Αυτή τη βδομάδα του Ιούνη του 2018 που διανύουμε είναι για μένα σημείο ιστορικής καμπής για τέσσερεις λόγους, δύο πολιτικούς και δυο προσωπικούς. Ο πρώτος λόγος είναι το κλείσιμο της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και FYROM, μιας συμφωνίας που δεν θα αξιολογήσω αυτή τη στιγμή αλλά μονάχα θα παρατηρήσω ότι φαίνεται να δίνει προς ώρας ένα τέλος σε μια διένεξη που διήρκεσε 26 ολόκληρα χρόνια. Ο δεύτερος είναι η ψήφιση του πολυνομοσχεδίουμε το οποίο ολοκληρώνονται τα προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης του προγράμματος, και, άρα, το υποτιθέμενο τέλος 8 χρόνων μνημονίων. Ο τρίτος λόγος είναι ότι πέρασε κιόλας ένας χρόνος από τον θάνατο του Κώστα Εφήμερου και το ThePressProjectέχει καταφέρει, με ανυπολόγιστο κόπο και κόστος, να κρατηθεί ζωντανό. Ο τέταρτος και τελευταίος είναι ότι αυτή τη βδομάδα κλείνω τα 30, αφήνω πίσω δηλαδή τα καθησυχαστικά/έχεις-όλη-τη-ζωή-μπροστά-σου και ανέμελα/πάρτυ-σαν-να-μην-υπάρχει-αύριο βλέμματα που έπονται της απάντησης «20κάτι χρονών».

Ήμουν, λοιπόν, 4 χρονών στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό και τις ταρζανιές του Σαμαρά, 22 όταν ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε από το Καστελόριζο την είσοδο στον μηχανισμό στήριξης, και 29 όταν έφυγε ο Κώστας. Ήμουν ακόμα νιάτο. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων δεν γέρασα μόνο εγώ αλλά, τρόπον τινά, και η ελληνική κοινωνία. Και επειδή θα ήταν ιστορικά αδαές αλλά και πρακτικά αδύνατο στο πλαίσιο ενός άρθρου να αναλύσω συνολικά το φαινόμενο της γήρανσης της ελληνικής κοινωνίας, είπα να καταπιαστώ με μια μελέτη περίπτωσης που συμπυκνώνει όλα όσα θέλω να πω: τον Αρκά.*
 
Ο βίος και η πολιτεία του Αρκά

Ο γνωστός σε όλους μας Αρκάς είναι το ψευδώνυμο ενός κομίστα που ξεκίνησε την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο θρυλικό περιοδικό κόμιξ (και όχι μόνο) Βαβέλ. Τον Φεβρουάριο του ’81, 8 μήνες πριν έρθει ο «Σεισμός, σεισμός σοσιαλισμός» στη χώρα, έκανε την εμφάνισή του το περιοδικό κόμιξ για ενήλικες Βαβέλ. Αν και κατά τα φαινόμενα και τα λεγόμενα η Βαβέλ ακολουθούσε το πρότυπο του περιοδικού κόμιξ linus που εμφανίστηκε το 1965 στην Ιταλία, ήταν, ταυτόχρονα, όπως πολλά άλλα δείγματα εκδοτικής δραστηριότητας της εποχής, γνήσιο τέκνο του πολιτισμικού αέρα που έφερε η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα: καινούριες ιδέες, ελευθερία έκφρασης, Αριστερά και αριστερισμός, σεξ, πολιτική και (επιστημονική) φαντασία. Η Βαβέλ δεν ήταν βέβαια το πρώτο περιοδικό κόμιξ για ενήλικες στην Ελλάδα, καθώς είχαν προηγηθεί η Κολούμπρατο’78 και το Μαμμούθ το ’80, είναι, όμως, το πρώτο που μακροημέρευσε και συνέχισε να εκδίδεται (με μερικά διαλείμματα) μέχρι και το 2008. Ο Αρκάς, λοιπόν, κάνει το ντεμπούτο του στη Βαβέλ τον Σεπτέμβριο του ’81, με τον «Κόκκορα»που προσπαθεί να γίνει αγαπητός και θελκτικός στις κότες ενώ στο κοτέτσι όπου ζει έχει αναλάβει τον ρόλο του ένα γουρούνι.

Σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες ή δημοσιολόγους πολιτικούς σχολιαστές που χρησιμοποιούν ψευδώνυμα, η πραγματική ταυτότητα του Αρκά δεν έχει ποτέ αποκαλυφθεί. Μπορούμε να εικάσουμε με σχετική ασφάλεια ότι είναι άντρας, από τη θεματολογία και την επιτέλεση του φύλου του, Έλληνας ή εν πάση περιπτώσει ελληνόφωνος κάτοικος της Ελλάδας, μεσήλικας προς ή μετά τη σύνταξη, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, ζωόφιλος ή πάντως ζωογνώστης. Φήμες που θέλουν το «Αρκάς» να προσδιορίζει την καταγωγή του από την Αρκαδία δεν έχουν επιβεβαιωθεί ποτέ από τον ίδιο. Κάποιοι τον θέλουν να είναι διάσημος πολιτικός, ψυχαναλυτής ή ακόμα και οδοντίατρος. Τα ονόματα «Γεράσιμος Σπανοδημήτρης» και «Άρης Καστρινός» (Αρ.Κας.) έχουν προταθεί ως πιθανά ονόματα του δημιουργού, χωρίς όμως ποτέ να επιβεβαιωθούν. Το όνομα «Αντώνης Ευδαίμων» χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο ως υπογραφή στην εικονογράφηση του διηγήματος «Ένα παιδί και ο σκύλος του» που δημοσιεύτηκε στη Βαβέλ το 1985 αλλά και σε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο-απάντηση στον Γιάννη Τσαρούχη στο τεύχος 33 του 1984. Αν και το «Ευδαίμων» είναι επίσης μάλλον ψευδώνυμο, το όνομα «Αντώνης» πιθανολογείται ως πραγματικό, σύμφωνα με τον Σάκη Μπουλά, ο οποίος αποκάλυψε σε τηλεοπτική συνέντευξη του στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ότι γνωρίζει τον Αρκά, λέγοντας: «Και μάλιστα ο Αντώνης είχε κάνει και ένα σκίτσο προσωπικά για μένα, πάνω σε χαρτοπετσέτα, στην ταβέρνα που ήμασταν».
 
Η 9η τέχνη του

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Τσαρούχη και Αρκά στη Βαβέλ το ’83-'84 επειδή είναι ενδεικτικές του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζε ο Αρκάς την τέχνη του. Διαβάζουμε, λοιπόν, από το τεύχος 32 του Δεκεμβρίου του 1983, το γράμμα που έστειλε ο διάσημος ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης για να «συστήσει» τον – διεθνούς φήμης χορογράφο τώρα και άσημο 19χρονο σκιτσογράφο τότε – Δημήτρη Παπαϊωάννου: 

Το να κάνεις κόμικς ποιητικά και ζωγραφικά όταν οι άλλοι κάνουν ηρωικά ή σχετλιαστικά (sic)είναι κάτι σα το αυγό του Κολόμβου.Ο ηρωισμός έχει ένδοξους προγόνους αλλά είναι ξεπεσμένος. Οι πολεμικές σκηνές των αρχαίων ζωοφόρων του 4ου αιώνος, βωμός Περγάμου, τροποποιημένες από τον μικροαστικό ρατσισμό και τον ισχνό ρασιοναλισμό της εποχής μας, μας δίνουν τα κόμικς του Ταρζάν και του Αριάν. Τα κόμικς του Παπαϊωάννου έχουν ζωγραφική και ποίηση, να κάτι το τόσο απλό που δε τόχε σκεφτεί κανένας. Δε μπόρεσα ποτέ να εικονογραφήσω ένα φιλολογικό έργο, αλλά ό,τι έχω κάνει είναι η εικονογράφηση ενός ποιήματος που δεν έχει γραφτεί.Τα ζωγραφικά και ποιητικά κόμικς θυμίζουν τα Δωδεκάορτα της Β. ζωγραφικής τηρουμένων των αναλογιών και των αποστάσεων χρονικών και άλλων. Ο Αμασίας Αστέριος εκαφτηρίαζε κι απαγόρευε να υφαίνουν στα «σήματα» των χιτώνων το βίο του Χριστού και της Παναγίας.Είχε ίσως άδικο γιατί αυτά τα υφαντά Δωδεκάορτα ακολουθούσαν το δικό τους χαβά, οργιώδη σε χρώματα, ζωγραφική μισο-Ατζέκικη και μισο-Χριστιανική.Η ζωγραφική και το χρώμα οδηγεί σε άλλου είδους κόμικς που θα έχουν ανάγκη όσοι δεν σαγηνεύονται από τα παραμύθια των μυών, τα κακοσχεδιασμένα ή τα υποπαράγωγα της σιχασιάς και της απογοητεύσεως.

