Της Φραγκίσκας Μεγαλούδη

Οι κυβερνητικοί φορείς ωστόσο και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι επενδυτές επιμένουν στα επιχειρήματα περί νέων θέσεων εργασίας και οικονομικών εσόδων που φέρνει η επένδυση στα ταμεία του κράτους. Στον αντίλογο για τις τεράστιες περιβαλλοντικές καταστροφές που οι εξορύξεις χρυσού ενδέχεται να προκαλέσουν, η εταιρεία και τα φιλικά προσκείμενα μέσα επαναλαμβάνουν ότι θα τηρηθούν οι πιο αυστηρές προδιαγραφές όπως γίνεται σε όλα τα αναπτυγμένα κράτη.
 
Ας εξετάσουμε λοιπόν τι έγινε σε άλλα αναπτυγμένα κράτη όπου παρ όλες τις αυστηρές προδιαγραφές και την ανάλογη νομοθεσία τα αποτελέσματα υπήρξαν καταστροφικά.
 
Το 1984 η καναδική εταιρεία Galactic Resourses Inc αγοράζει μια έκταση 1400 εκταρίων στην περιοχή Summitville στο Κολοράντο των ΗΠΑ, με σκοπό να προχωρήσει σε εξορύξεις χρυσού. Η ύπαρξη χρυσού στην περιοχή ήταν γνωστή ήδη από το 1870 και μέχρι το 1959 που τα ορυχεία της περιοχής έπαψαν την λειτουργία τους, είχαν ήδη αποδώσει πάνω από 8 κιλά χρυσού. Η εταιρεία ανακοινώνει ότι θα εφαρμόσει τις πιο «προχωρημένες και αυστηρές μεθόδους εξόρυξης» και εγγυάται την προστασία του περιβάλλοντος και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.
 
Οχτώ χρόνια αργότερα η αλήθεια θα είναι πολύ διαφορετική. Το 1992 η Galactic Resources Inc. θα κηρύξει πτώχευση και θα αφήσει στους Αμερικανούς φορολογούμενους ένα χρέος 200 εκατομμυρίων δολαρίων λόγω της ρύπανσης που προκάλεσε στην περιοχή. Απο την πρώτη εβδομάδα των εξορύξεων, τοξικά απόβλητα διέρρεαν στον ποταμό Αλαμόσα με αποτέλεσμα τον πλήρη αφανισμό της υδρόβιας ζωής σε έκταση 25 χλμ επί του ποταμού. Περισσότερα από 300 κυβικά μέτρα μολυσμένου νερού είχαν  διαρρεύσει στην περιοχή προκαλώντας τεράστια οικολογική καταστροφή ενώ η εταιρεία προχώρησε σε εξωδικαστικό διακανονισμό πληρώνοντας τελικά μόνο 30 εκ. δολάρια.
 
Και από το Κολοράντο στην Ισπανία όπου το 1987 η εταιρεία Boliden-Apirsa θα αναλάβει την εκμετάλλευση του ορυχείου μετάλλων στην περιοχή του Aznalcollar με υποσχέσεις οικονομικής ανάκαμψης και θέσεων εργασίας καθώς και με εγγυήσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1998, το φράγμα που περιέβαλε την δεξαμενή υποδοχής απορριμάτων των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων,  υπέστη ρήγμα 50 μέτρων. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν 3 εκατομμύρια κυβικά μέτρα απο λασπολύμματα και 4 εκ. κυβικά μέτρα όξινων υδάτων να χυθούν στην γύρω περιοχή και να ρυπάνουν μια έκταση 4,500 στρεμμάτων στον εθνικό δρυμό του Coto Dopana καθώς και στα νερά του ποταμού Guadiamar.
 
Ο καθαρισμός της περιοχής θα διαρκέσει 3 χρόνια και θα κοστίσει στους Ισπανούς φορολογούμενους 420 εκατομμύρια ευρώ.
 
