«Η αφορμή για αυτό το πόνημα δόθηκε από τη συνέντευξη που ο φίλος και συνάδελφός μου Τζον Σμιθ παραχώρησε έπειτα από δικιά τους πρόσκληση στον ιστότοπό του Los Angeles Literary Quarterly, όπου η αφέλεια του συνεντευξιαζόμενου συναγωνίζεται επάξια τη χαρωπή δουλικότητα των συνεντευκτών. Σε πιάνει λύσσα πραγματικά να βλέπεις ξετσίπωτους, ψευδοσπουδαγμένους να αντιμετωπίζουν έναν συνάδελφο, έναν σύντροφο, έναν φίλο, όπως ο Τσβάιχ τον Μέντελ. Αναγνωρισιμότητα, επιτυχία, κύρος, υψηλή και χαμηλή κουλτούρα, και ιστορίες με καρδιά. Γνωρίζουμε πολύ καλά το λεξιλόγιο με το οποίο η βία της αγοράς καλωπίζει την καταστροφικότητά της».
Αυτό το απόσπασμα από τον επίλογο του βιβλίου δίνει τον τόνο και τη θερμοκρασία όλου του συγγράμματος. Ο συγγραφέας, βιβλιοϋπάλληλος ο ίδιος από το 1917, γράφει ένα κείμενο με τη σοφία του δοκιμίου και την ένταση του μανιφέστου. Το αποτέλεσμα είναι ένα καθηλωτικό κείμενο για τη μισθωτή εργασία στον χώρο του πολιτισμού. Η πνευματική παραγωγή υπόσχεται την απελευθέρωση, την ώρα που υποδουλώνεται στο εμπόριο. Μιλώντας για τον «πνευματικό κουρνιαχτό που αποπνέει ο Λούβρος» ο συγγραφέας σκαλίζει την κεντρική αλήθεια της πολιτιστικής μας ζωής: πώς οι πολιτιστικοί θεσμοί αναλαμβάνουν να μετατρέψουν τον δυναμίτη της σκέψης σε δώρο Χριστουγέννων.
Ο Τηλέμαχος Δουφεξής Αντωνόπουλος συστήνεται στην ταυτότητα του βιβλίου ως ο διασκευαστής του πρωτότυπου αγγλικού κειμένου, κλείνοντας έτσι από την αρχή το μάτι στον αναγνώστη, προειδοποιώντας τον ότι έχει κάνει κάτι περισσότερο από το να μεταφράσει.
Τι είναι όμως αυτό το περισσότερο; Θα χρειαστεί να ολοκληρώσει το βιβλίο ο αναγνώστης για να διαπιστώσει περί τίνος πρόκειται. Πρώτον, ο μεταφραστής/διασκευαστής είναι βέβαιο ότι έχει βάλει το χέρι του στο τελικό αποτέλεσμα με απαράμιλλο θράσος. Θυμίζει τον μεταφραστή του Μονταίνιου που απάντησε στις κατηγορίες για απιστία λέγοντας ότι «θέλει να είναι ο ίδιος ο Μονταίνιος», ή τον μεταφραστή του σαιξπηρικού Μάκβεθ που εξηγούσε ότι αφαίρεσε μόνο κάτι διπλονόστιμους κύβους κνορ από τις περιγραφές των μαγικών. Αλλά εδώ μπορεί να έχουμε να κάνουμε με κάτι παραπάνω από έναν θρασύ μεταφραστή: ένα παιχνίδι χαμένου θησαυρού με την ταυτότητα του συγγραφέα.
Ενώ έχουμε μία ολόκληρη γραμματεία ψευδωνύμων λογοτεχνικών κειμένων, στην προκειμένη περίπτωση αυτό το τέχνασμα ταιριάζει μοναδικά με το περιεχόμενο του βιβλίου, καθώς είναι ένα βιβλίο για την ψευδή ταυτότητα. Να εξηγηθώ.
Ψευδυπόγραφο κείμενο έχουμε και στην περίπτωση του Συγγραφέα του Ζάα, του Γ. Γιατρομανωλάκη. Ο φιλόλογος εκεί ισχυρίζεται ότι μεταφράζει έναν συγγραφέα της ελληνιστικής εποχής, αλλά πρωτίστως μας εντυπωσιάζει με τα παλαιικά ελληνικά του, καθώς γράφει ιστορίες μιμούμενος τα ελληνικά του ανύπαρκτου συγγραφέα που υποτίθεται ότι μεταφράζει. Εδώ όμως το παιχνίδι των ταυτοτήτων, δηλαδή ποιος είναι ο Τηλέμαχος Δουφεξής Αντωνόπουλος και ποιος είναι ο George Comstock, είναι η ίδια η κεντρική προβληματική του βιβλίου. Καταλήγει στο ίδιο το πρόβλημα της ψευδούς ταυτότητας, δηλαδή του ανθρώπου που νομίζει για τον εαυτό του κάτι άλλο από αυτό που βλέπουν όλοι οι υπόλοιποι.
