του Βαγγέλη Γεωργίου

Η προβολή της επίσκεψης του -ουσιαστικά πρώην- Προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στην Ελλάδα, από το πρωινό που έφαγε μέχρι και την ομιλία του, υπήρξε τόσο εκτενής από τα ελληνικά ΜΜΕ που ξεπέρασε τα όρια της ενημέρωσης. Ήταν περισσότερο ένα εγκώμιο. Υπάρχει μια τάση στα ελληνικά ΜΜΕ να γοητεύονται από ατακαδόρους ξένους υψηλούς αξιωματούχους, πόσω μάλλον Προέδρους ΗΠΑ. Ακόμα και αριστεροί ακαδημαϊκοί συμπεριφέρονταν λες και η ομιλία του Ομπάμα στην Αθήνα είχε το ιστορικό βάρος των ομιλιών του Κέννεντυ για την Ειρήνη μετά την κρίση των πυραύλων ή εκείνης στο Βερολίνο.

Οι ομιλίες των Προέδρων είναι σε μεγάλο βαθμό καρμπόν. Αν διαβάσει κάποιος τα πρακτικά της βουλής και δει την ομιλία του Προέδρου Αιζενχάουερ όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1959 θα ξαναθυμηθεί πως στη Ελλάδα «γεννήθηκε η Δημοκρατία» και φυσικά θα ενημερωθεί πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «έχει να επιδείξει επιτεύγματα αντάξια αρχαίων επιφανών προγόνων». Ο Ομπάμα είναι ο τελευταίος, μέχρις σήμερα, Πρόεδρος που επισκέφθηκε την Ελλάδα ενώ ο Αιζενχάουερ ήταν ο πρώτος που πάτησε το πόδι του στην Αθήνα. Ο Ομπάμα κατάφερε να γοητεύσει το ελληνικό κοινό ωστόσο η χώρα του «Περικλή», της «Δημοκρατίας» και του Γιάννη Αντετοκούνμπο βρίσκεται πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες του πόσο μάλλον όταν τον διαδέχεται ένας εκκεντρικός Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος. Η αναφορά του στο χρέος είναι απλά μια… αναφορά.

Όπως κυνικά σημείωνε ο Sam Ro «ενώ η ελληνική ιστορία είναι συναρπαστική, δεν μετακινεί στην πραγματικότητα τον δείκτη της οικονομίας των ΗΠΑ». Οι γενικολογίες του Ομπάμα δεν έχουν κανένα πολιτικό αντίκρισμα. Παραδόξως ο Αϊζενχάουερ ίσως να ωφέλησε περισσότερο αναλογικά το καθεστώς Καραμανλή.
Αν συγκρίνουμε λόγους και έργα πλανηταρχών θα εντοπίσουμε μια τεράστια απόκλιση χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι ένας Πρόεδρος είναι «κακός» επειδή δεν στήριξε ελληνικές θέσεις. Δεν ψέγεται ο Μπαράκ Ομπάμα για τίποτα, ένας πρόεδρος που άφησε και κάποιο έργο πίσω του. Ίσως τα καλύτερα παραδείγματα για την ασυμβατότητα των ιδεαλιστικών τοποθετήσεων και των πολιτικών πρακτικών είναι μερικοί από τους πρώτους Προέδρους των ΗΠΑ… από τους πιο ιδεαλιστές υποτίθεται. Ήταν η εποχή που οι επαναστατημένοι Έλληνες έψαχναν απεγνωσμένα συμμάχους και οι δημοκράτες Αμερικάνοι δεν μπορούσαν να μην παραλάβουν «προσκλητήριο».

Ο Πρόεδρος Μονρόε είναι πολύ φιλέλληνας… συγκρατήστε τον

http://www.thepressproject.gr/photos/pro11479644544.jpg
«Από καιρό υπάρχει μια ισχυρή ελπίδα που στηρίζεται στον ηρωικό αγώνα των Ελλήνων ότι θα επιτύχουν στην προσπάθειά τους και θα ανακτήσουν ίση θέση μεταξύ των εθνών της γής». James Monroe

