του Θάνου Καμήλαλη

Λένε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, μία κοινότοπη έκφραση που σίγουρα όμως βρίσκει εφαρμογή στη μνημονιακή περιπέτεια της Ελλάδας. Μάλιστα, κατά την περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ (πρώτης και ειδικά δεύτερης), ακόμα και οι εποχές του χρόνου μοιάζουν μεταξύ τους. Ο χειμώνας είναι η περίοδος της έντασης, της σκληρή κόντρας και των λεονταρισμών. Η άνοιξη η ώρα των σταδιακών υποχωρήσεων. Ο Μαϊος (2016 και 2017) ο μήνας της παράδοσης της κυβέρνησης, ο Ιούνιος ο μήνας των επιπλέον προαπαιτουμένων και της «συμφωνίας» και το υπόλοιπο καλοκαίρι η περίοδος της κυβερνητικής ευφορίας, που ακολουθείται από το φθινόπωρο των πρώτων συζητήσεων της επόμενης διαπραγμάτευσης. Έχοντας ως εγχειρίδια το τι προηγήθηκε το ανάλογο διάστημα του 2016 αλλά και τα κείμενα του τρίτου (και «τέταρτου») μνημονίου, μπορεί κανείς να προσδιορίσει το πού βρίσκομαστε και το προς τα πού κινούμαστε.

Το κοινό ανακοινωθέν του Eurogroup της 15ης Ιουνίου συμπυκνώνει όλα τα αποτελέσματα της τελευταίας διαπραγμάτευσης. Ακολουθούν τα βασικότερα και πιο συγκεκριμένα σημεία:

Τα μεταρρυθμιστικά μέτρα καλύπτουν τομείς όπως οι συντάξεις, ο φόρος εισοδήματος, η αγορά εργασίας καθώς και ο χρηματοοικονομικός και ενεργειακός τομέας. Θα πρέπει να καταστήσουν τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας ισχυρότερη και να στηρίξουν τη φιλοαναπτυξιακή επανεξισορρόπηση της οικονομίας. Η Ευρωομάδα κάλεσε την Ελλάδα από κοινού με τα θεσμικά όργανα και τα εμπλεκόμενα τρίτα μέρη να αναπτύξουν και να στηρίξουν μια ολιστική φιλοαναπτυξιακή στρατηγική.

Εδώ οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης δανείζονται μία σελίδα από το «1984». Στο θρυλικό έργο του Τζορτζ Όργουελ, ο πόλεμος είναι ειρήνη, η ελευθερία σκλαβιά, η αμάθεια δύναμη. Στο Eurogroup (ως είθισται), οι περικοπές συντάξεων, η μείωση του αφορολογήτου, το πιο ευνοϊκό καθεστώς για ομαδικές απολύσεις και η πώληση μονάδων της ΔΕΗ είναι «μεταρρυθμιστικά μέτρα». H καταδίκη της Ελλάδας σε «μνημόνιο διαρκείας», με πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και κάτι παραπάνω από 2% μέχρι το 2060 είναι «στήριξη της φιλοαναπτυξιακής επανεξισορρόπησης της οικονομίας».

Το Eurogroup επιβεβαίωσε την προσέγγισή του όσον αφορά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας που συμφωνήθηκε στα τέλη Μαΐου 2016, παρέχοντας παράλληλα ορισμένες περαιτέρω λεπτομέρειες για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που θα μπορούσαν να προκύψουν για την Ελλάδα. Tα μέτρα αυτά θα εφαρμοστούν μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, σε περίπτωση που μια νέα ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους επιβεβαιώσει ότι είναι αναγκαία.

Σε αυτές τις δύο σύντομες παραγράφους οριστικοποιείται το αποτέλεσμα της πολύμηνης διαπραγμάτευσης για το ελληνικό χρέος. Συνοπτικά και οφθαλμοφανέστατα, η ελληνική κυβέρνηση δεν κέρδισε τίποτα σχετικά με το χρέος, αφού μετά από μήνες προσπαθειών να ασχοληθεί η Ευρωζώνη με την περαιτέρω ελάφρυνσή του, το Eurogroup αποφάσισε απλώς ότι ισχύουν όσα συμφωνήθηκαν τον Μάιο του 2016. Ακόμα και η τελευταία προσδοκία της κυβέρνησης, να φύγει από την διατύπωση ο (πολύ επικίνδυνος) όρος για ελάφρυνση «αν χρειαστεί», διαψεύστηκε.

