Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω οίκος  αξιολόγησης εξαπάτησε 12 δήμους της Αυστραλίας, οι οποίο έχασαν 16,5 εκ. δολάρια (12,9 εκ. ευρώ) εξαιτίας σύνθετου τύπου παραγώγου (CPDO- constant proportion debt obligations) της ολλανδικής επενδυτικής τράπεζας ABN AMRO, το οποίο είχε αξιολογηθεί με τριπλό Α.
 
Σύμφωνα με την απόφαση, η Standard & Poor’s εξαπάτησε τους συγκεκριμένους δήμους, αξιολογώντας με τρία Α ένα προϊόν το οποίο μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια θα έχανε το 93% της αξίας του. Η αξιολόγηση του γνωστού οίκου ήταν «παραπλανητική και λανθασμένη», κατά το δικαστήριο, καθιστώντας τον υπεύθυνο για τις απώλειες που υπέστησαν οι δήμοι. Υπεύθυνοι για τις ζημίες κρίθηκαν επίσης η ολλανδική επενδυτική τράπεζα ABN AMRO, αλλά και η χρηματιστηριακή εταιρεία  LGFS, οι οποίες προώθησαν τα συγκεκριμένα προϊόντα.
 
Οπως σχολιάζει η ισπανική εφημερίδα El Pais, η συγκεκριμένη καταδικαστική απόφαση εναντίον ενός οίκου αξιολόγησης, η οποία είναι πρώτη στο είδος της σε παγκόσμιο επίπεδο, θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα για τη διεκδίκηση υπέρογκων αποζημιώσεων εναντίον των εταιριών που πρωτοστάτησαν, μεταξύ άλλων, στην αμερικανική και την ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Σύμφωνα με δικηγόρους που επικαλούνται οι βρετανικοί Financial Times εξάλλου, η συγκεκριμένη απόφαση θα μπορούσε να αποτελέσει- ατύπως- δικαστικό προηγούμενο για δικαστικές υποθέσεις εναντίον οίκων αξιολόγησης όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά ακόμα  και στις ΗΠΑ.
 
Η βρετανική ωστόσο εφημερίδα επισημαίνει ότι στις ΗΠΑ, όπου έχουν γίνει αντίστοιχες αγωγές, οι οίκοι έχουν στο παρελθόν προστατευθεί πίσω από το προπέτασμα της ελευθερίας του λόγου, που πρεσβεύει το αμερικανικό Σύνταγμα, υποστηρίζοντας ότι οι αξιολογήσεις τους αποτελούν απλώς εκφράση γνώμης.
 
Σύμφωνα με τους FT έχουν κατατεθεί σε παγκόσμιο επίπεδο περί τις 60 αντίστοιχες αγωγές εναντίον οίκων αξιολόγησης. Η πλειονότητα των αγωγών έχουν κατατεθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και αφορούν κυρίως τοξικά προϊόντα που συνδέονται με τα στεγαστικά δάνεια- τα οποία οδήγησαν στο ξέσπασμα της αμερικανικής χρηματοπιστωτικής κρίσης. Περί τις 12 αγωγές εξάλλου έχουν κατατεθεί σε Γερμανία και Ιταλία. Μεγάλος αριθμός εξ’ αυτών αφορά προϊόντα της Lehman Brothers, της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας η οποία κατέρρευσε το 2008.
 
Περί τις 40 αγωγές, σύμφωνα πάντα με την βρετανική εφημερίδα, έχουν ήδη κριθεί ή αποσυρθεί, ενώ 20 περίπου (έξι σε Γερμανία, Ιταλία) κρίνονται η αναμένεται να κριθούν.
 
Η απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Αυστραλίας ωστόσο δεν αποκλείεται να δώσει νέα ώθηση σε τέτοιου είδους αγωγές. Ηδη η νομική εταιρία IMF (Australia) Co., η οποία βρίσκεται πίσω από τη συγκεκριμένη υπόθεση, ανακοίνωσε ότι έχει προσλάβει δικηγόρους  με σκοπό να διερευνήσουν κατά πόσο είναι ευφικτό να ξεκινήσουν και άλλες αγωγές αυτή τη φορά στην Ευρώπη, κατά της S&P’s αλλά και της Royal Bank of Scotland, στην οποία ανήκει σήμερα το τραπεζικό τμήμα της ABN AMRO, εκ μέρους ευρωπαϊκών τραπεζών αλλά και ασφαλιστικών ταμείων.
 
Οπως αναφέρει ο Τζον Γουόκερ, διευθύνων σύμβουλος της IMF (Australia) Co., η συγκεκριμένη εταίρια προτείνει να κατατεθούν αγωγές στην Ολλανδία οι οποίες θα αφορούν προϊόντα (CPDO) αξίας 2 δισ. ευρώ, τα οποία πωλήθηκαν από την  ABN AMRO και αξιολογήθηκαν από την S&P’s.
 
O Τζέιμς Κοξ, καθηγητής νομικής στο Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ Duke, ο οποίος έχει παρακολουθήσει το θέμα, αναφέρει στους Financial Times, ότι παρά το γεγονός ότι η απόφαση-σταθμός του δικαστηρίου της Αυστραλίας δεν έχει δεσμευτική ισχύ για την Αμερική, δεν αποκλείεται να ασκήσει σημαντική επιρροή στις αποφάσεις των εκεί δικαστηρίων.
 
Η Standard & Poor’s από την πλευρά της θα κατέθετε ήδη από χτες έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου. Η Moody’s και η Fitch, οι άλλοι δύο κολοσσοί των αξιολογήσεων, αρνήθηκαν, σύμφωνα με τους FT, να απαντήσουν χθες σε ερωτήσεις της εφημερίδας.