 
Ο Αντώνης Ευδαίμων ή Αρκάς απαντά με άρθρο του στο επόμενο τεύχος της Βαβέλ:
 

Στο προηγούμενο τεύχος της ΒΑΒΕΛ ο Γιάννης Τσαρούχης, προλογίζοντας τα κόμικς ενός νέου σκιτσογράφου διατυπώνει την άποψη ότι «η ζωγραφική και το χρώμα οδηγεί σε άλλου είδους κόμικς» σε αντίθεση με τα «παραμύθια των μυών, τα κακοσχεδιασμένα ή τα υποπαράγωγα της σιχασιάς και της
απογοητεύσεως». Πιστεύει ο ζωγράφος ότι «τα κόμικς που έχουν ζωγραφική και ποίηση» είναι μια ιδέα απλή και πρωτότυπη, «κάτι σαν το αυγό του Κολόμβου». Αυτά, τα ζωγραφικά κόμικς, τα συνδέει «τηρουμένων των αναλογιών» με τα Βυζαντινά Δωδεκάορτα ενώ θεωρεί τα κόμικς ηρωικής φαντασίας σαν εκχυδαϊσμένες τροποποιήσεις των ζωοφόρων του 4ου αιώνα.
Το σημείωμα του Γιάννη Τσαρούχη δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία μιας και μοναδικός του σκοπός φαίνεται να είναι η παρουσίαση της δουλειάς του συγκεκριμένου σκιτσογράφου. Όμως βγάζει στην επιφάνεια κάποιες από τις χρόνιες παρεξηγήσεις που υπάρχουν γύρω απ’ τα κόμικς και έτσι γίνεται μια καλή αφορμή για να ξεκαθαρίσουν ορισμένα πράγματα. Είναι γνωστή η αμηχανία πολλών διανοουμένων απέναντι στα κόμικ. Όταν δεν τα αφορίζουν σαν αντιδραστικό προϊόν της δυτικής υποκουλτούρας, προσπαθούν να ξεμπερδέψουν μαζί τους τακτοποιώντας τα στις παρυφές κάποιας άλλης τέχνης-συνήθως της ζωγραφικής- σαν μια παρατέχνη που επιζεί αναπαράγοντας δευτερογενώς τις κατακτήσεις της πρώτης. Συχνά καταφεύγουν στην εικονογραφική παράδοση για να ανακαλύψουν τις καταβολές των κόμικς και να αποδείξουν έτσι ότι η αφήγηση με εικόνες όχι μόνο είναι παλιά ιστορία, αλλά έχει γίνει και με πολύ καλύτερο τρόπο στο παρελθόν. Πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται η άρνηση να αναγνωρίσουν στα κόμικς αυτό που πραγματικά είναι: Μια καινούργια εντελώς αυτόνομη τέχνη.
Τα κόμικς είναι καινούργια τέχνη για τον απλό λόγο ότι είναι αδύνατη η ύπαρξή τους πριν και έξω από την τυπογραφία. Γεννήθηκαν μετά την εκρηκτική πρόοδο της τυπογραφίας στο τέλος του περασμένου αιώνα και από τότε ακολουθούν την εξέλιξή της μετατρέποντας τις τεχνολογικές της ανακαλύψεις σε αισθητικές προτάσεις. Γιατί το έντυπο είναι η υλική βάση αλλά και το κύριο εκφραστικό μέσο για τα κόμικς. Η ένταξή τους μέσα στο είδος του εντύπου, η προσαρμογή τους στο σχήμα του, η σελιδοποίησή τους, δεν είναι απλά τεχνικά θέματα, είναι αισθητικά προβλήματα. Τα κόμικς αποκτούν υπόσταση μόνο όταν τυπωθούν. Η αποτυχία των εμπόρων στο εξωτερικό να παρουσιάσουν τις μακέτες των σκιτσογράφων σαν αυτόνομα καλλιτεχνικά έργα, είναι μια καλή απόδειξη γι' αυτό. Κανείς δεν έψαξε να βρει προηγούμενο του κινηματογράφου στην ιστορία της τέχνης. Είναι απόλυτα σαφές ότι η γέννησή του είναι άρρηκτα δεμένη με την τεχνολογία της εποχής της. Γιατί δεν μπορεί να γίνει σαφές ότι το ίδιο ισχύει και για τα κόμικς και ότι δεν είναι δυνατόν να είναι υπόλογα σε μια παράδοση που δεν τους ανήκει;