Το Eurogroup εξέφρασε ικανοποίηση για τη δέσμευση της Ελλάδας να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5 % του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και στη συνέχεια να ακολουθήσει δημοσιονομική πορεία συνεπή προς το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο. Σύμφωνα με ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η συμμόρφωση αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί με ένα πρωτογενές πλεόνασμα ίσο ή ανώτερο αλλά κοντά στο 2,0 % του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2023-2060.

Ένα «μνημόνιο» με τη σημασία που καθιερώθηκε στην ελληνική καθομιλουμένη, σημαίνει τρία βασικά πράγματα. Πακέτο «διάσωσης» για αποπληρωμή προηγούμενων δανείων, σκληρούς δημοσιονομικούς στόχους που θα πρέπει να πετυχαίνει η Ελλάδα και μέτρα ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί η χώρα στις υποχρεώσεις της. Για την περίοδο 2019-2022 πλέον έχουν συγκεκριμενοποιηθεί οι δύο από τους τρεις πυλώνες. Τα μέτρα 4% του ΑΕΠ για το 2019 (με την περικοπή του αφορολογήτου ίσως να μετατίθεται το 2020) και οι στόχοι για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, στόχοι που είναι σκληρότεροι από αυτούς του τρίτου μνημονίου. Υπάρχει πάντα στην εξίσωση και ο «κόφτης» δαπανών, που παραμένει σε ισχύ και είναι ένας μηχανισμός με εξουσία μεγαλύτερη του υπουργού Οικονομικών.

Μετά το 2022, ακολουθεί μία περίοδος 38 ετών, όπου η Ελλάδα, εφαρμόζοντας τους σκληρούς κανόνες Ε.Ε. και Ευρωζώνης, θα παραμείνει σε ισχυρή επιτήρηση, υποχρεωμένη να παράγει πλεονάσματα 2% ή λίγο παραπάνω. Το σχέδιο αυτό ήδη χαρακτηρίζεται σχεδόν εξωφρενικό από διεθνείς αναλυτές και ινστιτούτα, αφού σχεδόν καμία χώρα, ποτέ, στον πλανήτη, όπως αναφέρεται, δεν έχει καταφέρει μέσο πλεόνασμα 2% για περίοδο 40 ετών. Υπάρχει εδώ το αντεπιχείρημα ότι αυτό είναι μία «πρόχειρη» συμφωνία που σε επόμενο στάδιο θα αλλάξει (προφανώς στο καλύτερο, όπως υπονοείται). Αυτό είναι μία υπεραισιόδοξη ευχή ότι η Ευρωζώνη θα ξεφύγει από την επταετή θέση ότι «οι κανόνες είναι κανόνες», και θα δώσει «χάρη» στην Ελλάδα, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι σήμερα. Παράλληλα, το σχέδιο για πλεονάσματα δεν μπήκε στο κείμενο ως παραίσθηση. Θα αποτελέσει βασικό παράγοντα της επόμενης «ανάλυσης βιωσιμότητας» του ελληνικού χρέους. Αυτό φέρνει την όποια κυβέρνηση αντιμέτωπη με ένα «δίκοπο μαχαίρι». Αν πετυχαίνει τους στόχους της, θα εξυπηρετεί και το χρέος της, ενισχύοντας την άποψη των «σκληρών» της Ευρωζώνης (του μπλοκ Σόιμπλε) ότι το χρέος είναι «βιώσιμο».

Στο πλαίσιο αυτό, η διοίκηση του ΔΝΤ θα συστήσει στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ να εγκρίνει καταρχήν νέα 14μηνη συμφωνία stand-by για την Ελλάδα.