Τον Ιανουάριο του 2000 το φράγμα στο χυτήριο Aurul του ορυχείου εξόρυξης χρυσού της “Baia Mare” στην τοποθεσία Sasar της Ρουμανίας θα καταρρεύσει. Μαζί του, πάνω απο 100,000 τόνοι κυανιούχων λυμάτων θα διεισδύσουν στον ποταμό Tisza και απο εκεί στον Δούναβη φτάνοντας σχεδόν μέχρι το Βελιγράδι. Η μόλυνση είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 1,240 τόνων ψαριών ενώ το νερό που υδροδοτούσε 2.5 εκ.ανθρώπους θα κριθεί ακατάλληλο.  Καθώς το κόστος καθαρισμού της περιοχής ήταν τεράστιο, η αυστραλιανών συμφερόντων εταιρεία Esmeralda Exploration Ltd που κατείχε και το 55% του μεταλλεύματος θα περάσει σε καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης για να προστατευθούν οι μέτοχοι της, και έτσι οι κάτοικοι θα κληθούν να πληρώσουν το κόστος.
 
Ακόμα και η περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένη Φιλανδία δεν αποτέλεσε εξαίρεση στις καταστροφές που προκαλούν οι εξορύξεις μεταλλευμάτων.
 
Το ορυχείο Talvivaara, το οποίο ανήκει και λειτουργεί από την Talvivaara Mining Company plc,ξεκίνησε την δραστηριότητα του το 2008 με πολλές υποσχέσεις για θέσεις εργασίας και πηγή εσόδων απο τους φόρους που θα επιβάλλονταν. Ο ιδιόκτητης της εταιρείας διαβεβαίωνε ότι θα χρησιμοποιούσε μια τελευταίας τεχνολογίας μέθοδο βιοδιύθισης που θα επέτρεπε την εξαγωγή μικροσκοπικών συγκεντρώσεων υλών χωρίς καθόλου περιβαλλοντικό κόστος. Ενα χρόνο μετά περίεργες οσμές  άρχισαν να αναδύονται από το ορυχείο ενώ το 2010 η δεξαμενή νερού για τα απόβλητα είχε σοβαρή δοαρροή, με αποτέλεσμα οι γύρω λίμνες να γίνουν αλμυρές και τα επίπεδα συγκέντρωσης καδμίου και νικελίου να είναι ιδιαίτερα υψηλά. Η τελική καταστροφή ήρθε το 2012 όταν μια μεγάλη διαρροή στο τέλμα των καταλοίπων τη δεξαμενής οδήγησε στη μεγαλύτερη χημική ρύπανση που έχει ποτέ γνωρίσει η Φιλανδία. Χιλιάδες κυβικά μέτρα ρυπασμένου νερού με χημικά, βαρέα μέταλλα και ουράνιο μόλυναν τουλάχιστον 250 στρέμματα από τα γύρω βαλτοτόπια και τις λίμνες .
 
Παρολες τις διαμαρτυρίες των κατοίκων και της Greenpeace η Talvivaara Mining Company τον περασμένο Μαϊο ξεκίνησε πάλι τις εξορύξεις στην περιοχή.
 
Στην επόμενη συζήτηση λοιπόν για τα ωφέλη των εξορύξεων της Χαλκιδικής στο κράτος απο τις θέσεις εργασίας και τους φόρους αλλά και στις διαβεβαιώσεις των εταιρειών για περιβαλλοντική προστασία, όλοι οι πολίτες πρέπει να αναρωτηθούμε: δεχόμαστε να υποθηκεύσουμε το μέλλον των παιδιών μας, την υγεία μας, το νερό που πίνουμε για αβέβαιες υποσχέσεις και βραχυπρόθεσμα κέρδη; Και κυρίως δεχόμαστε μια ανάπτυξη που θα έρθει με κάθε τίμημα, ακόμα και αν αυτό ισοδυναμεί με θάνατο;