Του Γιώργου Ρήγα

Το πρώτο βασικό ερώτημα έχει να κάνει με το αν τελικά υπήρξε κάποιο blitzkrieg ή όχι στην επάνοδο των Ταλιμπάν. Ο όρος, η ευθεία μετάφραση του οποίου είναι αστραπιαίος πόλεμος, παραπέμπει στην ταχεία προέλαση των μηχανοκίνητων μεραρχιών των Ναζί στην αρχή του Β΄ Παγκοσμίου Πόλεμου. Σε αντίθεση με ότι συνέβη στο δάσος των Αρδεννών το 1940, στο Αφγανιστάν τις τελευταίες εβδομάδες δεν υπήρξαν σημαντικές συγκρούσεις. Αντίθετα, μετά από κάποιες ήπιες ανταλλαγές πυρός, οι Ταλιμπάν άρχισαν να εισέρχονται από το ένα αστικό κέντρο στο άλλο και αυτό γιατί οι δυνάμεις που προορίζονταν να τους αντιμετωπίσουν επέλεγαν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και να υποχωρούν. Και κάπως έτσι ο δρόμος από τα κακοτράχαλα βουνά του Αφγανιστάν για το προεδρικό μέγαρο στην Καμπούλ μετατράπηκε σε πρακτικά αναίμακτο περίπατο.

Βλέποντας κανείς την εξέλιξη των τελευταίων γεγονότων δικαίως αναρωτιέται πως κάτι τέτοιο κατέστη εφικτό από επιχειρησιακή άποψη. Λίγες μέρες πριν, και συγκεκριμένα στις 8 Ιουλίου, από τα πιο επίσημα χείλη της αμερικανικής κυβέρνησης, ήτοι τον Πρόεδρο Μπάιντεν, δίνονταν διαβεβαιώσεις πως κάποιες δεκάδες χιλιάδες άτακτων μαχητών δεν είναι σε θέση να υπερκεράσουν τις άρτια εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες αφγανικές δυνάμεις που αριθμούσαν περίπου 300.000 άνδρες. Τα επιχειρήματα του Μπάιντεν μοιάζουν παραπάνω από λογικά και όμως η πραγματικότητα έδειξε πως είχαν τη στατικότητα ενός χάρτινου πύργου.

Γιατί έγινε αυτό; Η απάντηση βρίσκεται στη βαθιά διαφθορά της αφγανικής διοίκησης. Καταρχάς ο αληθινός αριθμός του ανδρών των αφγανικών ενόπλων δυνάμεων ήταν πολύ κάτω από τις 300.000 διότι πολύ απλά χιλιάδες από τους επαγγελματίες στρατιώτες του αφγανικού στρατού υπήρχαν μόνο στα χαρτιά ώστε ορισμένοι αξιωματικοί να είναι σε θέση να καρπώνονται μισθούς στρατιωτών φαντασμάτων. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου ίσως κανένας να μην ήξερε την πραγματική στρατιωτική δύναμη της προηγούμενης αφγανικής κυβέρνησης. Δευτερευόντως, όσοι όντως υπηρετούσαν στις διάφορες μονάδες του στρατού και της αστυνομίας το έκαναν ξεκάθαρα για λόγους βιοποριστικούς. Συνεπώς ελάχιστοι από αυτούς διαπνέονταν από πνεύμα θυσίας και άρα ήταν σχεδόν μαθηματικά βέβαιό πως την κρίσιμη στιγμή η πλειοψηφία στρατιωτών και αξιωματικών θα καταλαμβάνονταν από ηττοπάθεια και θα αρνούνταν να πολεμήσουν.