Εδώ η ιστορία επαναλαμβάνεται με διαφορά ετών. Το ΔΝΤ, μετά το 2010, όταν η Ελλάδα μπήκε στο πρώτο μνημόνιο, το 2013, όταν η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα, το 2015, όταν συμφωνήθηκε το τρίτο μνημόνιο, και το 2016, όταν τα μέτρα για το χρέος θεωρήθηκαν ανεπαρκή από το Ταμείο, υποχωρεί ξανά από την πολιτική του για σημαντική ελάφρυνση χρέους σε όποια χώρα βρίσκεται. Η τακτική που ακολουθεί το Ταμείο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι παραμένει, ως «τεχνικός σύμβουλος» σε ένα πρόγραμμα, ουσιαστικά προσφέροντας τα εχέγγυα που ζητούσε η Γερμανία και η σκληρή μερίδα του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, για την «επιτυχία» του προγράμματος. Το ΔΝΤ στην πραγματικότητα συμμετέχει στο ελληνικό μνημόνιο επιβάλλοντας τα μέτρα, αλλά «ξεχνώντας» επανειλημμένα τις πάγιες πολιτικές του αυτά να συνοδεύονται με ελάφρυνση χρέους. Τα ελληνικά μνημόνια είναι αποτελέσμα… τερατογένεσης.

«Η χειρότερη των χειρότερων», με υποσχέσεις

Η τελευταία συμφωνία Ελλάδας – δανειστών είναι, αν αφαιρεθούν οι υποσχέσεις, η ίδια συμφωνία που λίγες εβδομάδες νωρίτερα η ελληνική κυβέρνηση είχε απορρίψει κατηγορηματικά. Μάλιστα, σύμφωνα με τα πρακτικά του Eurogroup της 22ης Μαϊου που είχε δημοσιεύσει το euro2day, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος εμφανίζεται να έχει χαρακτηρίσει την προσφερόμενη συμφωνία ως «τη χειρότερη των χειρότερων». Και αυτή η αντίδραση δεν πρόκειται για ένα στιγμιαίο ξέσπασμα του υπουργού Οικονομικών. Επί μήνες η θέση της κυβέρνησης ήταν ότι «τίποτα δεν κλείνει, αν δεν κλείσουν όλα». Τελικά, έκλεισαν όλες οι δεσμεύσεις της Ελλάδας προς τους δανειστές της και έμειναν ανοιχτές οι υποσχέσεις των δανειστών προς την Ελλάδα. Σταδιακά και με αφετηρία τον χειμώνα του 2016-2017, η κυβέρνηση αποδέχτηκε τη νομοθέτηση μέτρων από το 2017 για το 2019 (τα οποία θεωρούνταν αντιδημοκρατικά και εκτός ευρωπαϊκού κεκτημένου), αποδέχτηκε τα πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και το σχέδιο λιτότητας μέχρι το 2060, αποδέχτηκε όλες τις επιθυμίες του ΔΝΤ για μέτρα μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου (ουσιαστικά το τέταρτο μνημόνιο) και πλέον αποδέχεται την εφαρμογή των μέτρων, που είχαν τεθεί ως προαπαιτούμενο για την συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, παρά το γεγονός… ότι το Ταμείο ανέβαλλε την οριστική του απόφαση για ακόμα 14 μήνες. Η υπόσχεση Τσίπρα για κατάργηση των μέτρων αν το ΔΝΤ δεν συμφωνήσει, αγνοείται…

Τι κέρδισε μέσα σε όλα αυτά η Ελλάδα; Η καταβολή της δόσης δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνεται στα κέρδη, όταν τα 7 από τα 8,5 δις επιστρέφουν στους δανειστές και τα υπόλοιπα καταβάλλονται τμηματικά. Οπότε η κυβέρνηση έλαβε μόνο υποσχέσεις: Υπόσχεση για λειτουργία Αναπτυξιακής Τράπεζας (με ερωτηματικά για το κεφάλαιό της και τους αποδέκτες του), υπόσχεση για σύνδεση της αποπληρωμής του χρέους με τους ρυθμούς ανάπτυξης (μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου), υπόσχεση για παράταση των ωριμάνσεων για 15 έτη («είμαστε έτοιμοι να τη σκεφτούμε, είπε ο Ντάισελμπλουμ). Από την άλλη πλευρά, η δέσμευση των δανειστών για «ταβάνι» 15% του ΑΕΠ στην αποπληρωμή του χρέους έγινε τον Μάιο του 2016, τότε που ο Αλέξης Τσίπρας, προσπαθώντας να αντιεπιχειρηματολογήσει για τον «κόφτη», μιλούσε για «κόφτη χρέους».

Για ΤΑΙΠΕΔ και δανειστές δεν υπάρχει Δικαιοσύνη

Κι αν η παρέμβαση των δανειστών στα δημοσιονομικά της χώρας είναι πλέον κάτι συνηθισμένο, οι παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη είναι μια «καινοτομία». Λίγες μέρες μετά τη «συμφωνία», οι κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Σλοβακίας απείλησαν την Ελλάδα με «πάγωμα» της καταβολής της δόσης, εάν παραπεμφθούν σε δίκη οι εμπειρογνώμονες του ΤΑΙΠΕΔ που γνωμοδότησαν για την υπόθεση των 28 ακινήτων του Δημοσίου, μία από τις πιο… ενδιαφέρουσες ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες έχει προχωρήσει η Ελλάδα. Αξίζει να αναφερθεί ότι τρεις από τους εμπειρογνώμονες είναι πλέον στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Πρόκειται για ακίνητα που μεταβιβάστηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ το 2013, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και «αξιοποιήθηκαν» με την μέθοδο της πώλησης και λειτουργικής επαναμίσθωσης (sale and lease back). Ως νέοι ιδιοκτήτες των ακινήτων, από τους οποίους το Δημόσιο νοίκιασε τα ακίνητα, επιλέχθηκαν η Εθνική Πανγαία, τότε θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας και η Eurobank Properties, θυγατρική της Eurobank. To πρώτο πρόβλημα εδώ είναι ότι για τη συγκεκριμένη ιδιωτικοποίηση, το ΤΑΙΠΕΔ προσέλαβε δύο άλλες θυγατρικές των δύο τραπεζών, την NBG Securities SA και την Eurobank Equities Investment Firm. Το δεύτερο είναι ότι αυτή η ιδιωτικοποίηση υπολογίζεται ότι απέφερε ζημία τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ για το Δημόσιο.

Οι πιέσεις των Ευρωπαίων, ή αλλιώς η παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, φαίνεται να πιάνουν τόπο. Το Μαξίμου απάντησε ότι «θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να διευθετηθεί το θέμα», φαίνεται να έχει αποσυρθεί από την παράσταση πολιτικής αγωγής, ενώ την Τετάρτη οι δικηγόροι Αλ. Λυκουρέζος, Ι. Γιαννίδης και Ν. Πατεράκης  προχώρησαν  σε αίτηση αναίρεσης της παραπομπής των 6 εμπειρογνωμόνων, με επιχειρήματα το ότι έχει νομοθετηθεί η ασυλία τους, εάν έχουν ακολουθήσει τις προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες και αν έχει ακολουθήσει θετικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αυτό βέβαια είναι η μισή αλήθεια, δεδομένου ότι και πάλι θα πρέπει, αφού υπάρχει παραπεμπτικό βούλευμα, να εξεταστεί η νομιμότητα των ενεργειών και, επίσης, αποκρύπτεται το γεγονός ότι αρχικά το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε επιχειρήσει να ακυρώσει την ιδιωτικοποίηση, λόγω των σχέσεων των εταιρειών. Έπρεπε να καταθέσει το ΤΑΙΠΕΔ αίτημα ανάκλησης για να προχωρήσει τελικά η διαδικασία. 

Το συμπέρασμα είναι απλό: Μία χώρα σε επιτροπεία (όπως παραδέχεται και ο Πρωθυπουργός της) ή και «μικροεπιτροπεία» (όπως υποστηρίζει ο υπουργός Οικονομικών της) εκτός από τη νομοθετική της εξουσία και τον έλεγχο της εκτελεστικής, παραδίδει, όταν χρειαστεί, και τη δικαστική στους επιτρόπους της.

