Η πτώση του Μιλόσεβιτς τον Οκτώβριο του 2000, που ακολούθησε την ήττα του στις εκλογές του προηγούμενου μήνα, οδηγεί στο σχηματισμό της πρώτης μη κομμουνιστικής κυβέρνησης στην ιστορία της χώρας. Το μήνυμα του διαδόχου του, Βόισλαβ Κοστούνιτσα, στο σερβικό λαό στις 5 Οκτώβρη, ξεκινά με τη φράση: «Καλησπέρα απελευθερωμένη Σερβία».  
 
Μαζί με το απολυταρχικό καθεστώς του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς παύει και η διεθνής απομόνωση της χώρας, στην οποία είχε βυθιστεί για χρόνια. 
 
Η παράδοση του πρώην ηγέτης της, καθώς και των σερβοβόσνιων ηγετών, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα πολέμου, θα σημάνει και την πολυπόθητη χορήγηση οικονομικής βοήθειας στη Γιουγκοσλαβία, που παραπαίει. 


 

«Τελευταίος στόχος του ΝΑΤΟ: Η οικονομία της Γιουγκοσλαβίας»

Αυτός είναι ο τίτλος άρθρου του Michael Dobbs στην Washington Post στις 25/4 του 1999. Η ανταπόκρισή του για τις οικονομικές επιπτώσεις των βομβαρδισμών είναι χαρακτηριστική:
 
«Η οικονομία, που ήδη  παραίπεε υπό την πίεση των οκταετών διεθνών κυρώσεων και των δεκαετιών της κακοδιαχείρισης, τώρα αποσυναρμολογείται κομμάτι κομμάτι. Γιουγκοσλάβοι αξιωματούχοι υποστηρίζουν πως οι απώλειες από τους βομβαρδισμούς έχουν αγγίξει τα $100 δις, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις οι βομβαρδισμοί έχουν γυρίσει τη χώρα μία, ακόμη και δύο δεκαετίες πίσω


 

Στη διάρκεια των βομβαρδισμών, οι νατοϊκές δυνάμεις χτυπούν, μεταξύ άλλων, τις δύο μεγαλύτερες πετρελαϊκές της χώρας , το εργοστάσιο παραγωγής του γνωστού οχήματος «yugo» (το οποίο απασχολούσε 15.000 εργαζομένους), πλήθος άλλων εργοστασίων και βιομηχανικών μονάδων, εγκαταστάσεις παραγωγής και μετάδοσης ηλεκτρικής ενέργειας (οι οποίες παρείχαν θέρμανση σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες), δρόμους, σχεδόν όλες τις γέφυρες της χώρας και σιδηροδρομικές γραμμές.
 
«Χωρίς ξένη βοήθεια, θα είναι αδύνατο να ξαναχτίσουμε το εργοστάσιο», δήλωνε τότε ο διευθυντής του μεγαλύτερου εργοστασίου παραγωγής βαρέων μηχανημάτων της πόλης Κρούσεβατς.
 
«Χωρίς  τα μηχανήματα που παρήγαγε αυτό το εργοστάσιο, η χώρα δεν θα έχει τη δυνατότητα να ξαναχτίσει τις γέφυρες και ο,τι άλλο κατέστρεψαν οι βομβαρδισμοί
Η Σερβία στο χορό της παγκοσμιοποιημένης αγοράς
 
Η πτώση του Μιλόσεβιτς, και η ανάδειξη του Δημοκρατικού Κόμματος στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 2000, σηματοδότησε το τέλος του οικονομικού προστατευτισμού της Σερβίας και την έναρξη μιας περιόδου οικονομικής φιλελευθεροποίησης, που οδήγησε σταδιακά σε συνθήκες άγριου καπιταλισμού.
 
Τα επόμενα χρόνια, η άθλια οικονομική κατάσταση της Σερβίας ($1.160 ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα το 2000) έδωσε τη θέση της στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ($6.485 το 2008), με τις  ξένες επενδύσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις των, μέχρι πρόσφατα κρατικών και κραταιών, βιομηχανιών να συνιστούν τη νο.1 προτεραιότητα της νέας σερβικής οικονομικής πολιτικής.
 
Πράγματι, την τελευταία δεκαετία ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της Σερβίας κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στο 4,45% ετησίως, ενώ το 2008 (κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης) η χώρα είχε την καλύτερη εικόνα στα δημοσιονομικά της στοιχεία από την αρχή της δεκαετίας, με το δημόσιο χρέος της να αγγίζει τα 8.78 δισ. ευρώ. Το 2011 είχε ήδη ανέλθει εκ νέου στα 14.48 δισ.
 