Αυτό που κυρίως αμφισβητείται μέσα από τη σύνδεση των κόμικς με παλαιότερες μορφές είναι η αυτονομία τους ανάμεσα στις άλλες τέχνες. Ο Γ. Τσαρούχης μιλάει για «κακοσχεδιασμένα» κόμικς. Δεν διευκρινίζει σε ποια αναφέρεται, είναι όμως βέβαιο ότι τα κριτήριά του είναι καθαρά εικαστικά.

Σίγουρα τα κόμικς έχουν επηρεασθεί πολύ από τις άλλες τέχνες και περισσότερο ίσως από τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Είναι νόμιμο δικαίωμα κάθε νεαρής τέχνης να θεωρεί διαθέσιμη όλη την προηγούμενη καλλιτεχνική παραγωγή και να δανείζεται απ’ αυτήν οτιδήποτε τη βοηθάει στην πορεία της για αυτογνωσία και κωδικοποίηση των δικών της εκφραστικών μέσων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχει υποχρέωση να δίνει εχέγγυα καλής συμπεριφοράς στους δανειστές της. Κανείς δεν ζητάει από τους καλλιτέχνες των κόμικς να είναι λογοτέχνες ή να ξέρουν να κάνουν κινηματογράφο. Έτσι δεν έχουν καμιά υποχρέωση να αποδείξουν ότι ξέρουν να ζωγραφίζουν. Ούτε καν να σχεδιάζουν. Είναι πιθανόν ο Copi να μη μπορεί να φτιάξει τίποτα περισσότερο απ’ αυτά τα κακότεχνα προφίλ. Μπορεί όμως να φτιάξει σπουδαία κόμικς.Τα κόμικς δεν έχουν αξιώσεις εικαστικού έργου, γιατί δεν λειτουργούν εικαστικά.Τα κόμικς «διαβάζονται» που σημαίνει ότι η αισθητική τους λειτουργία αρχίζει από τη στιγμή που ο θεατής-αναγνώστης μπαίνει μέσα στη διαδικασία εξέλιξής τους. Το κάθε καρέ είναι σκόπιμα ανολοκλήρωτο εικαστικά. Το σχέδιο, η σύνθεση, το χρώμα όπου υπάρχει, είναι ατελή γιατί η αισθητική τους ολοκλήρωση βρίσκεται στη σχέση με το προηγούμενο και το επόμενο καρέ. Όσο πιο άρτιο εικαστικά είναι ένα καρέ, τόσο πιο δυσκίνητο γίνεται, πιο δύσκολα εξελίξιμο. Γιατί τα κόμικς χειρίζονται μια διάσταση ξένη στις εικαστικές τέχνες. Το χρόνο. Η ζωγραφική απλώς παγιδεύει και παγώνει τη χρονική στιγμή. Τα κόμικς χρησιμοποιούν το χρόνο στη διάρκειά του, τον κατανέμουν με τις εικόνες δημιουργώντας ρυθμούς που σε καμιά άλλη τέχνη δεν είναι γνωστοί. Να λοιπόν γιατί όχι μόνο οι αρχαίες ζωοφόροι και τα Βυζαντινά δωδεκάορτα, αλλά ούτε η εικονογράφηση φιλολογικών έργων έχουν καμιά συγγένεια με τα κόμικς.Εδώ έχουμε αυτόνομα εικαστικά έργα που συνδέονται με μια σχέση μορφολογική ή θεματολογική. Ποτέ όμως η σχέση αυτή δεν καταλύει την αυτονομία τους για να τα εντάξει σε μια διαδικασία εξέλιξης. Έτσι τα «κόμικς που έχουν ζωγραφική και ποίηση» όχι μόνο δεν είναι το αυγό του Κολόμβου αλλά δεν είναι ούτε ζωγραφική ούτε ποίηση και πολύ περισσότερο δεν είναι κόμικς.