«H μνησικακία του [βιβλιοϋπαλλήλου] κορυφώνεται στην πεποίθηση ότι είναι αναντικατάστατος, προνόμιο που εγγυάται η παιδεία του και συνεπώς τείνει να θεωρεί τον κόσμο αμετάβλητο. Η φιλοδοξία του εξαντλείται στο να γίνει κάποτε μία υποφερτή διασημότητα των γραμμάτων, όπως αυτές που πουλάει την πραμάτεια τους ή, ακόμη λιγότερο ευφάνταστα, αφεντικό. Δεν θα καταφέρει τίποτα από τα δύο. Του λείπει το ταλέντο, το χρήμα και ο χρόνος.
Ίσως αν συμμεριζόταν την ανηθικότητα του Ριχάρδου Γ΄ να τα κατάφερνε . Όμως σε ένα βιβλιοϋπάλληλο βρίσκεις πολύ Ταρταρίνο και καθόλου Ριχάρδο».
Ο βιβλιοϋπάλληλος εμφανίζεται ως κάποιος που νομίζει ότι είναι διανοούμενος ενώ είναι ένας σερβιτόρος βιβλίων, κάμπια που ονειρεύεται ότι είναι μεταξοσκώληκας ή, με τα λόγια του συγγραφέα, υπηρέτης που νομίζει ότι επειδή έμαθε να μιμείται τους τρόπους των αφεντικών του, τους μοιάζει κιόλας. Το ερώτημα είναι τι νόημα έχει να προσβάλει τον εαυτό του και τους συναδέλφους του κατά αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας. Να περιγράφει τον βιβλιοϋπάλληλο ως νεοφώτιστο ηλίθιο που συμμετέχει σε μια πανήγυρη ημιμάθειας, υπερήφανος όταν μπορεί να προτείνει βιβλιογραφίες για θέματα που δεν κατανοεί. Πόσο μάλλον όταν αναφέρει πως ο John Smith, τον οποίον βρίζει στο απόσπασμα που παρέθεσα ως προμετωπίδα είναι «ο καλύτερος φίλος του, ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισε ποτέ».
Έχω μία απάντηση, ή έστω μία σκέψη, ως προς αυτό, και δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο κλάδο. Η θέση του βιβλιοπώλη, ο ρόλος του, δεν μεταμορφώνει κανέναν σε διανοούμενο. Σίγουρα. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, ούτε η θέση του συγγραφέα μεταμορφώνει κανέναν σε πνευματικό άνθρωπο. Ο κόσμος είναι γεμάτος από συγγραφείς που δεν αξίζουν ούτε τα δέντρα που κόβονται για το χαρτί των βιβλίων τους.
Τότε; Καμία αντικειμενική θέση δεν μεταμορφώνει κανέναν σε άνθρωπο του πνεύματος. Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Μάλιστα, όταν πρόκειται για τη γραφή, δεν αρκεί να χειροτονηθεί ο παπάς: πρέπει και να περπατήσει πάνω στο νερό.