Ο Πρόεδρος James Monroe (1817-1825)  υπήρξε ένας εκ των πιο ένθερμων υποστηρικτών της ελληνικής επανάστασης. Στα τέλη του 1822 έλεγε φορτισμένα πως «η αναφορά στους Έλληνες μας εγείρει τα πιο ευγενή αισθήματα(…), στα οποία η φύση μας -σαν λαός- έχει μια κλίση. Οι εξαιρετικές ικανότητες και η δεξιοτεχνία στις τέχνες, η ανδρεία στη μάχη, ο ενθουσιώδης ζήλος και η προσήλωση στην ελευθερία, όλα αυτά μας θυμίζουν την αρχαία Ελλάδα. Ήταν επομένως φυσικό η επανεμφάνιση αυτού του λαού, με το χαρακτήρα που διέθετε και στο παρελθόν, υπεραμυνόμενου των ελευθεριών του, να προκαλέσει αισθήματα βαθιάς συμπάθειας, τα οποία έχουν ήδη εκδηλωθεί σε όλες τις πολιτείες.

Καλλιεργούμε την ελπίδα ότι αυτός ο λαός θα κερδίσει την ανεξαρτησία του και θα ανακτήσει μια ίση θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα έθνη της γης». Ο ρομαντισμός του Προέδρου συγκινούσε στο Κογκρέσσο ισχυρούς γερουσιαστές όπως τον Henry Clay που έθεσε στο τραπέζι πρόταση αναγνώρισης της ελληνικής ανεξαρτησίας αλλά και τον Daniel Webster που πρότεινε ακόμα και αποστολή πράκτορα στην Ελλάδα. Ο παραστατικός λόγος του για τους Έλληνες στο Κογκρέσο έμεινε παροιμιώδης: «..επικαλούνται τη βοήθειά μας, στο όνομα των προγόνων τους, των σφαγμένων οικογενειών τους, του αίματος που έχυσαν ποτάμι, στο όνομα των ολοκαυτωμάτων και της εκατόμβης των νεκρών που στοιβάζονται μέχρι τον ουρανό, επικαλούνται τη βοήθεια μας..».

Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως πάντα υπάρχουν εκείνοι που ξύνουν σκεπτικά το πηγούνι τους. Ακούγοντας όλα αυτά τα ιδεαλιστικά ο γερουσιαστής John Randolph, που ένας λόγος του μποούσε να διαρκέσει και 3 ώρες(!)- αναρωτιόταν  «κύριε Πρόεδρε με έκαναν μέλος αυτής της βουλής για να διαφυλάξω τα συμφέροντα του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι για να προστατεύσω τα δικαιώματα άλλων λαών… Συμφέρει στα μεγαλόπνοα σχέδιά μας για οδούς και διώρυγες;…». O εκκεντρικός Randolph έβλεπε τη συνολική εικόνα: Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα στη Μεσόγειο απασχολούνταν 1200 Αμερικανοί οι οποίοι επάνδρωναν 80 έως 100 πλοία. Οι μεσογειακές αγορές απορροφούσαν το 1/6 του σίτου και αλεύρων, το ¼ του ρυζιού καθώς και το ¼ αποξηραμένων ιχθύων. Μόνο το εμπόριο με τη Σμύρνη την διετία 1820-1822 απέφερε $1.000.000 ετησίως ενώ η αξία των περιουσιών των Αμερικανών επιχειρηματιών της Σμύρνης ξεπερνούσε τα 200.000 δολλάρια. Οι Αμερικανοί businessmen έτρεμαν ένα ενδεχόμενο ελληνοαμερικανικής προσέγγισης φοβούμενοι μάλιστα και πράξεις αντεκδίκησης των Οθωμανών. Ο Πρόεδρος έπρεπε να συνετιστεί και να μην επηρεάζεται από σκέψεις σταυροφορίας υπέρ των Ελλήνων.