Ίσως τα κόμικς μέχρι τώρα να μην έχουν δώσει δείγματα μεγάλης τέχνης. Έχουν όμως προπολλού αποδείξει ότι δεν είναι ο φτωχός συγγενής των άλλων τεχνών. Είναι μια ρωμαλέα αυτοδύναμη τέχνη με τεράστιες εκφραστικές ικανότητες.

 
Αυτήν την «καινούργια εντελώς αυτόνομη τέχνη» που συμβαδίζει με την ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, θα υπηρετήσει ο Αρκάς με συνέπεια τα επόμενα χρόνια. Το ’83 δημοσιεύει στο πολιτικό περιοδικό Σχολιαστής τη σειρά «Σόου Μπίζνες» με πρωταγωνιστές τον Χλέμπουρα και την αρκούδα του Βαγγέλη, τη Θέκλα, τον Κυριάκο, τη Ρίτα και τον Ασώματο. Θα ακολουθήσει το ’85 η δημοσίευση της σειράς «Ξυπνάς μέσα μου το ζώο» στο περιοδικό Μικρό Παραπέντε που παρουσιάζει ερωτικές περιπτύξεις και κυνικούς διαλόγους στο ζωικό βασίλειο.

Από εκεί και πέρα τα κόμιξ του Αρκά αποκτούν όλο και περισσότερη αναγνωρισιμότητα και φανατικό κοινό. Ο διάσημος «Ισοβίτης», η ιστορία ενός κρατουμένου καταδικασμένου σε 622 χρόνια κάθειρξη σε ελληνική φυλακή, όπου ισχύουν ακόμα οι νόμοι της Χούντας, και του Μοντεχρήστου, του ατακαδόρικου ποντικιού των φυλακών, δημοσιεύεται για πρώτη φορά στην εφημερίδα Η Πρώτη το 1988. Το 1991, κάνουν την εμφάνισή τους οι «Χαμηλές Πτήσεις» στο ένθετο περιοδικό ‘Εψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας. Εκεί ξεκινά και η δική μου σχέση με τα κόμιξ του Αρκά, αφού για χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου να τρέχω τις Κυριακές στην τελευταία σε σελίδα του Έψιλον για να διαβάσω τις καυστικές ατάκες που έλεγε το μικρό σπουργίτι στον πατέρα του, θέτοντας υπό χιουμοριστική αμφισβήτηση έναν από τους πυλώνες της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας, την πατρική εξουσία. Ο «Καστράτο», ο ευνούχος ευτραφής γάτος, και η παθιασμένη κεραμιδόγατα Λουκρητία που μένουν στο σπίτι χήρας συνταγματάρχη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου συστήνονται το 1995 στο περιοδικό Μετρό. Μετά τις «Χαμηλές Πτήσεις», στο Έψιλον θα εμφανιστούν πρώτα τα «Πειραματόζωα» το 1998 και έναν χρόνο αργότερα, το 1999, το κλασικό «Η Ζωή Μετά» όπου αναπαριστά τις εμπειρίες ενός νεκρού στον Παράδεισο με τον Άγγελο και στην Κόλαση με τον Διάβολο-κλητήρα. Το 2007 θα δημοσιευτεί για πρώτη φορά στο Έψιλον η σειρά «Συνομήλικοι» που περιγράφει τη συγκατοίκηση ενός υπέργηρου συνταξιούχου με τον υπέργηρο σκύλο του. Και κάπου εκεί, αν και εμφανίστηκαν και άλλες σειρές έκτοτε, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο πετυχημένες, ο Αρκάς αρχίζει σιγά σιγά να δείχνει τα σημάδια της γήρανσής του.
 
