Η ιστορία αρχίζει σε ένα ξενοδοχείο στο Vietri sul Mare κοντά στο Σαλέρνο, νότια της Νάπολης. Εκεί ο Domenico Quirico, δημοσιογράφος της ιταλικής La Stampa, είχε δώσει ραντεβού με έναν «απεσταλμένο από την Καλαβρία». Το συγκεκριμένο ξενοδοχείο είναι «ασφαλές μέρος», είχε καθησυχάσει τον Quirico ο συνομιλητής του. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος δημοσιογράφος αποφάσισε να πάρει το ρίσκο κάνοντας, αυτό που αποκαλούμε, undercover δημοσιογραφία αλλά σίγουρα κάθε φορά οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι αρκετοί.

«Είμαι εδώ για να αγοράσω αρχαιότητες που φτάνουν από τη Σύρτη [Λιβύη], οχυρό του Ισλαμικού Κράτους, στο λιμάνι του Gioia Tauro» στην Καλαβρία, είπε ο δημοσιογράφος στον «απεσταλμένο», προσποιούμενος ότι είναι κάποιος πολύ πλούσιος συλλέκτης από το Τορίνο. 

Αρχαία μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς λεηλατούνται ακατάπαυστα στα εδάφη που ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος στη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή ώστε οι ισλαμιστές να ανταλλάξουν έπειτα τα έργα τέχνης με όπλα (καλάσνικοφ και εκτοξευτές αντιαρματικών ρουκετών). Τα όπλα προέρχονται από τη Μολδαβία και την Ουκρανία, διακινούμενα από τη ρωσική μαφία. Οι διαμεσολαβητές και οι έμποροι αποτελούν μέλη της καλαβρέζικης μαφίας Ντράγκετα και της Καμόρα. Η μεταφορά εξασφαλίζεται χάρη σε Κινέζους εγκληματίες και στα αμέτρητα πλοία και κοντέινερ που έχουν στην κατοχή τους. 

Ο πολεμικός ανταποκριτής Domenico Quirico -τον οποίο είχαν απαγάγει και κρατούσαν επί πέντε μήνες φυλακισμένο αντικαθεστωτικές δυνάμεις στη Συρία- αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο και με λογοτεχνική γλώσσα τη νευρικότητα που ένιωθε κατά την αναμονή τού μαφιόζου εμπόρου αρχαιοτήτων, τη συνάντησή του τελικά με τον «απεσταλμένο» ο οποίος τον οδήγησε σε ένα αυτοκίνητο, τα αρχαία που του έδειξαν, τις διαπραγματεύσεις που μεσολάβησαν και την άρνησή  του τελικά να προχωρήσει στην επικείμενη αγορά.

«Το αυτοκίνητο του διακινητή μπήκε με την όπισθεν. Είναι ένα κρεοπωλείο. Μια έντονη μυρωδιά αίματος και κρέατος μας ζαλίζει, μας επιτίθεται. Τυλιγμένο σε ένα άσπρο σεντόνι, το αντικείμενο της πιθανής αγοράς εμφανίζεται μέσα από μια τσάντα. Ακουμπισμένος πάνω στη μεταλλική πλάκα του κρεοπώλη, ο αυτοκράτορας με καθηλώνει με το μαρμάρινο βλέμμα του.» 

Ο διακινητής εξηγεί στο δημοσιογράφο ότι αυτό το κομμάτι του αγάλματος προέρχεται από τη Λιβύη και του προτείνει να το αγοράσει στην τιμή των 60.000 ευρώ. Προσθέτει ότι μέχρι πρόσφατα τα κομμάτια έφταναν στη Νάπολη αλλά αφότου αυξήθηκαν οι μεταναστευτικές ροές, μαζί τους αυξήθηκαν και οι έλεγχοι των θαλάσσιων οδών, λέγοντας ακόμα ότι, «Δεν πάει πολύς καιρός που οι αγοραστές ήταν Αμερικάνοι, μουσεία και ιδιώτες. Όταν ανακάλυψαν, όμως, ότι τα λεφτά χρησιμοποιούνταν για την αγορά όπλων για το Ισλαμικό Κράτος, οι Αμερικάνοι τα μπλόκαραν όλα. Τώρα οι πελάτες βρίσκονται στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία και στα Εμιράτα».

Αναζητώντας αποδείξεις

Η έρευνα της La Stampa έγινε δεκτή με ενδιαφέρον αλλά ταυτόχρονα και με επιφυλάξεις από τον εισαγγελέα της πόλης Reggio Calabria, Federico Cafiero De Raho. Ερωτηθείς από τη La Stampa, εξήγησε ότι αυτή τη στιγμή η αστυνομία ερευνά την πιθανότητα ανάμειξης καλαβρέζικων φατριών «στην άκρως προσοδοφόρα επιχείρηση διακίνησης ανθρώπων από τις αφρικανικές ακτές και τις συναλλαγές τους με τρομοκρατικές οργανώσεις». Όπλα, ναρκωτικά, μετανάστες, ίσως αρχαιότητες, «για όλα αναζητούνται αποδείξεις» τόνισε ο εισαγγελέας, συμπληρώνοντας ότι, «Το άρθρο περιέχει πολύ ακριβείς περιγραφές και αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι υφίσταται όντως εισαγωγή έργων τέχνης μέσω του λιμανιού του Gioia Tauro. Εφόσον αυτό ισχύει, τότε σίγουρα υπάρχει σύνδεση [του Ισλαμικού Κράτους] με την [μαφία της Καλαβρίας] Ντραγκέτα».
 
Με πληροφορίες από το Courrier International