Δημοσιεύτηκε στο Project-Syndicate

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ – Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο πολιτικός επιστήμονας Φράνσις Φουκουγιάμα δημοσίευσε την περίφημη έκθεσή του «Το τέλος της ιστορίας;». Η πτώση των σοβιετικών καθεστώτων, σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα, θα άνοιγε το δρόμο για την ενοποίηση ολόκληρου του κόσμου, ο οποίος – υπό το εμπόδιο του κομμουνισμού – δεν είχε καταφέρει να ακολουθήσει το πεπρωμένο του – αυτό δηλαδή της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της οικονομίας των αγορών. Πολλοί συμφώνησαν μαζί του.

Σήμερα, αντιμέτωποι με την υποχώρηση της φιλελεύθερης, παγκόσμιας – και βασισμένη σε κάποιους κανόνες – τάξης και έχοντας αυτοκρατορικούς ηγεμόνες και δημαγωγούς να ηγούνται των μεγαλύτερων – πληθυσμιακά – χωρών του πλανήτη, οι ιδέες του Φουκουγιάμα φαντάζουν παράξενες και αφελείς. Αλλά αυτές οι ιδέες ενίσχυσαν το νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα, το οποίο έχει εδραιωθεί εδώ και 40 χρόνια.

Η αξιοπιστία στην αρχή του νεοφιλελευθερισμού – ότι οι ελεύθερες αγορές είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς μια κοινή ευημερία – ψυχορραγεί το τελευταίο διάστημα. Απόλυτα λογικό. Η ταυτόχρονη πτώση της εμπιστοσύνης στον νεοφιλελευθερισμό και στη δημοκρατία δεν είναι ούτε σύμπτωση ούτε ένας απλός συσχετισμός. Εδώ και 4 δεκαετίες, ο νεοφιλελευθερισμός έχει υποσκάψει τα θεμέλια της δημοκρατίας.

Το είδος της παγκοσμιοποίησης, που μας σύστησε ο νεοφιλελευθερισμός, αφαίρεσε από άτομα και κοινωνίες τη δυνατότητα να ελέγχουν ένα σημαντικό κομμάτι της μοίρας τους, όπως αναλύει εξαιρετικά ο Dani Rodrik, του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, και όπως και εξηγώ στα βιβλία μου «Globalization and Its Discontents Revisited» και «People, Power, and Profits». Τα αποτελέσματα της φιλελευθεροποίησης κεφαλαίου-αγορών ήταν ιδιαιτέρως τραγικά: εάν, σε κάποια αναδυόμενη οικονομία, ο επικρατών προεδρικός υποψήφιος χάσει την εμπιστοσύνη της Wall Street, οι τράπεζες αποσύρουν τα χρήματά τους από την χώρα. Οι ψηφοφόροι βρίσκονται τότε μπροστά σε μια σκληρή επιλογή: να υποχωρήσουν στις πιέσεις της Wall Street ή να βρεθούν αντιμέτωποι με μια χρηματοπιστωτική κρίση. Η Wall Street είναι σαν να έχει μεγαλύτερη δύναμη από τους πολίτες της χώρας.

Ακόμα και σε πλούσιες χώρες, οι απλοί πολίτες έχουν ακούσει επανειλημμένα ότι, «Δεν μπορείτε να διεκδικήσετε τις πολιτικές που επιθυμείτε» – είτε αυτές είναι επαρκής κοινωνική προστασία, ικανοποιητικοί μισθοί, προοδευτική φορολόγηση, ή ένα καλορυθμισμένο οικονομικό σύστημα – «γιατί η χώρα θα χάσει την ανταγωνιστικότητα της, οι δουλειές θα εξαφανιστούν, και ο κόσμος θα υποφέρει».

Τόσο σε πλούσιες όσο και σε φτωχές χώρες, οι ελίτ υπόσχονταν πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές θα οδηγούσαν σε μια ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη και ότι τα οφέλη θα διαχέονταν προς όλους – ακόμα και τους φτωχότερους – οι οποίοι θα έβλεπαν τη ζωή τους να βελτιώνεται. Για να φτάσουμε όμως σε αυτό το σημείο, οι εργαζόμενοι όφειλαν να δεχτούν χαμηλότερους μισθούς και οι πολίτες να υποστούν τις περικοπές σε σημαντικά κρατικά προγράμματα.