Βίος αφιλοσόφητος

Σε αντίθεση με πολλούς κομίστες, που λατρεύονται μεν αλλά από ένα περιορισμένο κοινό με συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά δε, ο Αρκάς αναγνωρίστηκε και αγκαλιάστηκε από μια πολύ μεγάλη μερίδα του κόσμου. Τα σκίτσα του, με τις καμπύλες γραμμές, τις μεγάλες μύτες, τα νωχελικά νυσταγμένα μάτια και τους πεσμένους ώμους, έγιναν σήμα κατατεθέν – κανείς που είχε δει έστω ένα σκίτσο του Αρκά στο παρελθόν δεν θα αμφισβητούσε την πατρότητα ενός επόμενου. Η γραφή του ήταν φρέσκια και καυστική, του αρκούσαν το πολύ 6 καρέ για να πει ένα αστείο που φάνταζε πανανθρώπινη αλήθεια. Το χιούμορ του κυνικό, ενίοτε μακάβριο, από αυτά που ευδοκιμούν σε ελάχιστα ανέκδοτα που δεν είναι βαρετά ή χοντροκομμένα. Η ροή της ιστορίας βασιζόταν στον γρήγορο και έξυπνο διάλογο μεταξύ σχεδόν ακίνητων μορφών – σπάνια εμπεριείχαν κίνηση τα καρέ του, ακόμα κι όταν πετούσαν τα σπουργίτια στις «Χαμηλές Πτήσεις», έμοιαζαν καρφιτσωμένα στον αστικό ουρανό με τις κεραίες και τις ταράτσες των πολυκατοικιών. Η ακινησία του χώρου ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την διαδοχή των στιγμών, την γρήγορη κίνηση του χρόνου στις ιστορίες του. Το σκίτσο και το φόντο του ήταν, όπως έλεγε ο ίδιος στον Τσαρούχη το ’84, «σκόπιμα ανολοκλήρωτα εικαστικά» γιατί ο σκοπός τους είναι να διαβάζονται και να αρχίζει η αισθητική τους λειτουργία «από τη στιγμή που ο θεατής-αναγνώστης μπαίνει μέσα στη διαδικασία εξέλιξής τους».

Τα θέματα με τα οποία καταπιανόταν μέσα από τις χιουμοριστικές ατάκες του, η ερωτική απόρριψη και ο εύθραυστος ανδρισμός στον «Κόκκορα», ο εγκλεισμός στον «Ισοβίτη», τα εγκλήματα στο όνομα της επιστήμης στα «Πειραματόζωα», η σχέση πατέρα-γιου στις «Χαμηλές Πτήσεις», η απελευθέρωση της γυναικείας σεξουαλικότητας στον «Καστράτο», τα γηρατειά στους «Συνομήλικους», και, φυσικά, η θρησκεία, ο θάνατος και το τι έπεται αυτού στο «Η Ζωή Μετά» είχαν κάτι το οικουμενικό, κάτι με το οποίο μπορούσαν οι πολλοί να ταυτιστούν. Και είναι, νομίζω, αυτός ο λόγος, πέρα από το ταλέντο με το οποίο ασκούσε την τέχνη του, για τον οποίο ο Αρκάς αγαπήθηκε τόσο από την ελληνική κοινωνία. Χωρίς διάθεση υπερβολής, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον Αρκά ένα φαινόμενο της ποπ κουλτούρας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.