Το επόμενο ερώτημα που μοιραία προκύπτει αφορά στο γιατί, αφού αποδείχτηκε ότι ήταν τόσο εύκολο, οι 60.000 περίπου Ταλιμπάν δεν είχαν απωθήσει τους αντιπάλους νωρίτερα. Η απάντηση είναι απλή. Ο ελέφαντας στο δωμάτιο δεν είναι άλλος από τον διεθνή παράγοντα. Η επέλαση των Ταλιμπάν δεν θα είχε γίνει ποτέ εάν δεν είχε ανακοινωθεί η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων. Και εάν η προέλαση τους στην αρχή ήταν βραδεία αυτό οφειλόταν ξεκάθαρα στο φόβο πιθανής ενεργής ανάμιξης των ξένων δυνάμεων στις εχθροπραξίες. Και εάν η διαπραγματευτική ομάδα των Ταλιμπάν στη Ντόχα διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι θέλουν η νέα κυβέρνηση να περιλαμβάνει όλες τις πολιτικές δυνάμεις και πως δεν θα επιβληθούν αυστηροί περιορισμοί στις γυναίκες δεν είναι επειδή οι Ταλιμπάν ξαφνικά έγιναν φιλελεύθεροι δημοκράτες και φεμινιστές. Είναι απλά επειδή δεν θέλουν να προκαλέσουν τη μήνη της υπέρτερης στρατιωτικά Δύσης.

Ωστόσο το τελευταίο και πιο ουσιαστικό ζήτημα είναι γιατί οι Ταλιμπάν σήμερα, ήτοι δύο δεκαετίες μετά τη σταυροφορία Μπους στο όνομα της 11ης Σεπτεμβρίου, να αποτελούν την προφανή εναλλακτική για το Αφγανιστάν; Το κίνημα των Ταλιμπάν, ο όρος σημαίνει «Φοιτητές» και φυσικά παραπέμπει σε μελετητές του Ισλαμικού Νόμου, ακόμα και αν ισχύει η υπόθεση ότι η σημερινή του ηγεσία είναι πιο μετριοπαθής, παραμένει ένα ακραίο ισλαμιστικό κίνημα που επιθυμεί τον περιορισμό αλλόθρησκων, γυναικών, ομοφυλοφίλων και εν γένει αντιφρονούντων.

Πως είναι λοιπόν δυνατόν, όταν το καθεστώς τους κατέρρευσε όχι χθες αλλά πριν είκοσι χρόνια, οι ίδιοι να μη χαθούν για πάντα στα αφιλόξενα βουνά του Αφγανιστάν. Πως και γιατί δεν άνθισε η δημοκρατία και τα φιλελεύθερα ιδανικά της Δύσης; Τη στιγμή μάλιστα που το νέο καθεστώς της Καμπούλ και εξασφαλισμένα δισεκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη είχε, και έχαιρε της προστασίας της αμερικάνικης πολεμικής μηχανής. Η σκέψη ότι οι Ταλιμπάν επιβίωσαν χάρη στην τρομοκρατία και το εμπόριο ναρκωτικών είναι αστείες. Και αυτό όχι γιατί οι Τάλιμπαν δεν απομυζούσαν πόρους από εγκληματικές δραστηριότητες, ή δεν ήταν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν βία απέναντι σε όλους όσοι θεωρούσαν εχθρούς. Αλλά γιατί τα Kalashnikov ωχριούν μπροστά στα υπερσύγχρονα όπλα των Νατοϊκών, και γιατί η διεθνής οικονομική βοήθεια ήταν πολλαπλά πιο δελεαστική και εύκολη από την εμπλοκή στην εμπορία οπίου.

Και όμως οι Ταλιμπάν όλα αυτά τα χρόνια δεν εξαφανίστηκαν, αντίθετα αναδιοργανώθηκαν, κάθε άνοιξη διεξήγαγαν επιχειρήσεις ενάντια στις ξένες δυνάμεις και στους συμμάχους τους, και το 2021 έφτασαν να έχουν δύναμη 60.000 ανδρών. Η άβολη αλήθεια είναι ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ποτέ εφικτό αν στη συνείδηση μεγάλου μέρους του αφγανικού λαού οι Ταλιμπάν, παρά τη σκοταδιστική κοσμοθεωρία τους, δεν αντιπροσώπευαν την πιο αποτελεσματική αντίδραση-αντίσταση απέναντι σε ένα βαθιά διεφθαρμένο καθεστώς, ένα καθεστώς ταυτισμένο με τη ξένη κατοχή και άρα υπεύθυνο για τα δεινά ενός εξουθενωμένου από τον πόλεμο λαού.

 

Ο Γιώργος Ρήγας είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου