(η εικόνα είναι από την ταινία μικρού μήκους του 2015 «Dinner for Few», του Νάσου Βακάλη)

Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, τηλεοπτική άδεια πανελλήνιας εμβέλειας, γενικού περιεχομένου λαμβάνουν 5 σταθμοί (ΣΚΑΙ, Star, Alpha, ANT1 και Έψιλον). Απομένει βέβαια σειρά διαδικασιών, όπως η περίοδος ενστάσεων, το μεγάλο ερωτηματικό του Mega, η πιθανότητα να εκδηλωθεί επιχειρηματικό ενδιαφέρον για τις δύο ορφανές άδειες των επτά που αρχικά προκήρυξε η κυβέρνηση και η απόφαση του ΣτΕ επί των προσφυγών των τηλεοπτικών σταθμών που ζητούν την εκ νέου ακύρωση του διαγωνισμού (μοιάζει απίθανο λόγω του πώς εξελίχθηκε η νέα διαδικασία, αλλά ποτέ δεν ξέρεις). Παρά όμως πιθανές ανατροπές, μικρής η μεγάλης αναταραχής, η ουσία θα παραμείνει αναλλοίωτη.

Από τη σύγκρουση στη συνθηκολόγηση

Η πολύπλευρη μάχη για τις άδειες ξεκίνησε στις αρχές του 2016, όταν με τροπολογία του τότε υπουργού Επικρατείας, Νίκου Παππά ο αριθμός τους ορίστηκε στις 4 και δόθηκε το έναυσμα για τη δημοπρασία που ακολούθησε. Μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας παρακολουθούσε χαιρέκακα τους ολιγάρχες και τους συμβούλους τους να είναι κλεισμένοι για δύο μέρες στο κτίριο της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, παλεύοντας για μία από τις «χρυσές» άδειες πανελλαδικής εμβέλειας. Εις μάτην τελικά, καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε τα σχετικά άρθρα του «νόμου Παππά» ακυρώνοντας τη διαδικασία και επιστρέφοντας τα πάνω από 240 εκατ. ευρώ που είχε συγκεντρώσει η κυβέρνηση πίσω στους πρώην πλειοδότες.

Με την απόφαση του ΣτΕ κλείνει ο πρώτος κύκλος της αντιπαράθεσης, η αλλιώς η επαναστατική περίοδος του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους επίδοξους καναλάρχες (όχι όλους δηλαδή, γιατί ο Σαββίδης εξαρχής παραδέχεται ότι ήταν «λαγός» στη δημοπρασία). Ακολουθεί η συνθηκολόγηση. Η «ρύθμιση γέφυρα» που υπόσχεται άμεσα η κυβέρνηση δεν έρχεται ποτέ κι ακολουθεί σειρά διαδικασιών ενός και πλέον χρόνο για τη συγκρότηση του νέου ΕΣΡ, προκλητικές καθυστερήσεις από την αντιπολίτευση αλλά και σταδιακές υποχωρήσεις, μικρές ή μεγάλες, από την κάποτε αποφασισμένη κυβέρνηση.

Σε όλο αυτό το διάστημα, η διακήρυξη ότι «οι καναλάρχες πρέπει να πληρώσουν» σταδιακά ξεθωριάζει. Στα τέλη του 2016, μετά από απαίτηση της τρόικας, καταργείται το αγγελιόσημο, έναν ιδιότυπο κοινωνικό πόρο, που καταβαλλόταν από τα διαφημιστικά έσοδα των ΜΜΕ (21,5% για της διαφημίσεις τηλεόρασης – Τύπου) υπέρ του ΕΔΟΕΑΠ, του επικουρικού ταμείου των δημοσιογράφων. Ουσιαστικά, η λειτουργία του αγγελιόσημου ήταν ότι υποκαθιστούσε τις εισφορές των εργοδοτών. Η κυβέρνηση υπόσχεται τότε, ενώ ο ΕΔΟΕΑΠ οδηγείται σε οικονομική καταστροφή, ότι θα αντικαταστήσει τον χαμένο πόρο του αγγελιοσήμου και, εν μέρει, το κάνει. Επιβάλλεται εισφορά 2% υπέρ του ΕΔΟΕΑΠ  από τον συνολικό τζίρο των ΜΜΕ. Μικρό ποσοστό ωστόσο, δεδομένου ότι στις διαπραγματεύσεις με τους καναλάρχες υπήρχε πρόταση για εισφορά 5% του τζίρου, που ξαφνικά μειώθηκε…

Τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Τον Νοέμβριο του 2017 έρχεται το μεγαλύτερο, μέχρι στιγμής, δώρο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στους επίδοξους καναλάρχες. Με τροπολογία των Παππά – Τσακαλώτου – Παπανάτσιου μειώνεται ο Ειδικός Φόρος Τηλεόρασης (ΕΦΤ), που είχε επιβληθεί με το πρώτο μνημόνιο στις τηλεοπτικές διαφημίσεις, από το 20% στο 5%, από τον Απρίλιο του 2018.

Για τις μνημονιακές κυβερνήσεις, ο ΕΦΤ είναι μία ιδιαίτερη ιστορία. Μολονότι επιβλήθηκε το 2010, δημιούργησε αμέσως ένα… χριστουγεννιάτικο έθιμο. Κάθε χρόνο, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ περνούσαν, λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, μία τροπολογία που ανέβαλλε την επιβολή του φόρου στα κανάλια για έναν χρόνο. Η τρόικα φυσικά, που ελέγχει κάθε πτυχή και κάθε άρθρο της ελληνικής Βουλής, δεν είχε κανένα πρόβλημα με την απώλεια δεκάδων εκατομμυριών από τα κρατικά ταμεία. Και μάλιστα, όταν η κυβέρνηση Σαμαρά ξέχασε να περάσει την καθιερωμένη τροπολογία, χρειάστηκε να αναλάβει δράση η τότε Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, Κατερίνα Σαββαϊδου, για να προστατευτούν οι άποροι μεγαλοεπιχειρηματίες.

Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η μείωση του ΕΦΤ, που ήδη βρίσκεται σε ισχύ, θα επιφέρει απώλεια 20 εκατ. ευρώ ετησίως στο ελληνικό Δημόσιο (15 εκατ. το 2018), έσοδα που «θα καλυφθούν από άλλους πόρους». Το ίδιο είχε υποστηρίξει σε δηλώσεις του και ο αρμόδιος υπουργός Νίκος Παππάς, που είχε τότε υπεραμυνθεί της μείωσης, επικαλούμενος τα «δύο νέα βάρη» που επιβάλλονται στους καναλάρχες: την εισφορά υπέρ του ΕΔΟΕΑΠ και το τίμημα για τις τηλεοπτικές άδειες που επρόκειτο να μοιραστούν. Στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας οι Παππάς και Τσακαλώτος υποστήριξαν ότι η μείωση του φόρου θεσπίζεται ενόψει της επικείμενης αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών και προς τον σκοπό διευκόλυνσης νέων επενδύσεων»

Η αλήθεια είναι όμως ότι σε αυτήν την περίπτωση, η κυβέρνηση επιχειρεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Η επίκληση στα «νέα βάρη» για τις επιχειρήσεις, ισχύει για κάθε επιχείρηση που προσπαθεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα της κρίσης, ωστόσο μόνο τα κανάλια είχαν το προνόμιο και την «τύχη» να νομοθετηθεί μείωση μνημονιακού φόρου υπέρ τους. Το επιχείρημα επίσης των «δύο νέων βαρών», εκτός από άδικο και προνομιακό, είναι και ψευδές. Η κυβέρνηση υπολογίζει στα δύο «νέα βάρη» την εισφορά υπέρ ΕΔΟΕΑΠ, που θεσπίστηκε μεν επί ΣΥΡΙΖΑ –  ΑΝΕΛ, για να αντικαταστήσει ωστόσο την κατάργηση του αγγελιοσήμου και το τίμημα για τις τηλεοπτικές άδειες, που ήταν απλά το αυτονόητο, μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες ανομίας. Συν τοις άλλοις, η κυβέρνηση ξεχνάει τα δικά της προηγούμενα επιχειρήματα και αυτοαναιρείται. Οι ολιγάρχες, στον πρώτο διαγωνισμό, ήταν πρόθυμοι να δαπανήσουν δυσθεώρητα ποσά, ήτοι δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για την απόκτηση μιας τηλεοπτικής άδειας και η κυβέρνηση ένιωθε δικαιωμένη με την επιλογή της, υπογραμμίζοντας πόσο πολύτιμη είναι γι αυτούς η απόκτηση ενός τηλεοπτικού ΜΜΕ. Στον πρώτο διαγωνισμό επίσης, υπήρχε το αγγελιόσημο και ο μνημονιακός φόρος του 20% στις διαφημίσεις, αλλά δεν τους εμπόδισαν να δώσουν συνολικά 240 εκατ. Ξαφνικά, η ετήσια άδεια των 3,5 εκατ. είναι ένα «πρόσθετο βάρος» που πρέπει να αντικατασταθεί…

