Ο Ερβέ Φαλτσιανί είναι ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται η ύπαρξη της περιβόητης λίστας Λαγκάρντ. Πληροφοριακάριος της HSBC, υπεύθυνος για την ασφάλεια των συστημάτων της στα κεντρικά της Γενεύης, είδε να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του ολόκληρο το κουβάρι που συγκροτεί τον μηχανισμό της σκιώδους τραπεζικής -ενός διεθνούς δικτύου απόκρυψης πλούτου και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος- και αποφάσισε να κινηθεί, παίρνοντας όλα τα ρίσκα, προς την κατεύθυνση της αποκάλυψής του.
 
Χρησιμοποιώντας τη «λίστα Φαλτσιανί», πολλές σοβαρές κυβερνήσεις (ή, τουλάχιστον, πιο σοβαρές από τις διαδοχικές δικές μας) κατάφεραν να στριμώξουν χιλιάδες καταθέτες, επενδυτές, λαμόγια (ή όπως αλλιώς θέλει ο καθένας να αποκαλέσει άτομα που φυγαδεύουν στο εξωτερικό αδήλωτα εισοδήματα) και να εισπράξουν μεγάλα ποσά διαφυγόντων φόρων, ενώ παράλληλα φώτισαν σε μεγάλο βαθμό τις διαδρομές του χρήματος σε τραπεζικούς και φορολογικούς παραδείσους, με την προοπτική να πάρουν μέτρα για τον περιορισμό του φαινομένου.
 
Μικρό υποσύνολο της λίστας Φαλτσιανί είναι η δική μας «λίστα Λαγκάρντ», που έχει οδηγήσει σε δικαστικές περιπέτειες έναν πρώην υπουργό Οικονομικών, κλυδώνισε σοβαρά την κυβερνητική ευστάθεια, έχει στερήσει τον ύπνο από χιλιάδες κεφαλαιούχους που συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα αλλά πέραν τούτου ουδέν, αφού το περιεχόμενό της έχει μείνει στην Ελλάδα -για τους γνωστούς λόγους- αναξιοποίητο.
 
Μια συνέντευξη του Ερβέ Φαλτισνί σε ελληνικό ΜΜΕ αποτελεί λοιπόν αντικειμενικά μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία και, προφανώς, είδηση. Και τίποτα σημαντικό να μην έλεγε ο Φαλτσιανί, και πάλι η δημοσιογραφική επιτυχία θα ήταν δεδομένη.
 
Ε, λοιπόν, ο Φαλτσιανί έδωσε συνέντευξη σε ελληνικό έντυπο, στο περιοδικό HotDoc (δημοσιεύθηκε στο χθεσινό τεύχος Νο 49), μια συνέντευξη άκρως ουσιαστική που φωτίζει άγνωστες πτυχές της υπόθεσης. Και όμως λίγο πολύ πέρασε στο ντούκου, ακόμα κι από έντυπα που θεωρούνται εναλλακτικά.
 
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Κώστα Βαξεβάνη, ο Φαλτσιανί αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους απέσπασε από την ελβετική τράπεζα HSBC τα αρχεία. Εξηγεί πώς δουλεύει το σύστημα της σκιώδους τραπεζικής ως σύνολο μηχανισμών που έχουν σκοπό την απόκρυψη τεράστιων κεφαλαίων ώστε να παραμένουν αδιαφανή ως προς τη νομιμότητα της προέλευσής τους και αφορολόγητα. Αποκαλύπτει ότι αυτό που ονομάζουμε «Λίστα Λαγκάρντ» δεν αποτελεί παρά στιγμιαία απεικόνιση των σχετικών αρχείων, και ότι οι ελληνικές αρχές είχαν και έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν από τις γαλλικές και τα υπόλοιπα στοιχεία που προσδιορίζουν με σαφήνεια τις διαδρομές των χρημάτων, την προέλευσή τους, τον προορισμό τους και σε πολλές περιπτώσεις τους πραγματικούς διαχειριστές τους. Δηλώνει ότι είναι διατεθειμένος να έρθει στην Ελλάδα και να συνδράμει το έργο των αρχών ώστε να κατανοήσουν τη λειτουργία του δικτύου, υπονοώντας ότι κάτι τέτοιο δεν του έχει ζητηθεί. Αξιολογεί την εμπλοκή της Ευγενίας Μανωλίδου, συζύγου του Άδωνι Γεωργιάδη, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να μην ήξερε η ίδια τη σχέση της με τον λογαριασμό στον οποίο εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος και διαψεύδοντας έτσι τους σχετικούς ισχυρισμούς του υπουργού. Διατυπώνει τέλος την εκτίμηση ότι τα πολιτικά συμφέροντα στην Ελλάδα εμπόδισαν την αξιοποίηση της λίστας Λαγκάρντ, που θα μπορούσε να είχε προχωρήσει εφόσον η Ελλάδα προσέτρεχε στις γαλλικές αρχές για περαιτέρω βοήθεια και συνεργασία.
 
Ε, λοιπόν, αυτή η μοναδική συνέντευξη αποσιωπήθηκε -τουλάχιστον μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, αργά χθες το βράδυ- από τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών ΜΜΕ, από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, από τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια, από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και από τα sites των εφημερίδων. Σύντομη αναζήτηση στο google απέδειξε ότι εκτός από μια συνέντευξη που έδωσε ο Βαξεβάνης στον Νίκο Χατζηνικολάου (Real FM), κανένα άλλο μεγάλο ΜΜΕ δεν καταδέχτηκε να ασχοληθεί με το θέμα, η αναπαραγωγή του οποίου περιορίστηκε μόνο σε μικρά και περιφερειακά sites και blogs. Φυσικά το φαινόμενο δεν είναι καινούριο, το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται συνεχώς, ιδίως τα τελευταία χρόνια, σε πάρα πολλές περιπτώσεις αποκαλύψεων που αφορούν την εξουσία, τράπεζες και ισχυρούς επιχειρηματίες.
 
Εξίσου εκκωφαντική όμως είναι και η σιωπή των περισσότερων μη συστημικών ΜΜΕ που έχουν αντιμνημονιακή, εναλλακτική ή και αριστερή ταυτότητα, των οποίων πολύ συχνά οι αποκαλύψεις τυγχάνουν της ίδιας ακριβώς αποσιώπησης και θα ’πρεπε όχι απλώς να είναι πιο ευαίσθητα σε τέτοια φαινόμενα, αλλά και να αλληλοϋποστηρίζονται, να συνεργάζονται όπου και όσο μπορούν προκειμένου να σπάσουν το ιδιότυπο εμπάργκο, αυτή τη συνωμοσία σιωπής που, όπως όλοι ξέρουμε, είναι πολύ χειρότερη από οποιαδήποτε κριτική, λίβελο, λεκτική επίθεση – ακόμα και από μια μήνυση ή αγωγή.
 
Εντάξει, δημοσιογράφοι είμαστε, κι εγώ ζηλεύω λίγο τον Βαξεβάνη που σκέφτηκε, κυνήγησε και διεκπεραίωσε επιτυχώς αυτή την αποκλειστικότητα. Από την άλλη, όμως, πιστεύω πως η είδηση είναι είδηση και πρέπει να δημοσιεύεται «απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχεται». Και ξέρω ακόμα ότι τη σιωπή δεν μπορείς να την αντιπαλέψεις αλά καρτ, για να τη σπάσεις πρέπει να εκμεταλλευτείς κάθε ρωγμή, ακόμα κι αν φοβάσαι ότι το άνοιγμα της συγκεκριμένης ρωγμής θα ευνοήσει πρόσκαιρα τον υποτιθέμενο ανταγωνιστή σου. Που δεν πρόκειται καν για ανταγωνιστή, μάλλον για συναγωνιστή πρόκειται που μόλις άνοιξε μια πόρτα για να περάσεις, που μόλις γύρισε ένα διακόπτη και άναψε μια λάμπα που ενδεχομένως θα σε βοηθήσει να πραγματοποιήσεις εσύ την επόμενη δημοσιογραφική επιτυχία.