλημμένη απο καιρό, ο Πρωθυπουργός δέχεται δύο αντικρουόμενες εισηγήσεις για το «στίγμα» του ανασχηματισμού. 

Η πρώτη προκρίνει το νέο άνοιγμα προς την κεντροαριστερά, αλλά και στην κεντροδεξιά, με πιθανά ονόματα που κυκλοφορούν από δημοσιογραφικές πληροφορίες αυτά του Γιάννη Ραγκούση, της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, αλλά και της «καραμανλικής» Κατερίνας Παπακώστα, αν και παράλληλες πληροφορίες απορρίπτουν τα παραπάνω ονόματα. Ενδεικτικό της τάσης πάντως που υπάρχει προς αυτόν τον προσανατολισμό, είναι το γεγονός πως ακούγεται έντονα έως και το όνομα του Σταύρου Μπένου.

Βασικό επιχείρημα εδώ είναι η προσπάθεια συγκρότησης ενός «δημοκρατικού – προοδευτικού μετώπου», απέναντι στην ακροδεξιά πτέρυγα που κυριαρχεί στη Νέα Δημοκρατία και θέτει την ατζέντα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υποστηρίζεται επίσης ότι με την όλο και μεγαλύτερη επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο, η ΝΔ θα αναγκαστεί να κινηθεί ακόμα περισσότερο προς την ακροδεξιά.

Η δεύτερη, προτείνει τη συνέχιση της διακυβέρνησης με τις δυνάμεις των ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, που, με την τοποθέτηση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στις νευραλγικές κυβερνητικές θέσεις, θα επιχειρήσει να δώσει το πρόσημο της «αλλαγής πλεύσης» μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, αλλά και της «ώρας της Αριστεράς στην εξουσία», χωρίς τον εξονυχιστικό έλεγχο των δανειστών στα δημοσιονομικά και τη διαχείριση του τρίτου μνημονίου.

Στο επιχείρημα για την «κατάληψη του κέντρου» αυτή η άποψη υποστηρίζει ότι λόγω της προεκλογικής πόλωσης, που αναμένεται να είναι εκτεταμένη, ο χώρος του κέντρου θα αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να διαλέξει στρατόπεδο και έτσι μέρος του θα απορροφηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να χρειαστεί το κόμμα να κινηθεί προς αυτόν.

Το επιτελείου του Μαξίμου προετοιμάζεται εδώ και εβδομάδες για κάθε ενδεχόμενο, ενώ δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και μία μέση λύση, που θα επιχειρήσει να δώσει διττό μήνυμα. Τοποθέτηση δηλαδή στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στις βασικές θέσεις και χρησιμοποίηση κάποιων εξωκοινοβουλευτικών υπουργών σε μικρότερης βαρύτητας υπουργεία, που είτε εκτιμάται ότι δεν έχουν σημαντικό χαρτοφυλάκιο, είτε δεν αναμένεται να χρειαστεί να παράξουν σημαντικό έργο την επόμενη χρονιά. Τέτοια, για παράδειγμα, είναι το υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης, αρμοδιότητες του οποίου έχουν μεταβιβαστεί εδώ και καιρό στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ή το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, το οποίο «έχει μπει στις ράγες», με την ίδρυση του διαστημικού οργανισμού. Διερευνητικές επαφές πάντως έχουν γίνει εδώ και μήνες, ακόμα και με βουλευτές του «μεσαίου χώρου», που όμως εξέφρασαν, μεταξύ άλλων, τον προβληματισμό για την προσωπικής τους φθορά από την συμπόρευση με μία κυβέρνηση που οδεύει στο τέλος της θητείας της.

Από τα παραπάνω δεν λείπουν και οι εσωκομματικές κόντρες και έριδες στο εσωτερικό του κόμματος, που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφέρει να κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με υπουργούς να επιθυμούν πιο κεντρική και σημαίνουσα θέση στην κυβέρνηση.

Δύσκολο σταυρόλεξο για την κυβέρνηση συνιστά το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, που από την αρχή ήταν μη αρεστό στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελεί ίσως το πλέον φτωχό σε ονοματολογία, ωστόσο οι πληροφορίες του TPP δείχνουν σε στέλεχος που έχει μακρά ιστορία στο κόμμα και έχει δοκιμαστεί ήδη στη διαχείριση των σωμάτων ασφαλείας. Μετά την τραγωδία στο Μάτι αλλά και «καρατόμηση» Τόσκα μάλιστα, η πεποίθηση αυτή έχει ενταθεί. Σχεδόν δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η δημιουργία ενός αυτόνομου βραχίωνα Πολιτικής Προστασίας, χωρίς να είναι ξεκάθαρο εάν θα υπάγεται στο υπουργείο Εσωτερικών ή το Προστασίας του Πολίτη.

Ένα ακόμη πεδίο τριβών απλώνεται γύρω από το όνομα του Νίκου Παππά, που φαίνεται να θεωρεί πως δέχθηκε τις σφοδρότερες βολές της αντιπολίτευσης εξαιτίας του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες. Στη συνέχεια «υποβιβάστηκε» μετακινούμενος στο υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, και πλέον δεν διστάζει να εκφράσει επιδιώξεις για υπουργείο με πολύ σημαντικότερο χαρτοφυλάκιο. Στο ίδιο πεδίο αντιπαραθέσεων εντάσσεται και το όνομα του υπουργού Υποδομών, Χρήστου Σπίρτζη, που αφενός κρίνεται πως έχει παράξει έργο με το παρόν χαρτοφυλάκιο, και αφετέρου η τύχη του θα κρίνει και το μέτρο δυνάμεων του Ν. Παππά. Σε κάθε περίπτωση, θεωρείται από τα πρόσωπα που εκτιμά ο Αλέξης Τσίπρας, κυρίως λόγω της πασοκογενούς καταβολής του και της «γνώσης» των κρατικών μηχανισμών.

Αμετακίνητοι, όπως διακινείται εδώ και μέρες, φαίνονται να είναι εκτός συγκλονιστικού απροόπτου ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στο υπουργείο Οικονομικών και ο Νίκος Κοτζιάς στο υπουργείο Εξωτερικών, καθώς το διπλωματικό του έργο θεωρείται σημαντικό και τα θέματα σε εξέλιξη είναι πολλά. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τον Πάνο Καμμένο στο υπουργείο Άμυνας, με μόνη διαφορά ότι μια μετακίνησή του θα συνδεθεί με τους ενδοκυβερνητικούς συσχετισμούς με τους ΑΝΕΛ. Στον αντίποδα, υπουργοί όπως η Λυδία Κονιόρδου και Γιάννης Τσιρώνης, η πλάστιγγα φαίνεται να γέρνει προς την μη παραμονή τους στο κυβερνητικό σχήμα.

Ανεξάρτητα από την τελική απόφαση του Αλέξη Τσίπρα, τα ονόματα της νέας κυβέρνησης θα είναι μόνο μία επί του πρακτέου απόδειξη της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης. Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να εξελίσσεται και στα δύο μέτωπα. Από τη μία το κάλεσμα σε μία «νέα αρχή», με την «Αριστερά στην εξουσία» και από την άλλη το κάλεσμα στον κεντρώο χώρο για σύμπραξη, όπως για παράδειγμα εκδηλώθηκε με το προσκλητήριο Δραγασάκη – Παππά για τη δημιουργία «αντιδεξιού μετώπου».

Ανάλογη τακτική, με πιο οξύ λόγο βέβαια από κάποια στελέχη, ακολουθεί και η Νέα Δημοκρατία, με δηλώσεις όπως αυτές των Μάκη Βορίδη και Άδωνι Γεωργιάδη για τις «παρεμβάσεις στους θεσμούς για να μην κυβερνήσει ξανά η Αριστερά» από τη μία και τα καλέσματα Μπακογιάννη σε Ποτάμι και Κίνημα Αλλαγής για συνεργασία.