Του Τσάρλυ Έμπερτ*

Μια εποχή έφτασε στο τέλος της. Και το έκανε όχι με έναν κρότο, μα με έναν ψίθυρο. Από τα τέλη του 2019 ως και τα μέσα του 2020, το μεγάλο όνειρο του προοδευτικού αριστερού κοινοβουλευτισμού στον Αγγλοαμερικανικό κόσμο, κατέρρευσε σα χάρτινος πύργος. Πρώτα ήρθε η ήττα των Εργατικών του Κόρμπυν στη Βρετανία, ύστερα η κλιμακούμενη κατάρρευση του προεκλογικού αγώνα του Μπέρνυ Σάντερς, μετά την Σούπερ Τρίτη. Τον Απρίλη ο Κηρ Στάρμερ ανέλαβε χωρίς εντάσεις την ηγεσία των Εργατικών, ως η επιλογή της συντριπτικής πλειονότητας των μελών, και, την 6η Ιουνίου ο Τζο Μπάιντεν έγινε και επίσημα ο υποψήφιος των Δημοκρατικών. Και στις δύο περιπτώσεις, το κεντρώο κομματικό κατεστημένο γέλασε τελευταίο.

Αυτή η συντριβή της εκλογικής στρατηγικής της προοδευτικής αριστεράς είναι ακόμη πιο φανερή όταν κοιτάξουμε πέρα από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Πληγείσα από κατηγορίες περι «πατριωτικού» δολώματος με στόχο την λευκή ψήφο και αντι-μεταναστευτική πολιτική, η υποστήριξη προς το Μελανσόν κατέρρευσε στη Γαλλία, ενώ στην Ισπανία η αριστερά είναι και πάλι όμηρος του παραδοσιακού πυρήνα του [σοσιαλδημοκρατικού] PSOE. Στην Ελλάδα, ο Σύριζα άνοιξε το δρόμο για την παλινόρθωση της Νέας Δημοκρατίας. Δεν υπάρχει ριζοσπαστικό κομματικό κίνημα άξιο λόγου στην Ιταλία ή τη Γερμανία. Μια χούφτα τύπων που κάποτε ήταν στον IRA φαίνεται να είναι οι μόνοι, στη Δύση, που στηρίζουν ακόμη το είδος αυτό [της προοδευτικής αριστεράς που κατεβαίνει σε εκλογές με στόχο την εξουσία].

Και, φυσικά, η Ευρώπη δεν είναι η μόνη. Στη Λατινική Αμερική, ότι απομένει από την ιστορική «Ροζ Παλίρροια» έχει περιοριστεί σε ένα μικρό αριθμό περιχαρακωμένων κυβερνήσεων, που δέχονται επιθέσεις και από εντός και από εκτός.

Εγκλωβισμένοι στα προνόμια της κρατικής εξουσίας που κατέχουν, οι κυβερνήσεις, στη Βενεζουέλα και τη Νικαράγουα, καταφεύγουν ολοένα και περισσότερο στην αστυνομία και τον στρατό για να κρατηθούν όρθιες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να ευχαριστηθείς βλέποντας ποιές είναι οι δεκάδες πλευρές που πολεμούν εναντίον τους. Δεν μπορείς. Αλλά ούτε ο Μαδούρο, στη Βενεζουέλα, ούτε ο Ορτέγκα, στη Νικαράγουα, κυβερνούν από αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως Θέση Ισχύος.

Πως συνέβη αυτό; πως η ριζοσπαστική αριστερά έφτασε να ενσωματωθεί σε μια σειρά εν τέλει καταδικασμένων εκλογικών σχεδίων, παραδοσιακά ξένων προς εμάς; τι μπορούμε να μάθουμε από αυτά; είναι καιρός να αρχίσουμε να γράφουμε τον επικήδειο της Εκλογικής μας Περιόδου.

Η Εκπαραθύρωση της Επανάστασης

Τη δεκαετία του ’70 και του ’80 ο «Ευρωκομμουνισμός», μια ρεφορμιστική προσπάθεια να «εκδυτικιστούν» έσωθεν τα κομμουνιστικά κόμματα, προς μία εκλογική, «δημοκρατική» και μη-σοβιετική κατεύθυνση, ήταν στα χείλη όλων. Ήταν αληθινή η πίστη ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας θα σαρώσει στις πρώτες μεταδικτατορικές εκλογές και το 1976, στη Ιταλία, το PCI (ΚΚΙ) ήταν πιο κοντά στη νίκη από ποτέ. Το 1981, στη Γαλλία, γιόρταζαν την εκλογή της πρώτης αριστερής κυβέρνησης από τον Β’ ΠΠ. Σε αυτό το κλίμα ακριβώς μπόρεσε να θεωρητικοποιηθεί ο Ευρωκομμουνισμός.