Οι ελιτ ισχυρίζονταν ότι οι υποσχέσεις τους βασίζονταν σε επιστημονικά οικονομικά μοντέλα και «τεκμηριωμένη έρευνα». Παρ’ όλα αυτά, μετά από 4 δεκαετίες, τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά: επιβράδυνση της ανάπτυξης, της οποίας τα λιγοστά οφέλη κατευθύνθηκαν προς τους λίγους στα ανώτερα στρώματα. Όσο οι μισθοί λίμναζαν στον πάτο και το χρηματιστήριο εκτοξευόταν στα ύψη, εισοδήματα και πλούτος κατευθύνθηκαν προς τους «πάνω» αντί να κυλήσουν προς τους «κάτω».

Πώς μπορεί η συγκράτηση των μισθών – για την επίτευξη ή τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας – και οι περικοπές στα κοινωνικά προγράμματα να βοηθήσει στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου; Οι απλοί πολίτες ένιωσαν ότι είχαν παραπλανηθεί. Και είχαν δίκιο να αισθάνονται εξαπατημένοι.

Βιώνουμε πλέον τις πολιτικές επιπτώσεις αυτής της μεγάλης απάτης: δυσπιστία προς τις ελιτ, προς την οικονομική «επιστήμη», στην οποία βασίζεται ο νεοφιλελευθερισμός, και προς το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα που διευκόλυνε αυτό που ζούμε σήμερα.

Στην πραγματικότητα – και παρά το όνομά της – η εποχή του νεοφιλελευθερισμού μόνο φιλελεύθερη δε θα τη χαρακτηρίζαμε. Η πνευματική ορθότητα, που επέβαλε, φυλασσόταν από κάθε διαφοροποίηση. Οι διαφωνία κατέστη μη ανεκτή. Οικονομολόγοι με διαφορετικές απόψεις αποκλείστηκαν ως αιρετικοί ή περιορίστηκαν σε μερικά μεμονωμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν έμοιαζε παρά ελάχιστα στην «ανοιχτή κοινωνία», την οποία είχε οραματιστεί ο Καρλ Πόππερ. Όπως έχει τονίσει και ο Τζορτζ Σόρος, ο Πόππερ αναγνώριζε ότι η κοινωνία μας είναι περίπλοκη, ένα σύστημα ευμετάβλητο, το οποίο όσο περισσότερο γνωρίζουμε, τόσο περισσότερο η γνώση μας αλλάζει, αλλάζοντας συνακόλουθα και το σύστημα.

Αυτή η μισαλλοδοξία έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις στον χώρο της μακροοικονομίας, όπου τα κυρίαρχα μοντέλα είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας κρίσης, όπως αυτή του 2008. Όταν το απίθανο συνέβη, αντιμετωπίστηκε ως μια σπάνια φυσική καταστροφή – ένα παράξενο φαινόμενο το οποίο δεν θα μπορούσε κανένα οικονομικό μοντέλο να προβλέψει. Ακόμα και σήμερα, οι υποστηρικτές αυτών των θεωριών δεν αποδέχονται ότι η πίστη τους στις αυτορυθμιζομενες αγορές και η αγνόηση της επίδρασης εξωτερικών παραγόντων, ως είτε ανύπαρκτες ή ασήμαντες, οδήγησαν στην απορρύθμιση, η οποία κατέστη καίρια στο ξέσπασμα της κρίσης. Η θεωρία αυτή επιβιώνει ακόμα επιβεβαιώνοντας το ότι οι κακές ιδέες – αφότου έχουν εδραιωθεί – πεθαίνουν αργά.

Εάν η οικονομική κρίση του 2008 απέτυχε να μας διδάξει ότι οι ελεύθερες αγορές δεν λειτουργούν, η κλιματική κρίση οφείλει να το κάνει: ο νεοφιλελευθερισμός θα μας οδηγήσει κυριολεκτικά στο τέλος της πολιτισμένης κοινωνίας. Αλλά είναι επίσης ξεκάθαρο ότι δημαγωγοί, οι οποίοι οδηγούν τον κόσμο στην απαξίωση της επιστήμης και της ανεκτικότητας, θα χειροτερέψουν τα πράγματα.

Η μόνη διέξοδος, ο μόνος τρόπος να σώσουμε τον πλανήτη και τον ανθρώπινο πολιτισμό, είναι η αναγέννηση της ιστορίας. Πρέπει να αναζωπυρώσουμε το Διαφωτισμό και να αφοσιωθούμε ξανά στις αρχές της ελευθερίας, στο σεβασμό προς τη γνώση και στη δημοκρατία.

Το κείμενο μεταφράστηκε από μέλη της πλατφόρμας των 1.001 του ΤΡΡ