Από το 2001 έως και το 2011, 3.017 κρατικές επιχειρήσεις της Σερβίας ιδιωτικοποιούνται.
 
Την ίδια περίοδο η χώρα συγκεντρώνει το έντονο ενδιαφέρον σημαντικών πολυεθνικών επενδυτών: Fiat, US Steel, Lafarge, Carlsberg, Coca Cola, Nestle, Golden Lady, Pompea, Progetti Company, Falc East, Microsoft και Siemens.
 
Παρόλα αυτά, ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της σερβικής οικονομίας παραμένει η ανεργία
 
Τ ο Νοέμβριο του 2012, το ποσοστό των ανέργων της χώρας άγγιζε το 22,4%, την ώρα που ο πληθυσμός της  Σερβίας περιορίζεται, εξαιτίας της εντεινόμενης μετανάστευσης νέων επαγγελματιών σε χώρες της ΕΕ.
 
Το 2011, το 9,2% του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας.

 

«Μαύρες» ιδιωτικοποιήσεις
 
«Κατά τη διάρκεια των ιδιωτικοποιήσεων, επικρατούσε ένα κλίμα, που επέβαλλε οι εργάτες μα μην ρωτάμε οτιδήποτε, ούτε να συζητάμε μεταξύ μας, για να μην χαλάσει κάπως η συμφωνία» αναφέρει ο Istvan Hadji, αναπληρωτής πρόεδρος του αυτόνομου εργατικού συνδικάτου της Σουμπότιτσα.
 
Οι ιδιωτικοποιήσεις έπρεπε να γίνουν γρήγορα και αθόρυβα, ώστε όλο και περισσότεροι ξένοι επενδυτές να επιλέξουν τη Σερβία για τις νέες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Την ίδια ώρα, η νομοθεσία για τις ιδιωτικοποιήσεις σχεδιάστηκε με ένα τεράστιο νομικό κενό: οι νέοι ιδιοκτήτες δεν ήταν αναγκασμένοι να παρουσιάσουν τα πλήρη στοιχεία τους, καθώς και το πλήρες ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεών τους. Το αποτέλεσμα;
 
Πολλοί από τους φερόμενους ξένους επενδυτές αποδείχτηκαν σέρβοι επιχειρηματίες με ευρείες διασυνδέσεις, οι οποίοι έλαβαν υπέρογκα δάνεια και συσσώρευσαν χρέος στις νεοαποκτηθείσες επιχειρήσεις, ενώ υπογείως μετέφεραν σε offshore της ιδιοκτησίας τους, τεράστια κεφάλαια και εξοπλισμούς.
 
Περίπου 2000 από τις 3.017 κρατικές επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν οδηγήθηκαν γρήγορα στο λουκέτο και περίπου 83.000 θέσεις εργασίας (τα 2/3 των θέσεων προ ιδιωτικοποιήσεων) χάθηκαν.
 
Πρόσφατα η Διεθνής Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ), δημοσιοποίησε στοιχεία βάσει των οποίων αποδεικνύεται η εμπλοκή του πρώην υπουργού Οικονομικών της ΠΓΔ της Μακεδονίας, Zanko Cado, στη διαχείριση και καταστροφή της Agrohem, μίας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες παραγωγής λιπασμάτων της Σερβίας.  Λίγο πριν την πτώχευση της Agrohem, $6,9 εκατ. είχαν μεταφερθεί σε offshore του Ζ. Cado, με έδρα τις Παρθένους Νήσους. (Ολόκληρο το πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ των Djordje Padejski και Michael Hudson της ICIJ, εδώ)
 
Το παράδειγμα της Agrohem είναι ένα μόνο από τα εκατοντάδες άλλα, ενώ ο Z. Cado υπήρξε μέλος μιας ομάδας εξαγοραστών, οι οποίοι εμπλέκονται στην πτώχευση ακόμη δύο κρατικών επιχειρήσεων (Fidelinka και Navip).
 
Αρκετά είναι και τα παραδείγματα επιχειρήσεων, που χρησιμοποιήθηκαν ως βιτρίνα για τη μεταφορά και διοχέτευση μαύρου χρήματος. 

«Το 3 έως 5% του ΑΕΠ της Σερβίας προέρχεται από ξέπλυμα μαύρου χρήματος, κάτι που συνιστά σημαντικό κίνδυνο για την ομαλή λειτουργία της σερβικής οικονομίας» δήλωνε το 2011, ο πρεσβευτής της ΕΕ στη χώρα, Vincent Deger, καλώντας την να επανεξετάσει 20 συμφωνίες ιδιωτικοποίησης (μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβανόταν η Agrohem).