Οι πιο παρατηρητικοί από εσάς θα εντοπίσατε τη χρήση παρελθοντικού χρόνου στην ανάλυσή μου. Αυτή η επιλογή δεν είναι διόλου τυχαία. Διότι ο Αρκάς σταδιακά έχασε, κατά τη γνώμη μου, και τη φρεσκάδα της γραφής του, και την οικουμενικότητα της θεματολογίας του, και, κυρίως, το χιούμορ του, αφήνοντας πίσω κάτι σκίτσα με καμπύλες γραμμές, μεγάλες μύτες, νωχελικά νυσταγμένα μάτια και πεσμένους ώμους να μας κάνουν κήρυγμα από άμβωνος.

Ο λόγος του πήρε σιγά σιγά, και ειδικά μετά το 2015, μορφή πολιτικής κριτικής, ή για να είμαι ακριβέστερη, μορφή αντιπολιτευτικής ντουντούκας. Μα πάντα ήταν πολιτικός ο Αρκάς, σπεύδουν να τον υπερασπιστούν οι διαχειριστές της σελίδας του στο Facebook. Ναι, πάντα ήταν πολιτικός ο Αρκάς, διότι αποδομούσε με τα χιουμοριστικά σκίτσα του την εξουσία·τα δίκτυα εξουσίας που διαπλέκονται στα σωφρονιστικά συστήματα, την επιστήμη, τις σεξουαλικές νόρμες, την Εκκλησία, τη γραφειοκρατία, την παράδοση, την οικογένεια. Ήταν, τολμώ, να πω ένας φουκωικά διαποτισμένος οργανικός διανοούμενος που έκανε την κριτική του απτή και προσβάσιμη σε ένα πλήθος ανθρώπων που ναι μεν αγόραζε την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία αλλά δεν ξημεροβραδιαζόταν με τα βιβλία αγκαλιά. Ο τρόπος με τον οποίο ασκούσε κριτική στα κακώς κείμενα της κοινωνίας ήταν μέσα από τους διαλόγους, βάζοντας συνήθως τον έναν ήρωα στη θέση εξουσίας και τον άλλο, σε μια θέση εγρήγορσης και εν δυνάμει επαναστατικής κριτικής.

Τα τελευταία, όμως, χρόνια παρατηρούμε μια στροφή στα σκίτσα του Αρκά. Οι ήρωες του, στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι πια ανώνυμοι και άχρωμοι, ακίνητοι όχι μόνο στον χώρο πια αλλά και στον χρόνο, χωρίς μια ιστορία να τους προσδιορίζει, έναν ρόλο να επιτελούν ή έναν χαρακτήρα να τους φωτίζει, βγαίνουν σε ένα καρέ μονάχα και μας λένε με πολλές, για τα δεδομένα του πρώιμου Αρκά, λέξεις, την άποψή τους. Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις (π.χ. «Ο Φεβρουάριος και οι 11 μήνες»), ο διάλογος έγινε μονόλογος, κήρυγμα, φωνή προφήτη, δόγμα άκριτο και αδιαμφισβήτητο με μόνη επιδίωξη να διώξει την αποφράδα κυβέρνηση. Ο Αρκάς έγινε, δηλαδή, ο Λαζόπουλος της «άλλης πλευράς».

