Στις βορειοευρωπαϊκές καπιταλιστικές οικονομίες η σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή αναγνωρίζεται ως ένα προϊόν το οποίο προσφέρει στο εγχώριο ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η μουσική βιομηχανία του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ετήσιο τζίρο 5,2 δις λίρες έχει να κάνει και με την κρατική μέριμνα επιτροπών που ασχολούνται με την προώθηση αυτών των προϊόντων και την επέκταση της αγοράς τους.

Ανέκαθεν οι βορειοευρωπαϊκές χώρες (και όχι μόνο) έδιναν μεγάλη σημασία στη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή, ορίζοντας θεσμούς για την προώθησή της (βλ. Ινστιτούτο Γκαίτε, Βρετανικό Συμβούλιο κλπ.). Ως προς τη μέριμνα για τον καλλιτέχνη σε περιόδους «κανονικότητας», αρκεί να θυμηθούμε τα οικονομικά βοηθήματα που κατά καιρούς παίρνουν καλλιτέχνες σε πολλές από αυτές τις χώρες, είτε ως αναγνώριση της προσφοράς τους στην εγχώρια πολιτιστική παραγωγή (statut d’artiste, Βέλγιο) είτε ως βοηθήματα για το επαγγελματικό ξεκίνημά τους (WWIK, Ολλανδία). Οικονομικά βοηθήματα που αγγίζουν μεγέθη μηνιαίων μισθών για τα ελληνικά δεδομένα.

Σίγουρα το ΑΕΠ των χωρών αυτών είναι μεγαλύτερο από της Ελλάδας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν «λεφτά για πέταμα». Οι συγκεκριμένες χώρες είναι σκληρά καπιταλιστικές· αν δεν τις συνέφερε, δεν θα επένδυαν στην τέχνη. Συνεπώς το ερώτημα είναι: γιατί αυτές οι χώρες επενδύουν ποσοστιαία πολύ περισσότερο στη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή απ’ ό,τι η Ελλάδα;

Μία βασική εξήγηση είναι ότι ως πολιτιστικό κεφάλαιο και πολιτιστικό προϊόν στη Βόρεια Ευρώπη νοείται κυρίως ο πολιτισμός που παράγεται σήμερα, και δευτερευόντως το πολιτιστικό κληροδότημα του παρελθόντος.

Στο Νότο έχουμε την τύχη να έχουμε κληρονομήσει έναν τεράστιο πολιτιστικό πλούτο, τόσο μεγάλο σε μέγεθος και σημασία που δεν μπορούμε καν να τον διαχειριστούμε πλήρως. Σε αυτές τις συνθήκες, το να προσπαθήσουμε να υποστηρίξουμε και να προωθήσουμε το σύγχρονό μας πολιτισμό φαντάζει από ανούσιο έως ακατόρθωτο από άποψη προτεραιότητας.

Συνεπώς, βάσει των παραπάνω, στο Βορρά ο καλλιτέχνης αναγνωρίζεται ως ένα πρόσωπο το οποίο προσφέρει τόσο στην οικονομία όσο και στη δημιουργία του ταυτοτικού προσδιορισμού της χώρας του. Το προϊόν της δουλειάς του είναι αυτό το οποίο ορίζει ποια είναι η χώρα του πολιτιστικά αλλά και εννοιολογικά (την εκάστοτε χρονική στιγμή), και αυτό το οποίο διακινείται στο εξωτερικό για την προώθηση αυτής της ταυτότητας.

Το προϊόν εργασίας του Βορειοευρωπαίου καλλιτέχνη είναι η σύγχρονη εκδοχή του «Γι’ αυτά πολεμήσαμε» που είπε ο Μακρυγιάννης δείχνοντας δύο αρχαία αγάλματα. Πέραναυτού του βασικότατου λόγου όμως, υπάρχει και άλλη μια παράμετρος κοινωνιολογικής υφής.

Ο Μαξ Βέμπερ (Max Weber) ορίζει ότι στα βορειοευρωπαϊκά, καπιταλιστικά και έντονα προτεσταντικά κράτη η έννοια του επαγγέλματος έχει σχεδόν μια μεταφυσική διάσταση, αυτή της θείας αποστολής του καθενός και καθεμιάς μας πάνω στη γη. Η «κλίση» λοιπόν κάποιου προς ένα επάγγελμα ή προς ένα άλλο, το «calling» ή το «Beruf», θεωρείται θεϊκή ανάθεση προς κάθε μέλος του συνόλου (Gemeinde/community).