Αυτό το νέο ιδεολογικό πακέτο αφορούσε πάνω από όλα στην επισημοποίηση (formalization) του de facto ρεφορμισμού μες στα Ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα. Μέχρι τη δεκαετία του ’50 ήταν ήδη σαφές ότι κανένα κομμουνιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης δεν επρόκειτο να υποκινήσει καμμιάν επανάσταση. Αντιθέτως: το 1968, το PCF χρησιμοποίησε ακόμη και βία για να σταματήσει κάτι τέτοιο στη Γαλλία. Το PCE στην Ισπανία ξεκαθάρισε ότι σεβόταν το μετα-Φραγκικό σύνταγμα και το PCI έφτασε στο «ιστορικό συμβιβασμό», αποδεχόμενο τη συμφωνία να μοιραστεί την εξουσία με τη δεξιά. Τα τρία πιο μαζικά, «επαναστατικά» κόμματα της Δυτικής Ευρώπης είχαν γυρίσει την πλάτη τους στην επανάσταση.

Η ραγδαία παρακμή των κομμουνιστικών κομμάτων της Ευρώπης, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, και η αυξανόμενη ομογενοποίηση όσων επιβίωσαν σε ευρύτερες αριστερές συσπειρώσεις, κατέστησε κενές νοήματος τις προσπάθειές τους να δικαιολογήσουν και θεωρητικοποιήσουν την εξ ανάγκης πολιτική επιλογή τους. Κάπως έτσι, εγκατέλειψαν εν πολλοίς την πρακτική.

Οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν, όμως, είχαν έκτοτε τεράστιο αντίκτυπο στην αριστερή σκέψη. Η ιδεά ήταν ότι, από κοινού, η κοινωνία κατασκευάζει ένα κοινής λογικής «παράθυρο του εφικτού», ένα σετ ιδεών και πολιτικών που τις βλέπει δυνατές να πραγματωθούν και γι’ αυτό έγκυρες, το οποίο καθορίζει την μαζική πολιτική σκέψη. Για τους ευρωκομμουνιστές, αυτό το παράθυρο μπορεί να μετακινηθεί προς τα αριστερά με την δημιουργία μαζικών κομματικών οργανισμών και την εκλογική νίκη. Αυτό αλλάζει τους όρους του διαλόγου και μεταφέρει τη συζήτηση στην σύγχρονή μας ορολογία. Στόχος δεν είναι μια άξαφνη, συγκλονιστική αποκοπή από το παρελθόν, αλλά να πεισθούν αργά και σταθερά οι μάζες για τη δυνατότητα σύντομων, πρακτικών αλλαγών. Αυτές οι αλλαγές, στη θεωρία τουλάχιστον, κάνουν την ιδέα του «κομμουνισμού» ή του «σοσιαλισμού» ανεκτή. Αυτές τις ιδέες ακριβώς εξέφραζε ο Τζέρεμυ Κόρμπιν όταν έλεγε ότι οι απόψεις του «δικαιώθηκαν». Δηλαδή, μπορεί οι Εργατικοί να έχασαν τις εκλογές, κατόρθωσαν όμως να πείσουν τον πληθυσμό ότι οι πολιτικές τους θέσεις είναι σωστές- κάτι πολύ κοντά σε όσα δήλωσε και ο Μπέρνυ αποσυρόμενος.

Αυτή η μετατόπιση, από την έμφαση στην Προλεταριακή Επανάσταση προς μια βασική «αντι-ηγεμονική» αλλαγή, θα απαιτούσε την ανάπτυξη της βάσης υποστήριξης των κομμουνιστικών κομμάτων έξω από τον πυρήνα της βαριάς βιομηχανίας. Έπρεπε να χτιστεί, ειπώθηκε, μια «νέα ταξική συνεργασία», επαγγελματίες της μεσαίας τάξης, ακτιβιστές κοινωνικών κινημάτων, οικολόγοι, μικρομαγαζάτορες, και τα ανάλογα. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό απλώς αναγνωρίζει την αποτυχία των κοινωνικών προσδοκιών των υπερ-ορθόδοξων μαρξιστών των ταχύρυθμων σεμιναρίων, ότι δηλαδή θα καταλήγαμε σε έναν κόσμο όπου θα ήταν όλο και πιο εύκολο να αναγνωρίσεις τις ταξικές διακρίσεις. Με άλλα λόγια, σηματοδοτούσε μιαν συγκεκριμένη, ιδεολογική αποκοπή από το παρελθόν. Για πολλούς, μεταξύ των οποίων και μεγάλο μέρος της δεξιάς που τελικά αναγνώριζε την υποτιθέμενη «δημοκρατική αξιοπιστία» των κομμουνιστικών κομμάτων, εδώ εγκαταλείπονται οι ακροαριστερές πολιτικές. Η αριστερά «μπήκε» στο μέηνστρημ.