Πρόκειται για πρωτοφανή ταπείνωση και χωρίς περιστροφές εμπλοκή των δανειστών στην απονομή Δικαιοσύνης. Κι από την άλλη μεριά, πρόκειται για πρωτοφανή εφαρμογή ενός καθεστώτος «ομερτά», με μέρος της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας να διεκδικεί την αθώωση στελεχών της, που ελέγχονται για ζημία τουλάχιστον μισού δισ. στην χώρα που προσπαθούν να «διασώσουν».

Ο «καθαρός δρόμος»… για την τρίτη αξιολόγηση

Είναι… θαυμαστή η ικανότητα της κυβέρνησης να υποχωρεί, με ελάχιστες λεκτικές προσθαφαιρέσεις στις δηλώσεις των στελεχών της, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στις διαδοχικές ήττες της διαπραγμάτευσης. Αν παρατηρήσει κανείς τις δηλώσεις όλο αυτό το διάστημα της διαπραγμάτευσης, θα δει ότι με σχεδόν ανεπαίσθητες διαφορές στη ρητορική και εν μέσω ενός κυκεώνα δηλώσεων και τοποθετήσεων, πραγματοποιούνται εντυπωσιακές «στροφές». Μέτρα που δεν δέχεται η κυβέρνηση, σταδιακά γίνονται «προληπτικά», έπειτα μόνιμα, έπειτα συνοδεύονται από υποτιθέμενη ρήτρα κατάργησης (που δεν έρχεται ποτέ στη Βουλή), στο τέλος περνούν στη λήθη καθώς προωθείται ένας επόμενος στόχος, σε επόμενη διαπραγμάτευση

Μερικές φορές βέβαια, η «στροφή» είναι λίγο πιο απότομη. Για παράδειγμα, μετά από δύο χρόνια διεκδίκησης της ελάφρυνσης χρέους, ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε στις δηλώσεις του σχετικά με το Eurogroup ότι «πήραμε ό,τι διεκδικούσαμε», μη αναφέροντας ούτε μία φορά τη λέξη χρέος. Για έναν άλλο μεγάλο στόχο της κυβέρνησης, την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο υπουργός Οικονομίας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, δήλωσε σήμερα ότι η ένταξη είναι «συμβολικής σημασίας».

Η κυβέρνηση βρίσκεται σε τακτική βάση σε αναζήτηση νέου αφηγήματος. Είναι εύλογο άλλωστε ότι όταν κάθε απόφαση εξαρτάται από κέντρα στα οποία ουσιαστικά δεν έχεις λόγο, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι επικοινωνιακή διαχείριση. Κι επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται συχνά σαν φάρσα στην ελληνική κρίση, το καλοκαίρι του 2016 η τότε συμφωνία ήταν ο «οδικός χάρτης για την έξοδο από τα μνημόνια». Τώρα, είναι ο «καθαρός δρόμος», σύμφωνα με όσα είπε ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο, στην πραγματικότητα όμως, και με τη μετά το τρίτο μνημόνιο εποχή να έχει συμφωνηθεί σε μεγάλο βαθμό (αφού ακολουθεί το «τέταρτο»), το μόνο που απομένει για την κυβέρνηση είναι να αποφύγει τα (πολύ) χειρότερα.

Ο δρόμος όμως, μόνο «καθαρός» δεν θα είναι. Το φθινόπωρο ξεκινάει η Τρίτη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου, η οποία στο τελευταίο συμπληρωματικό μνημόνιο ουσιαστικά αναφέρεται ως «υπεραξιολόγηση», δεδομένου ότι η τρόικα θα εξετάσει συνολικά όλα όσα έπρεπε να έχει υλοποιήσει η Ελλάδα και αν αυτά έχουν πραγματοποιηθεί στο 100%. Μόνο τότε οι δανειστές θα δώσουν το «πράσινο φως» για την «επιτυχή ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου», που μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο στις αγορές, μπορεί να οδηγήσει στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και σίγουρα δεν θα οδηγήσει στο τέλος της λιτότητας.

