Τις τελευταίες ημέρες το αμερικάνικο Κογκρέσο διχάζεται από την πρόταση του Προέδρου Τραμπ για να ελαχιστοποιηθούν, ως και να μηδενιστούν, όλα τα αμερικάνικα κονδύλια που δίνονται για «τη σταθεροποίηση της Συρίας». Αυτή η πρόταση έρχεται να συνεχίσει την πολιτική που είχε εξαγγείλει ο ίδιος ο Τραμπ αυτοπροσώπως στη Συνδιάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ, τον Ιούλιο του 2018. Εκεί, ο Αμερικάνος Πρόεδρος είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι «πολλές χώρες στο ΝΑΤΟ, οι οποίες αναμένουν να τις υπερασπιστούμε, δεν είναι μόνο αντίθετες με τη σημερινή δέσμευση του 2% του ΑΕΠ (ενν. για εξοπλισμούς), η οποία είναι χαμηλή, αλλά και αθετούν για πολλά χρόνια τις πληρωμές τους» και είχε προτείνει αύξηση της δέσμευσης του ΑΕΠ κάθε κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ από 2% στο 4% συναντώντας πολλές αντιδράσεις.

Συνεπώς, η συζήτηση για άμεση περικοπή των δαπανών από την πλευρά των ΗΠΑ στη Συρία είναι μια κίνηση πίεσης προς τους υπόλοιπους συμμάχους ώστε να διατηρηθούν εντός των συριακών εδαφών και να αυξήσουν τους οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους τους, την ώρα που οι ΗΠΑ θα αποσύρουν δυνάμεις αλλά θα διατηρήσουν μια επιστασία στις δυο σημαντικές περιοχές, τα σύνορα με την Τουρκία και τα σύνορα με την Ιορδανία, περίπου 400 άτομα των ειδικών δυνάμεων.

Παρόλα αυτά, η πρόταση Τραμπ συναντά αντιστάσεις στο Κογκρέσο και από τα δύο κόμματα, κυρίως γιατί μεταφράζεται ως υποχώρηση απέναντι στη Ρωσία, ως αλλαγή στρατηγικής απέναντι στην ανάγκη πλήρους απομόνωσης του Ιράν αλλά και ως λευκή επιταγή στον Μπασάρ αλ Άσαντ. Η αλήθεια είναι ότι οι ΗΠΑ μετακινούνται προς μια περισσότερο πολιτική λύση, η οποία καθόλου δεν σημαίνει ότι ο πόλεμος τελειώνει, που περιλαμβάνει δύο άξονες: πρώτον μια «συμφωνία κυρίων» με την Τουρκία ότι δεν θα επιχειρηθεί κάποιου είδους δημιουργίας κρατικής υπόσταση στα εδάφη των Κούρδων. Δεύτερον, οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να αυξήσουν την πίεση προς τη Συρία αναγνωρίζοντας τα Υψίπεδα του Γκολάν (περιοχή που εδαφικά ανήκει στη Συρία αλλά καταλήφθηκε κατά τα 2/3 από το Ισραήλ μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ) ως περιοχή ελεγχόμενη και όχι κατεχόμενη από το Ισραήλ, όπως ίσχυε μέχρι τώρα.

Στο παραπάνω πλαίσιο, την Παρασκευή 15/3, στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Τζέιμς Τζέφρι,  Ειδικός Αντιπρόσωπος των Ηνωμένων Πολιτειών για τον πόλεμο στη Συρία και Ειδικός Απεσταλμένος στον Παγκόσμιο Συνασπισμό για την Νίκη απέναντι στον ISIS, το ΤΡΡ μπόρεσε και άνοιξε τον γύρο ερωτήσεων, ζητώντας διευκρινήσεις για το πραγματικό κόστος της διαδικασίας απόσυρσης των στρατιωτικών δυνάμεων και το περίφημο χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας αυτής.

Στην ερώτησή μας ο Τζέιμς Τζέφρι ήταν σαφής και στα δύο σκέλη. Πρώτον δεν υπάρχει κανένα χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των στρατευμάτων και δεύτερον, το 2018, το κόστος του πολέμου της Συρίας ήταν 2 δισεκατομμύρια δολάρια από έναν συνολικό προϋπολογισμό του υπουργείου άμυνας ύψους 700 δισεκατομμυρίων. Η προσπάθεια να εμφανιστεί ως ήσσονος σημασίας το κόστος του πολέμου στη Συρία σε σχέση με τον συνολικό πολεμικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ καταδεικνύει ότι προφανώς το ζήτημα δεν είναι οικονομικό αλλά ζήτημα πολιτικής. Αυτή την αλλαγή στην ένταση μεταξύ πολιτικής λύσης και στρατιωτικών επιχειρήσεων, φανερώνει και η υπόλοιπη συνέντευξη του Τζέιμς Τζέφρι όπου χοντρικά αναφέρονται όσα είπαμε και νωρίτερα καθώς και ότι το βάρος των στρατιωτικών επιχειρήσεων θα μετατοπιστεί προς το Ιράκ όπου εκτιμάται η παρουσία «15.000 ως 20.000 οπαδών του Daesh, εν ενεργεία ένοπλων οπαδών» και άρα διαφαίνεται ο κίνδυνος αναζωπύρωσης των ένοπλων συγκρούσεων παρά τη διάλυση του Χαλιφάτου.

Συμπερασματικά, για το άμεσο διάστημα φαίνεται ότι το περιβάλλον γύρω από τον Τραμπ επιλέγει μια στρατηγική πολέμου χαμηλότερης έντασης από ότι το προηγούμενο διάστημα και τη συνέχιση της αποσταθεροποίησης της Μ. Ανατολής με πολιτικά μέσα, τα οποία περιγράφονται ως τμήματα της κοινωνίας των πολιτών, ΜΚΟ, κλπ. καθώς η βασική πολιτική στόχευση παραμένει η απομόνωση της Συρίας και του Ιράν και η ενεργητική παρέμβαση στο εσωτερικό όλων των χωρών της περιοχής.

Το σχετικό απόσπασμα της συνέντευξης μπορείτε να δείτε εδώ.

Η πλήρης συνέντευξη: