Στο ψήφισμά τους οι πρυτάνεις διαπιστώνουν «αδυναμία ακόμη και της στοιχειώδους λειτουργίας του Ελληνικού Δημόσιου Πανεπιστημίου» εξαιτίας του νέου θεσμικού πλαισίου και της οικονομικής κρίσης, καθώς και «ασάφεια και σύγκρουση αρμοδιοτήτων μεταξύ αφενός των πρυτανικών Αρχών και της Συγκλήτου και αφετέρου των Συμβουλίων των Ιδρυμάτων που αναφύονται σε ακαδημαϊκά, διοικητικά και ερευνητικά θέματα».

Επαναλαμβάνουν επίσης τη διαφωνία τους στην αυτοδίκαιη διαγραφή των φοιτητών που, όπως τονίζουν, παραβιάζει τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων και δημιουργεί κοινωνικό πρόβλημα, δεδομένου ότι αφορά το 1/3 των φοιτούντων.

Στο ψήφισμα επισημαίνεται επιπλέον ότι η δραστική μείωση της χρηματοδότησης είχε ως αποτέλεσμα να περισταλεί δραματικά η πρόσβαση των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και τις ηλεκτρονικές πηγές βιβλιογραφίας και να αποδυναμωθεί ακόμα και από τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις της η λειτουργία του Πανεπιστημίου.

Ασκείται επίσης κριτική στο σχέδιο «Αθηνά» από το οποίο «αναδείχθηκαν τα προβλήματα έλλειψης διαδικασιών και χρήσης δεδομένων και παρουσιάστηκε το παράδοξο του καθορισμού Σχολών και κατευθύνσεων τμημάτων μονομερώς από το υπουργείο. Αυτό συνέβη δίχως τη γνώμη, τη γνώση και τις επεξεργασίες των συλλογικών οργάνων των ΑΕΙ, όπως άλλωστε συνέβη και με τον ορισμό του αριθμού των εισακτέων φοιτητών που καθορίζει το υπουργείο, δίχως να λαμβάνονται υπ' όψιν οι δυνατότητες των ίδιων των Πανεπιστημίων».