Παράλληλα, μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να δεσμεύεται για «δίκαιη ανάπτυξη» ή «να μην ευημερούν μόνο οι αριθμοί, αλλά και οι άνθρωποι», ωστόσο είναι απορίας άξιον πώς θα μπορέσει να το καταφέρει. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει επιπλέον επιβάρυνση λιτότητας στους πολίτες, χιλιάδες από αυτούς θα βρεθούν σύντομα με κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων και, από τον Σεπτέμβριο, τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ακινήτων. Αυτήν την στιγμή στη χώρα, περί τα 4 εκατ. πολίτες χρωστούν στην εφορία. Περίπου 2 εκατ. υπολογίζεται ότι χρωστούν στη ΔΕΗ και χιλιάδες θα βρεθούν αντιμέτωποι με πλειστηριασμούς «με το πάτημα ενός κουμπιού» ακόμα κι αν το ακίνητο είναι η μοναδική κατοικία τους. Το να περάσουν αυτές οι κοινωνικές ομάδες σε μια κατάσταση «ανάπτυξης» λόγω της σταθεροποίησης της λιτότητας στα σημερινά επίπεδα είναι κάτι πολύ λιγότερο από (ακόμα) μία φρούδα ελπίδα.

Το κυβερνητικό στοίχημα για την έξοδο στις αγορές

Στόχος πλέον της κυβέρνησης, είναι η ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου και η έξοδος στις αγορές, την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 2018. Για το μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων που θα πληγούν εκ νέου από τις περικοπές του 2019, η έξοδος στις αγορές μπορεί να έχει αξία μόνο στην περίπτωση που θα σημάνει ότι οι περικοπές δεν θα είναι μεγαλύτερες. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η Ελλάδα χρειαστεί ένα νέο πακέτο «διάσωσης», τότε, αφενός θα συμπληρωθεί το τέταρτο μνημόνιο (με το δάνειο να συνοδεύει τα ήδη ψηφισμένα μέτρα και τους δημοσιονομικούς στόχους), αφετέρου υπάρχει πάντα η πιθανότητα οι δανειστές να ζητήσουν ακόμα πιο σκληρά μέτρα πριν προχωρήσουν σε νέα χρηματοδότηση (που φυσικά θα επιστρέφει σε αυτούς).

Για την κυβέρνηση όμως, μοιάζει όντως η έξοδος στις αγορές να είναι πλέον το μεγάλο στοίχημα, αφού διαψεύστηκαν οι (ιδιαίτερα υψηλές) προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί για διευθέτηση του χρέους, με μνημειώδη στιγμή τη διαρροή Τσίπρα για «τα νέα που είναι τόσο καλα» και την ελπίδα για «γραβάτα». Πρόκειται για ένα στοίχημα επιβίωσης για τη δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αν η Ελλάδα βγει στις αγορές και το τρίτο μνημόνιο ολοκληρωθεί, η κυβέρνηση θα μπορεί να υποστηρίζει (επικοινωνιακά πάντα) ότι «αυτή είναι που κατάφερε να βγάλει την Ελλάδα από τα μνημόνια και την κρίση» βρίσκοντας ένα άλλοθι για καθεμιά από τις συνεχείς και αμέτρητες υποχωρήσεις της. Το ότι η σωρεία πανηγυρισμών που θα ακολουθήσει δεν θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα δεν θα έχει σημασία. Αν δεν καταφέρει ούτε αυτό και το τρίτο μνημόνιο οδηγήσει (κι αυτό) σε μία παταγώδη αποτυχία, σε ένα νέο δάνειο, δεν θα υπάρχει καμία δικαιολογία, κανένα αφήγημα που θα μπορούσε να χρυσώσει το χάπι της ήττας. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχει ήδη αποτύχει να διαχειριστεί την κρίση με αριστερό πρόσημο, κινδυνεύει να αποτύχει να τη διαχειριστεί και με μνημονιακό.