Οι κυματισμοί που αυτό προκάλεσε στον ακαδημαϊκό κόσμο ήταν μεγάλοι. Η αυξανόμενη δημοφιλία του «μετα-Μαρξισμού» (post-Marxism) μορφοποίησε πολλές από αυτές τις ιδέες. Ας δούμε το Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική των Ερνέστο Λακλάου και Σαντάλ Μουφ ως ένα σύμβολο του θριάμβου τους, [της μετατροπής τους] σε κυρίαρχη ιδεολογία της αριστερής διανόησης. Το σημαντικό που κρατάμε από δω, είναι ο τρόπος που αυτές οι ιδέες έχουν περάσει στην «κοινή λογική» της αριστεράς.

Η «Επανάσταση» ήταν είτε εντελώς εκπαραθυρωμένη είτε είχε εξοριστεί σε κάποιο μακρινό μέλλον που δεν είχε νόημα καν να τη σκεφτόμαστε. Ο μαρξισμός κι ο αναρχισμός ήταν άουτ και οι μυριάδες ρεφορμιστικές θεωρήσεις ήταν ιν – σήμερα μπορούμε να μιλάμε για «ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία», «κοινοτισμό», «ριζοσπαστική τοπική αυτοδιοίκηση» (radical municipalism) κλπ, ή «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» όπως το θέτει ο Τζων Χόλλογουέη. Ιν ήταν και ο «αριστερός λαϊκισμός», όπως προτιμάει να το λέει ο Λακλάου.

Τώρα, ας κάνουμε ένα άλμα προς τα μπρος στο χρόνο και ας περάσουμε τον Ωκεανό, να πάμε στη Λατινική Αμερική. Η εκλογή του Ούγο Τσάβες και η γέννηση του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» – για να είμαστε ακριβείς, έναν σοσιαλισμό που έρχεται από τη δεκαετία του ’80, όπως φάνηκε- είναι η πρώτη σημαντική εκλογική νίκη που γεννήθηκε από αυτή τη γραμμή σκέψης, ειδικά στην μετα-Σοβιετική εποχή. Και ίσως το πιο σημαντικό να είναι πως σύντομα δημιούργησε πολλά αδελφά κινήματα σε όλη την περιοχή.

Λίγοι έδωσαν σημασία στο νεαρό αξιωματικό του στρατού όταν έκανε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1992. Όμως η εκλογική του νίκη το 1998, το ακόλουθο κύμα μεταρρυθμίσεων και η λαϊκή νίκη επί της στρατιωτικής εναντίον του επέμβασης το 2002, έμοιαζαν ως η αυγή μιας καινούριας μέρας για την παγκόσμια αριστερά που πάσχιζε να βρει εικονίσματα του «εφικτού». Αναπτύχθηκαν οι προοδευτικές κοινωνικές πολιτικές. Η φτώχεια μειώθηκε δραματικά, επιτεύχθηκε η σχεδόν πλήρης εξαφάνιση του αναλφαβητισμού, η ανισότητες έπεσαν στο μισό, οι τοπικές κοινότητες ενισχύθηκαν, οι γυναίκες προστατεύθηκαν, τα κοινωνικά προγράμματα εξαπλώθηκαν και άλλο, η πείνα εξαφανίστηκε. Ο κόσμος κοιτούσε με ελπίδα.

Η ενηλικίωση ενός νέου αριστερού μοντέλου

Η Λατινική Αμερική, κάποτε διάσημη για την πληθώρα επαναστατικών αντάρτικων κινημάτων, βρέθηκε άξαφνα να αποτελεί την εμπεριστατωμένη απόδειξη που χρειαζόταν για την αναζωογόνηση του αριστερού κοινοβουλευτισμού, που σάρωνε τον πλανήτη. Οι σοσιαλιστές έρχονταν στην εξουσία στο ένα κράτος μετά το άλλο. Στο ζενίθ της Ροζ Παλίρροιας, είχαν εκλεγεί αριστεροί ηγέτες στην Ουρουγουάη, τη Βραζιλία, τον Ισημερινό, την Βολιβία, τη Βενεζουέλα, τη Νικαράγουα και την Ονδούρα, όπως και αξιοσημείωτες μορφές της κεντροαριστεράς σε άλλες χώρες- Χιλή, Αργεντινή, Περού, Παναμά, Γουατεμάλα και Ελ Σαλβαδόρ.

Κι από πάνω, ήταν λες και ότι άγγιζαν γινότανε χρυσάφι. Μες στην παγκόσμια άνθιση του εμπορίου ήταν πολύ εύκολο να βρεθούν χρήματα, ειδικά στην, πλούσια σε πετρέλαιο, Βενεζουέλα. Τα θεμελιώδη ερωτήματα περί της κατανομής του πλούτου και της εξουσίας πήγαν τη γωνία ελέω οικονομικής ανάπτυξης. Αντ’ αυτού θεμελιώδεις, κερδοφόρες εξαγωγές πρώτων υλών, συχνά υπό την κατοχή ξένων – αμερικάνικων- συμφερόντων, είτε κρατικοποιήθηκαν είτε φορολογήθηκαν βαρέως.

