Με τον «Παράδεισο», τρίτο μέρος της «Θείας Κωμωδίας» ο Γιώργος Κοροπούλης προσφέρει ακόμη μία σημαντική πρόταση μετάφρασης του δαντικού έργου.

Ο Γιώργος Κοροπούλης αποφάσισε να προσεγγίσει τη Θεία Κωμωδία ξεκινώντας από μια, κατ’ αρχάς παράδοξη, εναλλακτική προσέγγιση. Άφησε κατά μέρος την Κόλαση και εκίνησε την μεταφραστική εργασία του από το δεύτερο μέρος, το Καθαρτήριο. Η πραγματολογική βάση αυτής της προσέγγισης έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Κόλαση είναι απείρως πιο προσιτή, τόσο από την άποψη των μεταφραστικών προτάσεων, όσο και από την απήχηση στο συλλογικό φαντασιακό. Τα επεισόδια που λαμβάνουν χώρα στα άσματα της Κόλασης είναι οικεία, και βασίζονται σε μια βαθιά χωνεμένη παράδοση του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος διαχρονικά φαντάζεται τις τιμωρίες των αμαρτωλών.

Με το Καθαρτήριο, του οποίου η κοροπουλική μετάφραση -επίσης από τις εκδόσεις Sestina- κυκλοφόρησε πρόπερσι  (2023)- τα πράγματα είναι διαφορετικά.. Με την έννοια να εμφανίζεται μόλις τον δωδέκατο αιώνα, ο Δάντης αντιμετωπίζει στο Καθαρτήριο την πρόκληση να το επινοήσει εξυπαρχής. Εδώ αυτό που μετατρέπει σε μέγιστο ενδιαφέρον -σίγουρα από την άποψη του δημιουργού, αλλά φαντάζομαι και από του αναγνώστη- είναι το γεγονός ότι δεν έχει πρότυπο για συγκριθεί, φτιάχνει έναν κόσμο από την αρχή, επινοώντας τον εκ του μηδενός σχεδόν. Ένα ενδιαφέρον που εντείνεται από το γεγονός ότι στο καθαρτήριο δεν είναι οι πράξεις που τιμωρούνται, αλλά οι διαθέσεις. Οι ορμές και οι τρόποι ύπαρξης που αφίστανται της ορθής πίστης και συνακόλουθα δράσης.

Αν το Καθαρτήριο έχει να αναμετρηθεί στον κοινό νου με τη έκπληξη του νέου, ο Παράδεισος έχει το δύσκολο έργο να κερδίσει το ενδιαφέρον, καθότι παρουσιάζει όχι την καλειδοσκοπική πανδαισία μιας τιμωρίας, αλλά την ανιαρή  πραγματικότητα μιας αιώνιας γαλήνης και ευτυχίας. Γνωρίζοντας πως στην πορεία των αιώνων η πρόσληψη του δαντικού έργου επικαθορίστηκε από την εικόνα της κόλασης, καταλαβαίνει κανείς πως η υποδοχή του παραδείσου χρειάζεται και την εναργότερη συμμετοχή του αναγνώστη: εδώ η θεωρητική συζήτηση επί θεολογικών και φιλοσοφικών ζητημάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απόδοση της μακαριότητας του θέματος. Ωστόσο, όποιος και όποια αφιερώσουν χρόνο πάνω στο κείμενο, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη υπομονή, χωρίς φόβο για την πλήξη που προκαλεί η εικόνα των μακάρων, θα ανταμειφθούν από την έκρηξη των ποιητικών εικόνων και θα συνειδητοποιήσουν, όπως το θέλει ο ποιητής, πως «Ν’ αποστραφείς/ το φως αυτό δεν γίνεται σε αλλάζει/ τόσο, που αλλού να βλέπεις δεν μπορείς».

Σε ένα πρόσφατο ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του ο συνθέτης Μπράιν Ίνο είχε παρομοιάσει την μινιμαλιστική μουσική με την όραση του βατράχου. Ο βάτραχος εστιάζει το βλέμμα του σε ένα σημείο, έτσι ώστε τελικά όλα τα πράγματα να χάνουν το σχήμα τους και να γίνονται θολά. Μέσα σε αυτή τη θολούρα ωστόσο οτιδήποτε νέο εισέλθει στο οπτικό πεδίο γίνεται άμεσα αντιληπτό. Έτσι και στη μινιμαλιστική μουσική οποιαδήποτε διαφορά στον τόνο γίνεται άμεσα αντιληπτή.  Το ίδιο  συμβαίνει και στην ποίηση του Παραδείσου, αφού όπως και σε ένα μέρος της φύσης που δεν υπάρχει ανθρώπινος θόρυβος, ακούγονται τα πάντα, από ένα φύλλο που πέφτει μέχρι και το πέταγμα των αγγέλων που «σαν σμήνος μέλισσες που μια στιγμή/ ενανθιστήκαν και την άλλη βρίσκονται/ εκεί που ο μόχθος τους γίνεται γλύκα».

