Στα πλάνα της κυβέρνησης για την «μετά τον Αύγουστο» περίοδο φέρεται να βρίσκεται η αύξηση του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Υφυπουργού και της Υπουργού Εργασίας.
 
Συγκεκριμένα, ως προς την αύξηση του κατώτατου μισθού ο Νάσος Ηλιόπουλος, μιλώντας «Στο Κόκκινο» υποστήριξε ότι το θέμα είναι ανοιχτό για την μετά τον Αύγουστο περίοδο και αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Πορτογαλίας όπου μετά την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο έγιναν τέσσερις αυξήσεις από 5% κάθε φορά.
 
Από πλευράς της, η Έφη Αχτσιόγλου, μιλώντας στο «Έθνος της Κυριακής», υποστήριξε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί στόχο για την κυβέρνηση. Σε ερώτηση για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού τόνισε ότι «έχουμε ήδη νομοθετήσει και θα ισχύσουν από τον Αύγουστο του 2018 τόσο η αρχή της επεκτασιμότητας όσο και της ευνοϊκότερης ρύθμισης, δηλαδή οι δύο βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Παράλληλα δεν έχουμε κρύψει ότι αποτελεί στόχο η αύξηση του κατώτατου μισθού, ώστε να αρχίσουν σταδιακά οι εργαζόμενοι να ανακτούν μέρος των όσων απώλεσαν στα χρόνια της κρίσης».

Ως προς την καταπολέμηση της ανεργίας ο Ν. Ηλιόπουλος, πάντως, ανέφερε ότι βάσει των στοιχείων του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018 το  ισοζύγιο των θέσεων εργασίας δείχνει  ότι επιτεύχθηκε  καλύτερη επίδοση και από το 2017 που ήταν η καλύτερη χρονιά από το 2001. Ειδικότερα δημιουργήθηκαν 55.580 περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες χάθηκαν λόγω απολύσεων, αποχωρήσεων κ.τ.λ.
 
Σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό το θετικό ισοζύγιο θέσεων εργασίας για την περίοδο 2015-2017 ανέρχεται σε 293.258 περισσότερες θέσεις εργασίας
 από όσες χάθηκαν. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρον στοιχείο – τόνισε ο Ν. Ηλιόπουλος – είναι το γεγονός της ανακοπής του ρυθμού αύξησης των ελαστικών θέσεων εργασίας. «Το 70% των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας είναι πλήρους απασχόλησης» δήλωσε χαρακτηριστικά.
 
Απαντώντας σχετικά με τον ρόλο του ΣΕΠΕ ανέφερε ότι οι περισσότεροι από 50.000 έλεγχοι των τελευταίων χρόνων οδήγησαν στον περιορισμό της υποδηλωμένης και αδήλωτης εργασίας στους κλάδους υψηλής παραβατικότητας από το 19% το 2014 στο 12% το 2017.