Το ρεύμα κερδών χρησιμοποιήθηκε, κατόπιν, ώστε να χρηματοδοτήσει κοινωνικά προγράμματα. Αυτά τα προγράμματα ευνόησαν τους φτωχούς, με πρόσθετους υλικούς και μη υλικούς πόρους, οι οποίοι μπορούσαν τώρα να «επανεπενδύουν» στην οικονομία το χρόνο και το χρήμα τους, με μεγαλύτερες ανταμοιβές. Αυτό οδήγησε σε νέα ανάπτυξη της οικονομίας, και μετά σε μεγαλύτερη φορολόγηση – κι ο ίδιος κύκλος ξανά και ξανά. Άρχισε έτσι ένας ευεργετικός κύκλος έντιμης ανάπτυξης. Πολλές χώρες σημείωσαν αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 5%. Ήταν, από οικονομική άποψη, η κλασική σοσιαλδημοκρατία, απλώς προσανατολισμένη στις εξαγωγές. Και δούλευε.

Και από πάνω, φαινόταν να είναι και πολιτικά αποτελεσματικό, τουλάχιστον σύμφωνα με τις εμπνευσμένες από το Γκράμσι θεωρίες περί ηγεμονισμού και αντι-ηγεμονισμού. Καθώς επιτυγχάνονταν οφθαλμοφανή και σημαντικά κέρδη «για το λαό», ειδικά στη Βολιβία και τη Βενεζουέλα και με τη βοήθεια του νέου μηντιακού πρακτορείου Τελεσούρ, η συζήτηση άρχισε να κλίνει αριστερά τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Έγινε ξεκάθαρο ότι, μεταξύ άλλων, ο Τσάβες, ο Μοράλες, ο Κορέα και ο Ορτέγα δεν μπορούσαν να ηττηθούν με δημοκρατικό τρόπο, τουλάχιστον όχι με τα συνήθη μέσα. Πολύ απλά, ήταν δημοφιλέστατοι. Κι όταν άλλοι λαοί άρχισαν να βλέπουν τι γίνεται, ήλπισαν ότι μπορούσαν κάτι ανάλογο. Οι κάλπες ανέδειξαν περισσότερες αριστερές κυβερνήσεις, εφαρμόστηκαν περισσότερες κοινωνικές πολιτικές. Η «Μπολιβαριανή Επανάσταση» του Τσάβες απλωνόταν ανεξέλεγκτα σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική.

Στη Δύση, η αναγέννηση του κοινοβουλευτικού αριστερισμού χρειάστηκε περισσότερο χρόνο, αλλά πρέπει και αυτή να αποδοθεί στην ίδια μόδα (trend), που αποτελεί προϊόν των μεταμαρξιστικών ιδεών και της «ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατικής» στρατηγικής. Τα κύματα των διαδηλώσεων στις αρχές της δεκαετίας του 2010, που αποτελούσαν διαμαρτυρία για την λεηλασία των εθνικών οικονομιών από την τάξη των τραπεζιτών, και την ακόλουθη εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, μετά την κρίση του 2008, άνοιξαν το δρόμο για νέους κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς.

Την τελευταία δεκαετία είδαμε την ανάδυση νέων, αριστερών λαϊκιστικών μαζικών κομμάτων στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα και αλλού και, σε άλλες χώρες, είδαμε την αρπαγή των παλιών κομμάτων [από αυτές τις τάσεις] όπως στους Δημοκρατικούς του Μπέρνυ Σάντερς και τους Εργατικούς του Τζέρεμυ Κόρμπυν. Και πάει λέγοντας.

Έμοιαζε σαν το νέο αριστερό μοντέλο να ενηλικιώθηκε, επιτέλους. Η αλλαγή μπορεί να μην ερχόταν καλπάζοντας, όπως φανταζόμασταν κάποτε, αλλά πάντως ερχόταν. Κομμάτι κομμάτι θα την αλλάξουμε τη συζήτηση, μας είπαν. Η νέα γενικά, γεννημένη μες στην πολυπρόσωπη εποχή της κρίσης, ήταν γεμάτη νέες ιδέες, διαφορετικές αντιλήψεις για την διακυβέρνηση του κόσμου μας. Αν αυτοί κάτω των 30 ήταν οι μόνοι που θα τους επιτρέπονταν να ψηφίσουν, ως το 2016 θα είχαμε δει σοσιαδημοκρατικές κυβερνήσεις στην πλειονότητα των μεγάλων δυτικών κρατών. Είχαμε φτάσει στο χείλος του γκρεμού.

Αποτυχίες και ήττες στη Λατινική Αμερική

Αυτό που ακολούθησε ήταν η γρήγορη κατάρρευση αυτού του σχεδίου, τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στη Δύση. Η Βενεζουέλα ζει σήμερα οικονομική και πολιτική κρίση επικών διαστάσεων. Πάρα πολλοί είναι αυτοί που εγκαταλείπουν τη χώρα, ανάμεσά τους και πολλοί που στήριξαν τον Τσάβες. Η κρίση στη χώρα είναι πολυδιάστατη και στο μεγαλύτερο βαθμό οφείλεται άμεσα στην ανάμειξη των Αμερικάνων, που προσφέρουν πλήρη υποστήριξη σε μια αποφασισμένη μειονότητα σκληροπυρηνικών αντιφρονούντων.