Για τι ποσά μιλάμε όμως ακριβώς; Ένα έγγραφο της ΑΑΔΕ που κατατέθηκε στη Βουλή τον Δεκέμβριο ρίχνει περισσότερο φως στο αν και πόσα πλήρωσαν οι καναλάρχες στα δύο χρόνια που ίσχυσε τελικά ο Ειδικός Φόρος Τηλεόρασης στο 20%:

Ο πίνακας 2 που δίνει στη δημοσιότητα η ΑΑΔΕ (ο πρώτος περιέχει την πρώτη δόση του πρώτου διαγωνισμού) είναι αποκαλυπτικός: Τα έσοδα του ΕΦΤ από τη διαφημιστική πίτα των καναλιών πανελλαδικής εμβέλειας είναι πάνω από 40 εκατ. ευρώ τον χρόνο (τα στοιχεία έχουν υπολογιστεί τον Ιούλιο του 2017, οπότε το τελευταίο έτος υπολογίζεται κατά προσέγγιση). Αυτό σημαίνει ότι, η μείωση του φόρου κατά 75% επιφέρει μειωμένα έσοδα 30 εκατ. και όχι 20, όπως υποστήριξε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους στην κυβερνητική τροπολογία. Δηλαδή, οι νέοι καναλάρχες θα δίνουν συνολικά 17,5 εκατ. το χρόνο στο κρατικό ταμείο (πέντε άδειες επί 3,5 εκατ. η άδεια ετησίως), το πολύ 24,5 εκατ. ευρώ αν τελικά δοθούν και οι δύο άδειες που έχουν απομείνει στο συρτάρι και θα κερδίσουν ένα πόσο άνω των 30 εκατ. συνολικά από τη μείωση του φόρου. Όχι μόνο δηλαδή κάθε νέο βάρος αντικαθιστά ένα προηγούμενο, αλλά και στο θέμα του «ισοσκελισμού» αδειών – ΕΦΤ, τα κανάλια θα έχουν κι ένα μικρό κέρδος μερικών εκατομμυρίων.

Παράλληλα, δεδομένου ότι τον Ιούλιο του 2017 υπήρχε ακόμα ένα υπόλοιπο από 6 εκατ. από το 2016 και ήδη στο πρώτο μισό της χρονιάς εκείνης είχε μαζευτεί ένα υπόλοιπο 10 εκατ., προκύπτει και μια ερώτηση προς την ΑΑΔΕ, που θα πρέπει να θέσει η κυβέρνηση. Τι χρωστάνε οι καναλάρχες; Κι επίσης, η μείωση του φόρου ισχύει εδώ κι έναν μήνα, ωστόσο ακόμα δεν έχει τελεσιδικήσει η υπόθεση των νέων τηλεοπτικών αδειών, με τις οποίες είχε συνδεθεί η φοροελάφρυνση. Δεδομένου ότι κάθε ευρώ στα κρατικά ταμεία έχει σημασία, δεν θα μπορούσε (και θα έπρεπε) η κυβέρνηση να αναβάλει την εφαρμογή του «δώρου»;

Μολαταύτα, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, παρά τις συνεχείς υποχωρήσεις, τα κατάφερε καλύτερα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Στο προηγούμενο καθεστώς τα κανάλια δεν πλήρωναν για άδειες και ο ΕΦΤ δεν εφαρμοζόταν, έστω μειωμένος κατά 75%, αλλά αναβαλλόταν σκανδαλωδώς κάθε χρόνο, ουσιαστικά επ’ αόριστον. Παράλληλα, καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας αδειοδότησης, η προσπάθεια της αντιπολίτευσης, ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – Ποταμιού, να μην περάσει καμία νέα ρύθμιση, ήταν λυσσαλέα και η προστασία ενός τοπίου ανομίας εξοργιστική. Θα ήταν άδικο επομένως να εξομοιώσει κανείς τη νυν κυβέρνηση με τις προηγούμενες στο θέμα των καναλιών. Από την άλλη πλευρά όμως η «ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου», ανάγκη αυτονόητη εδώ και περίπου 30 χρόνια, έρχεται με το μικρότερο δυνατό για τους ολιγάρχες τίμημα.

Όλα τα παραπάνω όμως, αφορούν μόνο το οικονομικό σκέλος της υπόθεση των καναλιών και εν γένει των ΜΜΕ. Οι ολιγάρχες που θα λάβουν τηλεοπτική άδεια εκμεταλλεύονται ένα δημόσιο αγαθό, αξίας, όπως αποδείχτηκε, εκατοντάδων εκατομμυρίων αν χρειαστεί. Πρέπει να πληρώνουν; Φυσικά και ναι. Αρκεί αυτό; Φυσικά και όχι.