Το ίδιο ακριβώς παιχνίδι παίζει μαζί μας ο συγγραφέας και ο διασκευαστής με το τέχνασμα της λογοκλοπής. Μας ενημερώνει πως το βιβλίο βρίθει κλοπιμαίων αποσπασμάτων που μέσω της διαδικασία αυτής «απελευθερώνονται από το εμπορευματικό κέλυφος». Δεν παραπέμπει στα αντίστοιχα βιβλία σε υποσημειώσεις, όπως θα έπρεπε να κάνει αν ήταν ένας φιλότιμος επιστήμων, αλλά ούτε και αποκρύπτει το γεγονός, όπως θα έκανε αν ήταν ένας αξιοπρεπής απατεώνας. Αντ’ αυτού παίζει μαζί μας και πάλι το παιχνίδι των ταυτοτήτων: αν σας τσιτάρω λίγο Αντόρνο ή Γκυ Ντεμπόρ, θα χειροκροτάτε σαν τις φώκιες με το ψάρι. Ας παίξουμε λοιπόν το παιχνίδι που λέει ότι διαβάζουμε έχοντας αφαιρέσει όλες τις ετικέτες και να δούμε τότε πόσα απίδια βάζει ο σάκος, αγαπητέ αναγνώστη. Διαβάζεις μία ηλίθια φράση. Τολμάς να το πεις; Η φοβάσαι μήπως γελοιοποιηθείς ειρωνευόμενος ένα κλασικό απόσπασμα της επιστήμης της κοινωνιολογίας; Εντοπίζεις ένα διαμάντι. Το λες; Η φοβάσαι το ενδεχόμενο να επαινείς τον Τηλέμαχο Δουφεξή Αντωνόπουλο για κάτι που έγραψε ο Χορκχάιμερ; Ποιος έχει τα κότσια να μας πει αν μια παράγραφος είναι κακή ή κακή, όταν μπορεί να γελοιοποιηθεί σαν τους εκδότες που απέρριψαν τον Μέλβιλ, τη Σύλβια Πλαθ, που είπαν ότι το γραπτό που υπέβαλε ο Ναμπόκοφ θα ήταν προτιμότερο να θαφτεί κάτω από μια πέτρα για χίλια χρόνια; Ο συγγραφέας αναφέρει το παράδειγμα του Βάλρααφ, που έστελνε σελίδες του Μούζιλ σε εκδότες για να τους εξευτελίσει δημοσιεύοντας τις αρνητικές απαντήσεις τους. (Χαριτωμένη λεπτομέρεια: ούτε ο εκδοτικός οίκος που εκδίδει τον Μούζιλ δεν γλίτωσε).
Πέρα από την εύλογη επιθυμία μας να ξέρουμε ποιος γράφει τι, προκειμένου να ξέρουμε ποιον να συγχαρούμε ή να γιουχάρουμε, αυτό το παιχνίδι μάς αποκαλύπτει ότι πολλές φορές η ίδια η ετικέτα μάς υπαγορεύει ποιον να συγχαρούμε και ποιον να γιουχάρουμε. Γιατί; Διότι είμαστε υποκριτές. Διότι δεν έχουμε μάθει να πιστεύουμε στα μάτια μας και αφήνουμε σαν μαριονέτες ένα σύστημα βιβλιοφιλικού marketing να υπαγορεύει τις προτιμήσεις μας.
Ποιος είναι ρηξικέλευθος και ποιος κάνει φτηνά κόλπα εντυπωσιασμού; Ποτέ μία γραφή είναι λιτή και απέριττη και ποτέ απλοϊκή; Τα ίδια ακριβώς στοιχεία μπορούν να διαβαστούν καλόπιστα ή κακόπιστα, ανάλογα με το αν θα έχει πιάσει τόπο το αντίστοιχο marketing. Το τέχνασμα του συγγραφέα να μας αποκρύπτει ποιος έχει γράψει τι σε αυτό το βιβλίο αποτελεί μία ακόμη φάρσα που αφορά το ζήτημα της υπογραφής. Αφορά δηλαδή το θεμελιώδες ερώτημα τι σκέφτεται πραγματικά το δικό μας μυαλό για όσα βιβλία καταναλώνουμε.
Ο Τηλέμαχος Δουφεξής Αντωνόπουλος και ο George Comstock βρίζουν με τα χειρότερα λόγια μία επαγγελματική κατηγορία και την κατηγορούν για υποκρισία, για μία θλιβερή αυτοεξαπάτηση. Φρονώ ότι το βρισίδι αυτό οφείλεται στο ότι οι ευγενείς άνθρωποι κρατούν την αυστηρότητα για τον εαυτό τους και όχι τον διπλανό. Είναι λίγο σαν τον εθνικισμό: το να βρίζεις την πατρίδα σου είναι δείγμα υγείας. Το να βρίζεις την πατρίδα του γείτονα είναι σοβινισμός. Ένοχοι υποκρισίας και αυτοεξαπάτησης είμαστε δυνητικά όλοι. Το παιχνίδι των ταυτοτήτων που διατρέχει το βιβλίο (Ποιος είναι ο συγγραφέας που υπογράφει; Τι έχει κάνει ο διασκευαστής; Σε ποιον θα πρέπει να αποδοθεί η κάθε παράγραφος που διαβάζουμε;) υποδεικνύει τη λύση του αινίγματος: το έργο του πνεύματος δεν ανήκει σε κανέναν κοινωνικό ρόλο και σε καμία επαγγελματική κατηγορία. Εξαρτάται αποκλειστικά από το αν σε αυτά που διαβάσαμε, σκεφτήκαμε, είπαμε και γράψαμε, εμφανίζεται έστω και μία σπίθα ατομικής ευφυΐας.