Ο άνθρωπος που θα τον συγκρατούσε θα ήταν ο δαιμόνιος Υπουργός Εξωτερικών John Quinsy Adams. Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ δεν ήταν λιγότερο φιλλέληνας από τον Πρόεδρό του και μάλιστα θεωρούσε τον Ισλαμισμό μια φανατική και απεχθής θρησκεία ωστόσο ζύγιζε κάπως πιο ρεαλιστικά τα πράγματα: μια ανοιχτή επέμβαση υπέρ των Ελλήνων αφενός θα αποσπούσε τους Αμερικανούς από σχέδια επέκτασης στη βόρεια Αμερική και αφετέρου θα εξόργιζε τους πανίσχυρους Ευρωπαίους. Επεμβαίνοντας στο ελληνικό ζήτημα ίσως δινόταν αφορμή στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να βάλλουν χέρι στη Δύση. Ήταν μια ευρύτερη στρατηγική γραμμή που χάραξαν επιδέξια οι Αμερικανοί πολιτικοί εκείνοι την περίοδο. Ο Monroe πείστηκε και τον Δεκέμβριο του 1823 εγκαινιάστηκε το περίφημο «Δόγμα Μονρόε» αποκλείοντας  οποιαδήποτε ανάμιξη των ΗΠΑ σε καθαρά ευρωπαϊκές υποθέσεις ενώ «η αμερικανική ήπειρος θα πρέπει από δω και στο εξής, να μη θεωρείται αντικείμενο μελλοντικού αποικισμού εκ μέρους οποιασδήποτε ευρωπαϊκής δύναμης».

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν συνέχιζε να εγκωμιάζει τους Έλληνες ενώ ακόμα και ο πιο ψύχραιμος Υπουργός του ψέλλιζε πως “εάν η πορεία των γεγονότων καταστήσει τους Έλληνες ικανούς να οργανωθούν σε ένα ανεξάρτητο κράτος οι ΗΠΑ θα είναι εκ των πρώτων, οι οποίοι…θα αποκαταστήσουν διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις”. Όμορφα συγκινητικά λόγια. Οι ΗΠΑ όμως δεν απέκλιναν της επίσημης «ενεργούς» ουδετερότητας που επέβαλλε ο ΥΠΕΞ φροντίζοντας μάλιστα το Νοέμβριο του 1823 να μεταβεί ειδικός απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη, ο προσωπικός του φίλος και γνώστης γύρω από θέματα Ανατολής, George Bethune English, ώστε να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τον Χουσρέφ Πασά. Στη συνέχεια ο English αντικαταστάθηκε από τον διοικητή της Μοίρας Μεσογείου John Rogers με αποστολή να προωθήσει έντιμα τη σύναψη μιας οικονομικής συνθήκης με τη Πύλη, την ώρα που η τελευταία γνώριζε την μία ήττα μετά την άλλη στην Ελλάδα. Οι έντολές της Ουάσινγκτον ήταν ρητές: να μη συμφωνηθεί κάτι που θα λειτουργούσε θετικά αλλά σίγουρα ούτε αρνητικά για τον ελληνικό Αγώνα προμηνύοντας μια.. αλλαγή στην πολιτική στάση των ΗΠΑ.

Πρόεδρος John Quinsy Adams: Λατρεύουμε τους Έλληνες αλλά να συμφωνήσουμε με τους Τούρκους

http://www.thepressproject.gr/photos/pro21479644546.jpg
«Η φαντασία μου εξάπτεται από έναν ιεραποστολικό ενθουσιασμό για τον αγώνα των Ελλήνων». John Quinsy Adams

Τον Πρόεδρο Monroe διαδέχτηκε στον Λευκό Οίκο ο χαρισματικός Υπουργός του John Quinsy Adams, το 1825 όπου και κάθισε μέχρι το 1829. Θα περίμενε κανείς ότι εκείνη η αυστηρή ουδετερότητα που εφαρμοζόταν επί των ημερών του στο υπουργείο Εξωτερικών θα συνεχιζόταν και με την Προεδρική του ιδιότητα. Ωστόσο τα πράγματα εξελίχτηκαν λίγο διαφορετικά. Ο διπλωμάτης κύριος William C. Somerville έλαβε εντολή από τον Πρόεδρο τον Απρίλιο του 1825 να μεταβεί μυστικά στην επαναστατημένη Ελλάδα για να μεταφέρει στους επαναστάτες το έντονο ενδιαφέρον των Αμερικανών για τον αγώνα τους, να διερευνήσει η ικανότητα τους να κερδίσουν την ανεξαρτησία της, να προωθήσει το αμερικανικό εμπόριο και να παρέχει πληροφορίες και υπηρεσίες στους Έλληνες. Ο ατυχής Somerville δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την αποστολή του καθότι πέθανε άρρωστος στο σπίτι του διάσημο στρατηγού Λαφαγιέτ στη Γαλλία.

Εκείνη η επιχείρηση αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα μυστήριο. Πάντως είχε γίνει αντιληπτό ότι ο Άνταμς ξέφευγε κάπως από την ουδετερότητα υιοθετώντας πιο φιλλεληνική στάση. Όταν τον ενημέρωναν ότι τα αμερικανικά πλοία δέχονταν επίθεση από ελληνικά πειρατικά ήταν πεπεισμένος ότι η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση δεν είχε καμία σχέση. Βέβαια και οι Αμερικανοί φαίνεται πως κάτι είχαν να κερδίσουν από τον πόλεμο. Ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο Richard Rush, κανόνισε να φέρει σε επαφή την ελληνική αντιπροσωπεία με Αμερικανούς ναυπηγούς της Νέας Υόρκης. Από εκείνες τις επαφές προέκυψε η συμφωνία κατασκευής δύο υπερσύγχρονων φρεγατών για λογαριασμό του ελληνικού πολεμικού ναυτικού έναντι ενός ποσού δυσανάλογα μεγάλου για το μέγεθος των πλοίων. Η ελληνική  κυβέρνηση μάλιστα το 1827 ευχαρίστησε τις ΗΠΑ για την προσφορά τους στο πολιτισμό και στη “κατάκτηση της ελευθερίας”.

Η αλήθεια είναι ότι ο John Quinsy Adams ως Πρόεδρος βραχυκύκλωνε κάπως την αμερικανική πολιτική. Οι φιλελληνικές του τοποθετήσεις τορπίλλιζαν τις διαπραγματεύσεις των προξένων του για το κλείσιμο εμπορικών συμφωνιών ενώ εκνεύριζαν τον Σουλτάνο λέγοντας ο ίδιος: «Κοίτα αυτούς τους Φράγκους(τους Αμερικανούς), οι οποίοι δεν κρατούν ποτέ τις υποσχέσεις τους… Είναι προτιμότερο να σέβεσαι την Αγγλία και να καθυστερείς τους Αμερικανούς με την πολιτική». Βέβαια η Πύλη δεν μπορούσε να αντιδράσει πιο αποφασιστικά στην παρελκυστική πολιτική των ΗΠΑ. Μετά την συντριβή του στόλου της στο Ναβαρίνο και την συσπειρωση των ευρωπαικών δυνάμεων εναντίον της γνώριζαν ότι οι Αμερικανοί ίσως ήταν οι μοναδικοί φίλοι που απέμεναν. Τουλάχιστον αυτοί δεν είχαν βλέψεις διάλυσης της Αυτοκρατορίας ή επέμβασης στα εσωτερικά της.

Ίσως αν οι Πρόεδροι Monroe και Adams διέθεταν την ισχύ που θα είχαν οι ΗΠΑ το 1950 ή το 1990 να ήταν περισσότερο εκδηλωτικοί υπερ των Ελλήνων. Ωστόσο εκείνη την περίοδο έπραξαν περισσότερο ρεαλιστικά. Δεν ήταν η ίδρυση ενός ελληνικού κράτους που έθιγε τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά η φανερή υποστήριξη για τη δημιουργία του. Με ή χωρίς την ύπαρξη ελληνικού κράτους οι Αμερικανοί θα έκαναν business απρόσκοπτα με τους Σουλτάνους. Η αμερικανική ουδετερότητα εξαργυρώθηκε με την παραδοχή ενός Οθωμανού αξιωματούχου που θα έλεγε πως «Οι Αμερικανοί θα είναι οι καλοί μας φίλοι». 