Η διαπλοκή ως Λερναία Ύδρα

Με αφορμή μεμονωμένες υποθέσεις, όπως την είσοδο του Ιβαν Σαββίδη με όπλο στο γήπεδο της Τούμπας ή την πρόσφατη σύγκρουση κυβέρνησης με τον Βαγγέλη Μαρινάκη, γίνεται ξανά πολύς λόγος για την διαπλοκή. Αυτήν που κάθε αντιπολίτευση υπόσχεται να πολεμήσει και κάθε κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πολεμάει. Το πρόβλημα όμως είναι ότι κάθε φορά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η διαπλοκή αντιμετωπίζεται περιπτωσιολογικά, με περιπτώσεις «σάπιων μήλων» ή σκάνδαλα, που ανεξάρτητα από τη σημασία τους μεμονωμένα, αποπροσανατολίζουν από τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος.

Τις προηγούμενες μέρες, λόγω της κόντρας με τον Βαγγέλη Μαρινάκη, η κυβέρνηση επανέφερε την υπόσχεσή της για «σύγκρουση με τη διαπλοκή» . Εκτός των συνεχών ανακοινώσεων του Μεγάρου Μαξίμου, ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε, μιλώντας στη Λέσβο:

«Όσες δυνάμεις κι αν συσπειρώσει κανείς, όσα κατεστημένα οικονομικά συμφέροντα, εκδοτικά συγκροτήματα και εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας, όση παραγωγή μαύρης προπαγάνδας και ψευδών ειδήσεων και να καταφέρουν, η πραγματικότητα δεν αλλάζει»

[…]

«Σύμμαχο σε αυτήν την προσπάθεια δεν θελήσαμε ποτέ να έχουμε ολιγάρχες, ανθρώπους της νύχτας ή των σαλονιών, διαπλεκόμενους εκδότες, ή κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες που νομίζουν ότι τους χρωστάει η χώρα και οι πολίτες».

Η κυβέρνηση επιχειρεί να συνδέσει τη σύγκρουση με τον Μαρινάκη σε σύγκρουση με τη διαπλοκή. Άλλωστε ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας είναι το κατάλληλο πρόσωπο για να παίξει το ρόλο του «σκιάχτρου». Εφοπλιστής, ιδιοκτήτης του Ολυμπιακού, ιδιοκτήτης, τυπικά ή άτυπα, πληθώρας ΜΜΕ, ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο το πρότυπο του επιχειρηματία με ισχυρή επιρροή στη δημόσια σφαίρα και δυνατότητα να διαμορφώνει ένα μέρος της ατζέντας και της καθημερινής δημόσιας συζήτησης. Διατηρεί επίσης, στενές κοινωνικές σχέσεις με την οικογένεια Μητσοτάκη ως κουμπάρος της Ντόρας Μπακογιάννη και έχει βρεθεί ή βρίσκεται στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης για πολύ σοβαρές υποθέσεις, που έχουν δημιουργήσει στην κοινή γνώμη, δικαίως ή αδίκως, την πεποίθηση ότι «κάτι υπάρχει».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τα συμφέροντα Μαρινάκη και Νέας Δημοκρατίας ταυτίζονται. Μια ματιά στα ΜΜΕ που ελέγχει ο συγκεκριμένος ολιγάρχης αρκεί για του λόγου το αληθές. Το νόμισμα έχει όμως και άλλη όψη. Όταν στη δημοσιότητα βρισκόταν μια υπόθεση του Ιβάν Σαββίδη, φανατικό υποστηρικτή (μαζί με τα ΜΜΕ του) του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν κυβερνητικοί βουλευτές αυτοί που τον υπερασπίζονταν στη Βουλή, ήταν η κυβέρνηση που σιωπούσε και η αντιπολίτευση που ξιφουλκούσε. Μπορεί οι υποθέσεις να είναι διαφορετικές, ουσιαστικά όμως κόμματα και μεγαλοεπιχειρηματίες είναι μέλη του ίδιου σαθρού παιχνιδιού. Μπορεί να χωρίζονται σε στρατόπεδα, να αλλάζουν συμμαχίες, να υποστηρίζουν μέσω των ΜΜΕ που ελέγχουν ή την επόμενη μέρα να βρίσκονται απέναντι στην εκάστοτε κυβέρνηση (βλ. περίπτωση Ψυχάρη με μαύρα, μετά κόκκινα, μετά ξανά μαύρα πρωτοσέλιδα του τότε ΔΟΛ), αλλά δρουν και συνδιαλέγονται στο ίδιο σύστημα, που υπερβαίνει κατά πολύ τον κάθε Μαρινάκη και τον κάθε Σαββίδη.