Όμως αυτό που ενδιαφέρει εδώ, κυρίως, είναι οι αποτυχίες του ίδιου του συστήματος. Κι αυτές, σε μεγάλο βαθμό, συγκεντρώνονται σε δύο αλληλοσυνδεόμενες αδυναμίες, που απορρέουν από την αποτυχία να επιτεθούμε στον καπιταλισμό σε θεμελιώδες επίπεδο: έλλειψη αμυντικών μηχανισμών και εξάρτηση από την οικονομική ανάπτυξη, που στην περίπτωση της Βενεζουέλας αποτελεί προέκταση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας.

Με απλά λόγια, η επαναστατική αναδιανομή του πλούτου δεν έγινε ποτέ. Αν και κάποιες βασικές βιομηχανίες κρατικοποιήθηκαν με καλά αποτελέσματα, οι ευρύτερες δομές της οικονομικής εξουσίας δεν αναδιανεμήθηκαν. Με μαρξιστικούς όρους, τα μέσα παραγωγής, στην συντριπτική τους πλειονότητα, παρέμειναν στα αστικά χέρια. Το σύστημα παρέμεινε θεμελιωδώς καπιταλιστικό, συμπεριλαμβανομένου, σε μεγάλο βαθμό, του τρόπου λειτουργίας των κρατικοποιημένων βιομηχανιών. Με αποτέλεσμα, οι πλούσιοι να συνεχίσουν να έχουν στα χέρια τους τεράστια αποθέματα εξουσίας και επιρροής.

Μετά την αποτυχία των απεργιών του πετρελαϊκού τομέα, των διαδηλώσεων και τελικά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2002, οι πρώην άρχουσες τάξεια αποφάσισαν να κρατήσουν χαμηλό προφίλ για μια δεκαετία. Όμως δεν εξαφανίστηκαν ποτέ.

Ο πρόωρος θάνατος του Τσάβες, το 2013, και η άνοδος στην εξουσία του σκληροπυρηνικού Μαδούρο είδε τη δεξιά να κινητοποιείται και πάλι. Τα ιδιωτικά ΜΜΕ, που δεν υπήρξαν ποτέ αριστερά, άρχισαν να επιτίθενται πιο βάναυσα στην κυβέρνηση. Οι διαμαρτυρίες εξαπλώθηκαν πολύ γρήγορα – υπολογίζεται ότι το 2018 φτάσαμε τις 20 διαμαρτυρίες και πορείες τη μέρα. Ένα χρόνο αργότερα και ελεγχόμενο από τη δεξιά, το κογκρέσο ανακήρυξε πρόεδρο το δικό τους άνθρωπο, τον Χουάν Γκουαϊδό.

Αυτό όμως που στην πραγματικότητα τους έδωσε την ευκαιρία να δράσουν, ήταν ότι ο Μαδούρο δεν προείδε ότι έρχονταν η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου, μετά το μπουμ του σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠ. Ένα οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται αποκλειστικά στις εξαγωγές πετρελαίου είναι προδιαγεγραμμένο πως θα καταρρεύσει μόλις αρχίσει η τιμή του πετρελαίου να πέφτει – όπως παραδέχθηκε ο πρόεδρος σε ένα πρόσφατο ντοκυμανταίρ. Ο Μαδούρο το έμαθε αυτό με τον πιο σκληρό τρόπο.

Η οικονομική κατάρρευση που ακολούθησε έδωσε στην αντιπολίτευση την δυνατότητα να βρει υποστήριξη και έξω από το παραδοσιακό μεσοαστικό της κοινό. Η κοινωνική αναταραχή, τόσο μέσω διαδηλώσεων όσο και μέσω της οργάνωσης απεργιών στους τομείς των επενδύσεων και της παραγωγής από τις επιχειρηματικές ελίτ της Βενεζουέλας, και με δεδομένο το de facto μποϋκοτάζ από τις ΗΠΑ [στην κυβέρνηση Μαδούρο], πρόσθεσε περαιτέρω στον οικονομικό αναβρασμό. Το κράτος της Βενεζουέλας άρχισε μια επιτυχημένη αντεπίθεση. Ωστόσο, αυτό κατόρθωσε μόνο να τσιμεντώσει τα προβλήματα, και παρόλο που ο Μαδούρο κρατιέται ακόμη, είναι σαφές ότι θα έρθει η ώρα που κάπου θα ενδώσει.