Προεδρία Andrew Jackson: Αφήνοντας τους ιδεαλισμούς χάριν των εμπορικών συμφωνιών

http://www.thepressproject.gr/photos/pro31479644546.jpg
 «Δεν θα αφήσω κανένα μέσο ανεκμετάλλευτο ώστε να αποκτήσει η σημαία μας τα ίδια προνόμια [στα οθωμανικά εδάφη] που απολαμβάνουν οι ισχυρές δυνάμεις της Ευρώπης». Andrew Jackson

Το 1829 ήταν μια εξαιρετική χρονιά στις οθωμανοαμερικανικές σχέσεις. Ο John Quinsy Adams έδινε την Προεδρική του θέση σε έναν βετεράνο ήρωα πολέμου στον Andrew Jackson (1829-1937). Ήταν ο Πρόεδρος που δεν επηρεαζόταν από συναισθηματισμούς και ιδεολογήματα. Ήταν εκ διαμέτρου αντίθετος σε οποιαδήποτε κίνηση που θα ωφελούσε τους Έλληνες ωστόσο συμφωνούσε με τον προκάτοχό του ότι χρειαζόταν να επιτευχθεί μια εμπορική συμφωνία με τους Οθωμανούς. Ο Jackson ήταν ο Πρόεδρος που ξερίζωσε με Νόμο του 1830 τους Ινδιάνους από τη γή τους στη βάση ότι «κανείς δεν θα μπορούσε να υποστηρίζει απολίτιστες αγροτικές πρακτικές λίγων χιλιάδων αγρίων εις βάρος των ευλογιών της ελευθερίας, του πολιτισμού και της θρησκείας» της λευκής κοινωνίας. Τον Andrew Jackson τον ενδιέφερε να προσαρτήσει με οποιοδήποτε μέσο τα εδάφη των Ινδιάνων και παράλληλα αδιαφορούσε αν οι Έλληνες θα ανακτούσαν την ελευθερία τους αφαιρώντας εδάφη των Οθωμανών.

Ενώ ο αμερικανικός φιλλεληνισμός έφτασε στο σημείο να δώσει το όνομα Ναβαρίνο (από την περίφημη ναυμαχία) σε πόλη της πολιτείας Ουισκόνσιν ο Jackson ήταν αποφασισμένος να υπογράψει μια ιστορική εμπορική συμφωνία με την Πύλη. Τον Μάιο του 1830 το κατάφερε. Η περίφημη Συνθήκη Ναυτιλίας και Εμπορίου με τη Πύλη άνοιξε διάπλατα τις μεσογειακές αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις ΗΠΑ. Ο Αμερικανός απεσταλμένος David Offley παραδεχόταν ακόμα πως μέσω των στενών του Βοσπόρου οι ΗΠΑ θα συνδέονταν με τη Μαύρη Θάλασσα και πιθανώς με την Ρωσία. Όλα τα λιμάνια της Ανατολικής Μεσόγειου ήταν πλέον ανοιχτά στους Αμερικανούς και υποανάπτυκτη Οθωμανική επικράτεια θα αποτελούσε ιδανικό χώρο διάθεσης των αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων. Όπως αναφέρει και ο Michael B. Oren το έτος 1830 θα το θυμόμαστε σαν το σημείο καμπής στις προπολεμικές σχέσεις της Αμερικής με την Μέση Ανατολή. Τότε οι ΗΠΑ κατάφεραν να εγκαινιάσουν πολιτικές και εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία επι ίσοις όροις με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Και τότε οι Αμερικανοί θα έφτιαχναν πολεμικά πλοία και αμερικανικές αποστολές στρατιωτικώ συμβούλων θα κατέφθαναν στην Κωνσταντινούπουλη. Μόνο όταν θα άφηνε τον Λευκό Οίκο το 1837 οι απελευθερωμένοι πλέον Έλληνες θα υπέγραφαν εμπορική συνθήκη με τις ΗΠΑ.

Ο Jackson προτιμούσε να μην αναφέρει «πότε» και που «γεννήθηκε» η Δημοκρατία. Ήταν περισσότερο συνεπής στις πράξεις του ανεξαρτήτως του βίαιου πολλές φορές περιεχομένου τους. Λειτουργούσε βάσει των συμφερόντων της χώρας του χωρίς να χρειάζεται να υμνεί τους Έλληνες όπως έκαναν οι προκάτοχοί του. Το σίγουρο είναι ότι την περίοδο εκείνη ο Ιωάννης Καποδίστριας γνώριζε και έπραττε σύμφωνα με τις πράξεις των ηγετών χωρίς να κολακεύεται από βαρύγδουπες τοποθετήσεις. Σήμερα τα πράγματα αλλάξανε, γίνανε πιο «πολιτισμένα», και το breakfast του Αμερικανού Προέδρου μετράει…