Αντιπροσωπευτικό δείγμα βερισμού, από την ιταλική λέξη «βέρο» που σημαίνει «αληθινό», η ιστορία της Τόσκα κινείται σε ένα ρεαλιστικό ιστορικό περιβάλλον όπου οι συνθήκες κινδύνου και βίας βοηθούν την ανάπτυξη των έντονων συναισθημάτων: Στην Ρώμη, ο βαρόνος Σκάρπια, επίκεφαλής των δυνάμεων κατοχής, ζητά από την όμορφη και ερωτευμένη Φλόρια Τόσκα, μια ντίβα της όπερας, μερικές στιγμές έρωτα σε αντάλλαγμα για τη ζωή του αγαπημένου της Μάριο Καβαραντόσσι, ενός ιδεαλιστή επαναστάτη. Στριμωγμένη, σε άμυνα, η Τόσκα θα σκοτώσει τον Σκάρπια, χωρίς όμως να μπορέσει να σώσει τον Καβαραντόσσι από το θάνατο. Όταν το έγκλημά της αποκαλύπτεται, προκειμένου να διαφύγει από εκείνους που την κυνηγούν, η Τόσκα αυτοκτονεί.

Ο Πουτσίνι ήθελε να μοιάζουν τα πάντα ρεαλιστικά στην Τόσκα. Ήταν υπέρ της συνεχούς δράσης και επενέβαινε συνεχώς στο λιμπρέτο. Μάλιστα επιθυμούσε να αφαιρέσει και τη (φημισμένη σήμερα) άρια Vissi d’ arte γιατί ένιωθε ότι παρακώλυε τη σκηνική δράση. Στην Τόσκα οι τρεις πράξεις ολοκληρώνονται στις πιο κρίσιμες στιγμές για να κρατούν σε αγωνία και διαρκή εγρήγορση τους θεατές.

Πρεμιέρες: Η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνος Χαρίκλεια Νταρκλέ (το γένος Χαρικλή) επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι, τον Καβαραντόσσι ο Εμίλιο ντε Μάρκι και τον Σκάρπια ο Εουτζένιο Τζιραλντόνι. Διηύθυνε ο Λεοπόλντο Μουνιόνε. Ανέβηκε, επίσης, από το Γ’ Ελληνικό Μελόδραμα κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1916/7. Η Εθνική Λυρική Σκηνή τη συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό της στις 27 Αυγούστου 1942, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, με τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Καλογεροπούλου (Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο.

info: Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, 26-29/07 στις 21:00.