Το πιο τρομερό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο Αρκάς, αυτός ο γνωστός-άγνωστος που μας έχει χαρίσει τόσο πολύ γέλιο στο παρελθόν, έχασε εν πολλοίς το χιούμορ του. Και το έχασε σε τέτοιο βαθμό που με αφορμή την κριτική που του ασκήθηκε για ένα ομοφοβικό στριπ που ανέβασε την ημέρα του Athens Pride που απεικονίζει μια «πολιτικά ορθή» κατ’ αυτόν σκακιέρα στα χρώματα του ουράνιου τόξου, ανέβασε την επόμενη μέρα, ένα προχειροφτιαγμένο σκίτσο (πιθανολογώ στο Paint του Microsoft Office) που γράφει σε γραμματοσειρά Arial ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΑΣΤΕΙΑ: ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΑ, ΣΕΞΙΣΤΙΚΑ, ΟΜΟΦΟΒΙΚΑ, POLITICALLY INCORRECT, BODYSHAMING, FATSHAMING και δείχνει τον ήρωα, πάλι σε μονόλογο, να λέει «ΕΙΣΑΙ ΠΟΛΥ ΞΙΝΟΣ» ΕΙΠΕ Η ΝΤΟΜΑΤΑ ΣΤΟ ΛΕΜΟΝΙ! ΧΑ-ΧΑ-ΧΑ! Εγώ θυμάμαι τον Αρκά να κάνει αστεία που δεν ήταν ούτε ρατσιστικά, ούτε σεξιστικά, ούτε χονδροφοβικά αλλά, αντίθετα, να ειρωνεύεται αυτές τις μορφές εξουσιαστικής διάκρισης, κι εμείς να γελάμε με γέλια γάργαρα και ανακουφιστικά. Αλλά, ίσως πάλι, να με απατά κι εμένα η μνήμη μου μεγαλώνοντας.

Ο Αρκάς, λοιπόν, είναι ένα φαινόμενο της ποπ κουλτούρας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Συνέβαλε ανυπολόγιστα στην τέχνη του, την 9η τέχνη, φέρνοντάς τη στα σπίτια των ανθρώπων που νόμιζαν ότι κόμιξ είναι μόνο τα Μίκι Μάους για παιδιά. Χάρισε γέλια και κριτική σκέψη, ανέθρεψε μια ολόκληρη γενιά που τώρα πια 50ρισε, 40ρισε, και για να έρθω και στον δικό μου τον πόνο 30ρισε τώρα πια. Ο ύστερος Αρκάς, όμως, όπως λέμε ύστερος Wittgenstein, επιτελεί, πλέον έναν άλλο ρόλο, έναν ρόλο στον οποίο μας έχουν συνηθίσει κάποιοι αρχιερείς που κάνουν κήρυγμα περί χρηστών ηθών ή κάποιοι παππούδες που αναπολούν τον παλιό καλό καιρό παίζοντας τάβλι στα καφενεία. Όσο ευγνώμονες κι αν είμαστε για όσα μας έδωσε στο παρελθόν ή, μάλλον, εξαιτίας των όσων μας έδωσε στο παρελθόν, εξαιτίας του παραδείγματος μιας τέχνης που ασκούσε κριτική στην εξουσία χωρίς να μετατρέπεται σε αήθη προπαγάνδα, θα πω, κλείνοντας, ένα «τόπο στα νιάτα». Τόπο στον Αντώνη Βαβαγιάννη και τα Κουραφέλκυθρά του, τη Δήμητρα Αδαμοπούλου, την Κατερίνα Σταμάτη, την Αλεξία Οθωναίου, τον Πάνο Ζάχαρη, τον John Antono, τον Τάσο Αναστασίου, τον Σπύρο Δερβενιώτη και πολλούς ακόμα που ξεχνώ να αναφέρω εδώ. Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ τόπο στα ηλικιακά νιάτα, είπαμε άλλωστε 30ριζω αυτή τη βδομάδα και έτυχε να συναντήσω πρόσφατα την 70χρονη ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη, τον πιο νέο άνθρωπο που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, αλλά τόπο στα νιάτα της έκφρασης, αυτό που ο ίδιος ο Αρκάς έλεγε το ’84 «ρωμαλέα αυτοδύναμη τέχνη με τεράστιες εκφραστικές ικανότητες».
 
* Θέλω να ευχαριστήσω τους ανώνυμους συντελεστές του φόρουμ GreekComicshttps://www.greekcomics.gr/forums/index.phpαπό το οποίο άντλησα ένα σημαντικό κομμάτι του υλικού γι’ αυτό εδώ το άρθρο.