Τα πράγματα δεν είναι καθόλου ρόδινα και για τους άλλους ηγέτες της ροζ παλίρροιας, πάνω κάτω για τους ίδιος λόγους: απέτυχαν να αλλάξουν θεμελιωδώς τις σχέσεις ιδιοκτησίας και στηρίχτηκαν υπερβολικά στην εξαγωγή πρωτογενών πόρων. Η δεξιά, από την πλευρά της, χρησιμοποίησε κάθε δυνατή τακτική για να εκδιώξει τους αντιπάλους της. Στην Ονδούρα και τη Βολιβία έγιναν παραδοσιακά στρατιωτικά πραξικοπήματα. Στον Ισημερινό, ο αντικαταστάτης του Ραφαέλ Κορρέα, ο Λένιν Μορένο, αποδείχθηκε υποχείριο της δεξιάς (manchurian candidate), και αμέσως ξεθεμελίωσε ότι καλό είχε κάνει ο προκάτοχός του: περικοπές, δια νόμου κατοχύρωση της λιτότητας, χαμηλότεροι φόροι και ιδιωτικοποίηση των βιομηχανιών.

Στη Βραζιλία, ένα πολύπλοκο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα εν τέλει βιαίως εκδίωξε την αριστερά. Στην Ουρουγουάη, η [σοδιαλδημοκρατική] κυβέρνηση έχασε απλά και δίκαια τις εκλογές. Στη Νικαράγουα, που ξανάδωσε το 2006 την εξουσία στους Σαντινίστας [Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Σαντινίστα, FSLN, Frente Sandinista de Liberación Nacional], τους ηγέτες της χώρας από την επανάσταση του 1979 ως τον επακόλουθο εμφύλιο, οι Σαντινίστας δέχονται τεράστια οργανωμένη πίεση από την αντιπολίτευση, με αμερικάνικη παρέμβαση αντίστοιχη αυτής της Βενεζουέλας.

Αν και νέες αριστερές κυβερνήσεις έχουν εκλεγεί στο Μεξικό, όπου ο Αντρές Μανουέλ Λόπεζ Ομπραδόρ (ΑΜΛΟ, AMLO) εξελέγει πρόεδρος το 2018, και στην Αργεντινή, όπου ο Αλμπέρτο Φεντάντεζ κέρδισε την προεδρία στα τέλη του 2019, όσα κατόρθωσαν παραμένουν πολύ ήπια, ακόμη και με τα σοσιαλδημοκρατικά στάνταρ του προηγούμενου κύματος. Η Ροζ Παλίρροια έφτασε οριστικά στο τέλος της.

Οι απογοητεύσεις της Ευρωπαϊκής «Εξεγερμένης» Αριστεράς

Στην Ευρώπη η ιστορία είναι πολύ χειρότερη. Αν κάποιος δεν προσμετρήσει τη συνεργασία των Ποδέμος ως μικρότερου ετέρου στην Ισπανική κυβέρνηση συνεργασίας με τους σοσιαλιστές, η αριστερά είδε, σε όλη την Ευρώπη, μία και μόνη νίκη: τη νίκη του Σύριζα το 2015 στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και η Ελληνική εμπειρία έχει ειδική βαρύτητα. Ειδικά για τους δυτικούς ριζοσπάστες. Ο Σύριζα ήταν πολύ πιο αριστερός από το Μελανσόν ή το Ποδέμος, κι ας μη μπούμε καν σε σύγκριση με τους Εργατικούς [στη Βρετανία] ή, ακόμη χειρότερα, τους Δημοκρατικούς [στις ΗΠΑ]. Ήταν ένας ανοικτά αντικαπιταλιστικός σχηματισμός που περιελάμβανε Μαοϊκούς, Λενινιστές και Τροτσκιστές. Επιπλέον, πίσω από τον Σύριζα βρισκόταν το μεγαλύτερο, πιο αγωνιστικό λαϊκό κίνημα σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Όμως, αυτό που κατόρθωσε ο ηγέτης του κόμματος, Αλέξης Τσίπρας, ήταν πιο πολύς πόνος, πιο μεγάλη φτώχεια, περισσότερος καπιταλισμός και ευρύτερη συνθηκολόγηση με τους διεθνείς πιστωτές. Κι αυτό δε σήμανε μόνο την υλική καταστροφή του Ελληνικού Λαού, αλλά σηματοδότησε και μια μεγάλη στρατηγική οπισθοχώρηση για τη διεθνή αριστερά, δυσφημώντας το [διεθνές] κίνημα με πολλούς και σοβαρούς τρόπους.

Εν τέλει, είναι ακριβώς αυτές οι κυβερνητικές εμπειρίες, από τη Βενεζουέλα ως την Ελλάδα, που επιδεικνύουν τον κινδύνο όσων εκλογικά είναι «εφικτά»: το γεγονός ότι, τα περισσότερα, στον καπιταλισμό, απλώς δεν είναι εφικτά. Αυτή είναι η θεμελιώδης αρχή στην ριζοσπαστική πολιτική σκέψη. Οι κυβερνήσεις εκλέγονται υποσχόμενες όσα θα κερδίσουμε – σε δουλειές, κατοικίες, μισθούς κλπ- τα οποία στην πραγματικότητα παραμένουν στα χέρια των ιδωτικών επιχειρήσεων. Ακόμη και οι δαπάνες (προϊόν των φόρων) παραμένουν μερικώς εκτός κρατικού ελέγχου, αφού για να είναι αποτελεσματικές χρειάζονται τους καπιταλιστές σε ανοικτή συμμετοχή και την πρόθεση και θέληση να επενδύσουν.