Αν ο Max Scheller μάς εξηγεί ότι η μνησικακία προκύπτει με χρονοκαθυστέρηση διότι ουσιαστικά παράγεται από την αδυναμία να απαντήσει κανείς στην προσβολή, εδώ η μνησικακία είναι το καθημερινό δηλητήριο που καταπίνει ο βιβλιοϋπάλληλος, που εμφανίζεται μέσα στο δοκίμιο ως ένας αποθηκάριος με διανοητικές βλέψεις. Το βιβλίο αναλύει διεξοδικά την εργασιακή σχέση του υπαλλήλου με την επιχείρηση, και την εκρηκτική αντίφαση που συνδέει αυτή τη σχέση με την αυτοεικόνα του. Περιγράφει ειρωνικά το χτυποκάρδι του βιβλιοϋπαλλήλου που προτείνει έναν τίτλο σε έναν διάσημο συγγραφέα και τονίζει πως ένα βιβλιοπωλείο είναι και παραμένει πάντοτε ένα μαγαζί.
Κατά βάθος η μέριμνα που αναδύεται από αυτές τις σελίδες, ή έστω αυτή που φτάνει ως εμένα και συναντά τις δικές μου αγωνίες, είναι το ερώτημα πώς μέσα στις συνθήκες της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης των ιδεών, θα υπάρξει κάτι που παραμένει ζωντανή σχέση της ζωής με τη σκέψη, και πιο ειδικά με τη δυνατότητα της γραφής να μεταμορφώνει τον κόσμο: «όσο πιο αξιόπιστος, αναγνωρίσιμος και καλός υπάλληλος γίνομαι, νιώθω, με μια σχέση αντίστροφης αναλογίας, να χάνω την πίστη μου στη δυνατότητα των βιβλίων να αλλάξουν τον κόσμο». Εξ ου και ακολουθεί λίγες αράδες αργότερα μια αναφορά στην άποψη ότι η μόρφωση ήταν ικανή να βάλει ένα τέλος στον δεσποτισμό, αλλά εν τέλει χρειάστηκε και η λαιμητόμος.
Σε μια περίπου παπαγιώργεια αποστροφή, ο συγγραφέας αποφαίνεται πως «Η γνώση, η πραγματική γνώση, εδράζεται αλλού, μακριά από τα βιβλιοπωλεία. Η γνώση ήταν πάντα αποτέλεσμα αντίστασης και πόνου. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο».
Γνώριζα τον Τηλέμαχο ως μεταφραστή και ως έναν πολύ απολαυστικό συνομιλητή. Υπάρχουν αρκετοί πνευματώδεις συνομιλητές που δεν πιάνουν ποτέ το μολύβι. Η μόρφωση μάλιστα σε μερικές από αυτές τις περιπτώσεις δρα παραλυτικά. Δεν πας να προσθέσεις την κουτσουλιά σου δίπλα σε αριστουργήματα. Και όσο περισσότερο αποκτάς το προφίλ του βιβλιοφάγου, τόσο πιο παράλογο σου φαίνεται να πας και εσύ να δοκιμάσεις την τύχη σου ανάμεσα στις μάζες που συντρίβονται συγκρινόμενες με τιτάνες της γραφής.
Δεν ξέρω πόσους συναδέλφους και φίλους του εκνεύρισε ο συγγραφέας με αυτό το βιβλίο, αλλά νομίζω ότι μπορώ να διακρίνω την αρετή που κέντρισε το δικό μου ενδιαφέρον. Μέσα σε έναν κόσμο όπου όλα τα μαχαιρώματα είναι πισώπλατα και ο δημόσιος λόγος έχει τις στρογγυλεμένες γωνίες ενός δελτίου τύπου, αυτό είναι επιτέλους ένα έργο υψηλής έντασης. Διαβάζοντάς το έχεις την αίσθηση ότι στις φλέβες του συγγραφέα κυλάει αίμα και όχι νερό. Τα βιβλία έχουν υλική υπόσταση όταν ο αποθηκάριος κουβαλάει σαραντάκιλες κούτες ή όταν κάποιος αποφασίσει να πάρει τις λέξεις στα σοβαρά, τοις μετρητοίς. Σε αυτή την περίπτωση ισχύουν και τα δύο.