Παζάρια με κοινωνικό κεφάλαιο

Η διαπλοκή είναι πρόβλημα δομικό και όχι μεμονωμένα σκάνδαλα και περιπτωσιολογία. Πίσω από τις υποσχέσεις και τις αλληλοκατηγορίες κάθε κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι ο μετασχηματισμός κατά καιρούς των στρατοπέδων και η εναλλαγή των προσώπων. Το γεγονός ότι μέχρι πρότινος την προσωποποιούσε στην συνείδηση του κόσμου ο Μπόμπολας και πλέον ο Μαρινάκης ή ο Σαββίδης, δεν έχει καμία σημασία. Ας επιστρέψουμε όμως στην αρχή, στο ποιοι πήραν τις άδειες. Σε ελεύθερη μετάφραση, ο τηλεοπτικός αέρας θα ανήκει πλέον τους Αλαφούζο, Βαρδινογιάννη, Σαββίδη, Κυριακού και Κοντομηνά. Όσο αυστηρή και να είναι μια κυβέρνηση μαζί τους, όσα και να τους ζητήσει να πληρώσουν, το γεγονός ότι οι ολιγάρχες θα ελέγχουν την συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ δεν πρόκειται να αλλάξει. Κι αυτό το κεφάλαιο, όπως έχει αποδειχθεί, αξίζει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.

Το συγκεκριμένο κεφάλαιο όμως δεν έχει να κάνει με το πορτοφόλι του ολιγάρχη. Είναι κοινωνικό, η επιρροή που ασκεί, ή να δύναται να ασκήσει μέσω των ΜΜΕ του στο κοινό, στους τηλεθεατές και αναγνώστες, στους ψηφοφόρους. Χρησιμοποιώντας αυτό το κεφάλαιο, ο μεγαλοεπιχειρηματίας προσέρχεται στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με την εκάστοτε πολιτική εξουσία ή έστω, αναγκάζει την εν λόγω εξουσία να κάτσει στο τραπέζι απέναντί του. Έχει αποδειχθεί στο παρελθόν ότι τα ανταλλάγματα για αυτό το κεφάλαιο είναι πολλά και διαφορετικά. Τραπεζική διαφήμιση, εξυπηρέτηση συμφερόντων, ασυλία, έπαθλα μιας αέναης διαπραγμάτευσης μεταξύ μιντιακής και πολιτικής εξουσίας, δηλαδή «διαπλοκή». Έχει αποδειχθεί επίσης ότι οι περίοδοι γενικής κρίσης (μνημόνιο, εκλογές Ιανουαρίου 2015, δημοψήφισμα) ή μεμονωμένης κρίσης για το «αφεντικό» (Μαρινάκης) είναι τότε που η εξάρτηση των ΜΜΕ από τα αφεντικά τους γίνεται ξεκάθαρη στην κοινή γνώμη. Αυτό όμως φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει τον υπόλοιπο καιρό, καθημερινά, διαφανής μέσα στη συνολική αδιαφάνεια των συστημικών ΜΜΕ. Κι αυτόν τον γόρδιο δεσμό δεν θα τον λύσει καμία κυβέρνηση, παρά μόνον όσοι συγκροτούν το κεφάλαιο που εκμεταλλεύονται οι ολιγάρχες.

Η λύση λοιπόν είναι, να τους πάρουμε το κεφάλαιο, την κοινωνική επιρροή. Να σπάσει, επιτέλους, η παρεμβολή τους στην πληροφορία, την ενημέρωση, τη δημοσιογραφία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όμως μόνο με συνειδητοποιημένους καταναλωτές, πολίτες, δέκτες και παράλληλα κριτές της ενημέρωσης και αποφασισμένα ΜΜΕ, να πάρουν τον ρίσκο να αλλάξουν τον κόσμο τους. Δεν είναι απλό, δεν είναι εύκολο και κανείς ποτέ δεν είπε πως θα είναι. Αλλά είναι ζήτημα δημοκρατίας, η ενημέρωση να είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ μόνο αυτών που την παρέχουν και αυτών που την πληρώνουν, την απολαμβάνουν και την κρίνουν.

Η λύση δεν είναι να ευχόμαστε ότι θα σταματήσει ένα από τα δύο μέρη της διαπραγμάτευσης της διαπλοκής να προσέρχεται στο τραπέζι. Η λύση είναι να καταστραφεί το τραπέζι.