Οπότε, το κράτος είτε πρέπει να συνεργαστεί με τους καπιταλιστές – παράδειγμα η στρατηγική του Σύριζα – ή να τους αντιπαλέψει και να ρισκάρει την οικονομική κατάρρευση. Όταν αυτή η κατάρρευση συμβεί ή όταν το κράτος αποτύχει να πραγματώσει όσα υποσχέθηκε, ο πληθυσμός, συνήθως είτε θεωρεί τους πολιτικούς ψεύτες ή συμπεραίνει ότι οι υποσχέσεις τους δεν ήταν εξ αρχής εφικτές ή και τα δύο. Με αυτό τον τρόπο, η εκλογική νίκη της αριστεράς τελικώς καταλήγει να ενισχύει τη λογική της δεξιάς.

Η 14χρονη διακυβέρνηση Μιττεράν στη Γαλλία, από το 1981 ως το 1995, και η υποταγή της στην εξουσία του διεθνούς κεφαλαίου – με την μπρος στα μάτια μας εγκατάλειψη του αριστερού, κομμουνιστο-σοσιαλιστικού «Κοινού Προγράμματος» και η «στροφή προς τη λιτότητα» που ακολούθησε, με ψαλίδι στους μισθούς, ανεργία και εμμονή με τον πληθωρισμό, καταδεικνύει, επίσης, ολοφάνερα, αυτό το φαινόμενο, όπως και τόσα άλλα παραδείγματα.

Τουλάχιστον, όμως, ο Σύριζα μπορεί να υποστηρίξει ότι κατόρθωσε να κερδίσει μια εκλογική μάχη. Όλα τα άλλα σημαντικά παραδείγματα της ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατικής ελπίδας – ο Μελανσόν, ο Κόρμπυν, οι Ποδέμος, ο Μπέρνυ – απέτυχαν ακόμη και σε αυτό. Κι από πάνω, τα επίπεδα λαϊκής υποστήριξης που απολαμβάνουν μειώνονται εμφανώς χρόνο με το χρόνο.

Το 2016 ο Μπέρνυ έλαβε 43% της ψήφου των Δημοκρατικών στον αγώνα για το χρίσμα. Το 2020 έλαβε μόλις 30% , και αν ακόμη περιλάβουμε και την ψήφο στην Ελίζαμπεθ Ουώρεν, φτάνουμε με το ζόρι το 40%. Ο Τζέρεμυ Κόρμπτν έλαβε 40% της ψήφου στις γενικές εκλογές του 2017. Το 2019 έλαβε 31% και τώρα τον έχει αντικαταστήσει ο Κηρ Στάρμερ. Οι Ποδέμος έπεσαν από το 20% του 2015 στο 13% το 2019, παρά τη συγχώνευσή τους με τους Κομμουνιστές που μόνοι τους είχαν λάβει σχεδόν 4% το ’15. Το 2017 ο Μελανσόν έλαβε 20% στον πρώτο γύρο. Σήμερα, μετά τους εσωτερικούς προβληματισμούς για το πρόσωπό του, οι δημοσκοπήσεις τον δείχνουν στο 11%.

Όσο γρήγορα έλαμψε το αστέρι της νέας εκλογικής αριστεράς, τόσο γρήγορα και έσβησε. Υπάρχουν, φυσικά, εξαιρέσεις. Το Σινν Φέιν έλαβε την πλειοψηφία στις Ιρλανδικές Εκλογές, αλλά εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσοστό τους, κάπου 25%, απλώς έφερε την Ιρλανδία στην ίδια κατάσταση με την υπόλοιποη Ευρώπη, καθώς η χώρα δεν είχε ποτέ ένα ισχυρό σε ποσοστά αριστερό κόμμα. Σε πολλές πόλεις, με πρώτη τη Βαρκελώνη, έχουν εκλεγεί αριστεροί δήμαρχοι – αν και υπήρξαν μάλλον ατελέσφοροι. Οι δημοκρατικοί Μαοϊκοί του Βελγίου και οι σοσιαλιστές του Κεμπέκ μπορεί να κατέχουν μικρά ποσοστά προς το παρόν, αλλά δυναμώνουν συνεχώς.

Είναι προφανές ότι μια «εξεγερμένη» αριστερά είναι ανίκανη να παίξει αποτελεσματικά ένα πολιτικό παιγνίδι που εξ αρχής έχει στηθεί εναντίον της. Εδώ δεν πρόκειται για τα εκλογικά συστήματα ή την χρήση των συστημικών ΜΜΕ (media bias). Η ίδια η ιδεολογική κατασκευή της κοινοβουλευτικής πολιτικής αποκλείει την ριζοσπαστική αλλαγή. Η εικόνα του ηγέτη, ο τρόπος που πρέπει να ακούγεται και να φαίνεται, αποκλείει τη ριζοσπαστική αλλαγή. Οι συνταγματικές αρχές για την ιδιοκτησία αποκλείουν την ριζοσπαστική αλλαγή. Ομοίως και η φύση των βουλευτικών εκλογών.