Η μετάφραση

Η «δύναμη γλωσσικής ιδιοφυΐας» του Δάντη, όπως την χαρακτήρισε ο Auerbach στη διάσημη Μίμησή του, έχει αποτελέσει διαχρονικό πρόβλημα για τη σωρεία μεταφραστών που αναμετρήθηκαν μαζί της. Ο Δάντης γράφει τη Θεία Κωμωδία σε τέρτσα ρίμα, μία μορφή έμμετρων ομοιοκατάληκτων τρίστιχων που αυτός πρώτος επινόησε. Το πρόβλημα που τίθεται στον εκάστοτε μεταφραστή είναι με ποιον τρόπο θα συνδυαστεί η απόδοση και της γλωσσικής ιδιοφυΐας και των μορφικών απαιτήσεων. Προφανώς και σε ένα ποιητικό κείμενο η διατήρηση της μορφής είναι πρωταρχικής σημασίας. Συχνά ωστόσο ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτή η εμμονή με τη μορφή να οδηγήσει σε έναν φορμαλισμό που και το περιεχόμενο θα αλλοιώνει και τη γλωσσική αίσθηση του εκάστοτε ποιητή θα διαστρέφει.

Στην πορεία της σχεδόν τριαντακονταετούς ενασχόλησής του με τη μετάφραση δαντικών κειμένων ο Γιώργος Κοροπούλης, όντας ο ίδιος ποιητής που έδωσε μεγάλη έμφαση στη φόρμα, κατέληξε σε μια μέση λύση. Έχει διατηρήσει τη τερτσίνα σε ενδεκασύλλαβο, χωρίς ωστόσο να προσπαθεί να διατηρεί την ομοιοκαταληξία. Η λύση αυτή επιτυγχάνει το διπλό στόχο: και το ποίημα παραμένει ποίηση και όχι παράφραση του περιεχομένου του, αλλά και η ουσία του λόγου δεν υφίσταται την προκρούστεια παρέμβαση που θα καθιστούσε το γράμμα κενό. Στις ευφυείς εμπνεύσεις της μετάφρασης, και με στόχο να καταδειχθεί η οφειλή του μεταφραστή στην παράδοση της οποίας συνέχιση αποτελεί, είναι η κατά τόπους διατήρηση (με πλάγια στοιχεία) λέξεων της μετάφρασης του Νίκου Καζαντζάκη.

Η έκδοση

Η επόμενη μεγάλη απόφαση που πρέπει να πάρει μια δαντική έκδοση είναι ο βαθμός της εμβάθυνσης του σχολιασμού. Ο Κοροπούλης έχει και στον Παράδεισο διατηρήσει την λογική του Καθαρτηρίου: τα σχόλια, τα οποία χαρακτηρίζονται μάλιστα «ουχί παραδεδειγμένης χρησιμότητος», περιορίζονται στα απαραίτητα πραγματολογικά, ενώ προαναγγέλλεται για το μέλλον ξεχωριστή έκδοση όπου το κείμενο θα αναλύεται διεξοδικά. Νομίζω ότι αυτή η απόφαση πετυχαίνει στο να κάνει το βιβλίο χρηστικό: φέρνει σε επαφή τον αναγνώστη και την αναγνώστρια με την ποίηση του Δάντη, χωρίς να τον και την καθιστά άθυρμα μιας ατελείωτης αλυσίδας σχολιασμού.

Τέλος,  θα πρέπει να  σημειωθεί ότι η έκδοση αφιερώνεται στον εικαστικό Κύριλλο Σαρρή, του οποίου η συνεργασία με τον Κοροπούλη στο δαντικό του εγχείρημα, σήμα της οποίας είναι και το εδώ εξώφυλλο, είναι αναπόσπαστο τμήμα του τολμήματος των εκδόσεων Sestina να επανασυστήσουν τον μεγάλο ποιητή στο κοινό του 21ου αιώνα. Ελπίζουμε η προαναγγελθείσα έκδοση και της Κόλασης να ολοκληρώσει την προσπάθεια.