Τα αριστερά αυτά κόμματα δεν μπορούν να αγωνιστούν ώστε να λάβουν τη μέγιστη υποστήριξη, διότι το γήπεδο το καθορίζουν οι εχθροί τους. Στην πραγματικότητα, τα μεγαλύτερα σοσιαλδημοκρατικά άλματα και κέρδη του παρελθόντος προήλθαν είτε από αποστάτες της άρχουσας τάξης – Κλήμεντ Άττλυ, Φραγκλίνος Ρούσβελτ – ή κεντροδεξιές προσπάθειες να κατασταλεί η επανάσταση – η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία δημιούργησαν το κράτος προνοίας τους υπό δεξιές κυβερνήσεις.

Έχει καταστεί εμφανέστατο ότι η εποχή του «ριζοσπαστικού» κοινοβουλευτικού ρεφορμισμού απέτυχε να παράγει οποιοδήποτε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οπότε είναι καιρός να κρατήσουμε σημειώσεις και να πάμε για άλλα. Να δίνεις ξανά και ξανά την ίδια μάχη είναι αποδοχή μιας μόνιμα υποδεέστερης θέσης. H στρατηγική των γενιών των τελευταίων 40 ετών αποδείχθηκε ανίκανη να φέρει κάποιο αποτέλεσμα. Σε αντίθεση με όσα λένε οι Εργατικοί και ορισμένοι Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές της Αμερικής, δεν είναι τώρα η ώρα να οικοδομήσουμε «νέες εκλογικές συμμαχίες» «από την βάση προς τα πάνω» και να δεσμευτούμε να εκπαιδεύσουμε «μια νέα γενιά ηγετών και ακτιβιστών» για να «κατέβουν στις εκλογές σε ολόκληρη τη χώρα».

Τώρα είναι η ώρα να διαχωρίσουμε τη θέση μας από αυτή την αποτυχημένη προσέγγιση και να προχωρήσουμε προς κάτι νέο.

Δεν καλώ ούτε σε πεσιμισμό ούτε σε «ρεαλισμό». Οι νίκες της αριστεράς στη Λατινική Αμερική έφεραν αληθινές αλλαγές, αληθινή πρόοδο στο δεδομένα της ζωή τεράστιων πληθυσμών. Στην καλύτερη περίπτωση, όπως οι μισιόνες στη Βενεζουέλα, άρχισε σιγά σιγά και η ανακατανωμή της όντως εξουσίας. Στη Δύση, αν και η συντριπτική πλειονότητα απέτυχε, τα αριστερά κοινοβουλευτικά πειράματα έδειξαν ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες παραμένουν ιδιαίτερα δημοφιλείς σε μεγάλα ποσοστά του πληθυσμού. Η αριστερά ποτέ ξανά δε θα απορριφθεί ως ένα απλό κατάλοιπο μιας περασμένης εποχής, μια ξεδοντιασμένη νοσταλγία της δημόσιας βιομηχανίας και των εργατικών κατοικιών.

Ωστόσο, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε την αποτυχία. Πρέπει να αποδεχόμαστε ότι χτυπήσαμε τοίχο όταν χτυπάμε τοίχο. Και τα κοινοβουλευτικά πρότζεκτς έναν τέτοιο τοίχο χτύπησαν, ακριβώς όπως και αντίστοιχες προσπάθειες στο παρελθόν. Είναι καιρός να επαναπροσανατολιστούμε και επανατοποθετηθούμε, και να επιστρέψουμε σε μια επαναστατική, ριζοσπαστική θέση, μία που θα απαιτεί Ή Όλα Ή Τίποτα και, που σε αυτή τη διαδικασία, θα υποχρεώσει σε προσωρινές παραχωρήσεις [του Κεφαλαίου] σε μια προσπάθεια να ανασχεθεί το παλιρροϊκό κύμα. Το πρώτο μισό του 21ου αιώνα θα μπορούσε να μείνει στην Ιστορία για τον μη αναμενόμενο θρίαμβο μιάς μαζικής, αντικαπιταλιστικής επανάστασης, μόνο αν εμείς το επιτύχουμε.

 

 

 

*Ο Τσάρλυ Έμπερτ είναι ακτιβιστής και γραφιάς, με βάση, επί του παρόντος, το Σαντιάγο της Χιλής. Τα κείμενά του επικεντρώνονται στα διεθνή ριζοσπαστικά κινήματα και την επαναστατική θεωρία.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε, στην αγγλική στο Roar και μεταφράστηκε από τη Λαμπρινή Θωμά. Το πρωτότυπο θα το βρείτε εδώ