Συνεπώς, στα αυτά τα κράτη κράτη δεν νοείται ότι το τάδε επάγγελμα έχει περισσότερη σημασία σε κοινωνικό επίπεδο από το δείνα. Όπως δεν νοείται ότι αυτός που ασκεί το Α επάγγελμα οφείλει να έχει μεγαλύτερη αναγνώριση από αυτόν που ασκεί το Β. Εκεί, το μόνο που έχει σημασία είναι το πόσο εργατικός είσαι στη δουλειά σου και όχι το ποια είναι η δουλειά σου.

Κάτι τέτοιο, δυστυχώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι ισχύει στην Ελλάδα. Τα πάλαι ποτέ κοινωνικά στερεότυπα του τύπου Γιατρός, Παπάς, Νωματάρχης, Δάσκαλος (…και μετά όλοι οι άλλοι), έχουν αφήσει κατάλοιπα στη διαβάθμιση των σύγχρονων αστικών επαγγελμάτων. Στη χώρα μας, δυστυχώς, υπάρχει κοινωνική ιεραρχία σε σχέση με το επάγγελμα που κάποιος ασκεί. Στη Γερμανία και στην Ολλανδία όμως ένας δικηγόρος έχει το ίδιο κοινωνικό κύρος με έναν τρομπετίστα και ένας γιατρός με έναν εργαζόμενο στο σεξ γιατί απλά όλα τα επαγγέλματα θεωρούνται ως εξ ίσου κοινωνικά αναγκαία.

Η Ελλάδα, ως προς το ρόλο του καλλιτέχνη συγκεκριμένα και την κοινωνική προσφορά του στο σύνολο, εμφανίζει μια ακόμη ιδιαιτερότητα. Η Ελλάδα πέρασε πολύ απότομα από το Μεσαίωνα (και δη από μια ιδιαίτερη, ασιατική εκδοχή του: Τουρκοκρατία) στην ύστερη νεωτερικότητα, στην εποχή που η μηχανοποιημένη παραγωγή αγαθών άρχισε να ορίζει τις εργασιακές σχέσεις.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οτι η βάση της ελληνικής κοινωνίας δεν μπολιάστηκε ποτέ από τις αρχές του Διαφωτισμού και της Αναγέννησης: τη στροφή του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, το Ρομαντισμό, τη σημασία των τεχνών στον ορισμό της ανθρώπινης υπόστασης κλπ. Συνεπώς η ιδέα που έχει σχηματιστεί στο σημερινό συλλογικό υποσυνείδητο της χώρας μας ως προς την ίδια την εργασία των καλλιτεχνών και την προσφορά της στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο βασίζεται σε στερεότυπα τα οποία προέρχονται από το Μεσαίωνα και την Τουρκοκρατία.

Για μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας οι καλλιτέχνες είναι μιας μορφής αστικών ζογκλέρ, τροβαδούρων, μπουλουκιών, οι οποίοι ζουν στα όρια του κοινωνικού συνόλου αφού η προσφορά τους σ’ αυτό είναι κάτι το αμφιλεγόμενο. Για πολλούς, ο όρος «καλλιτέχνης» βασίζεται σε λαϊκά στερεότυπα όπως αυτού που: θα του κολλήσεις τη χαρτούρα και θα σου σκαρώσει ένα τραγούδι, θα του πετάξεις ένα κέρμα και θα σου χορέψει ένα χορό, ή εξ ίσου θα σου απαγγείλει στιχάκια από τον Όμηρο.

Το γεγονός ότι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία γεννήθηκε κατά την ύστερη νεωτερικότητα, την κάνει να αντιλαμβάνεται ως εργασιακά προϊόντα μόνο τεχνολογικά αντικείμενα — ή υπηρεσίες που παράγουν τέτοια αντικείμενα. Εν συνεχεία αυτά τα αντικείμενα αξιολογούνται ανάλογα με τη λειτουργικότητα και τη χρηστικότητά τους. Μας είναι πολύ πιο δύσκολο να αξιολογήσουμε ως προϊόν κάτι από το αισθητικό πεδίο, όπως ένα τραγούδι ή ένα ποίημα. Γιατί απλούστατα δεν είναι κάτι το χρηστικό· θεωρείται ως κάτι μη αναγκαίο. Για τους ίδιους λόγους, παρόμοια θέση (στα όρια του κοινωνικού συνόλου) έχει και ο φιλόσοφος, αφού τα προϊόντα που παράγει δεν έχουν επίσης καμία χρηστικότητα. Ο φιλόσοφος θεωρείται ως μια υπερβατική φιγούρα που αναλώνεται σε πράγματα που δεν έχουν καμία απτή σημασία στην καθημερινότητά μας, και συνεπώς είναι τόσο αυτός όσο και τα προϊόντα του άχρηστα για το ευρύ κοινωνικό
σύνολο.

Για τους ίδιους λόγους, ο καλλιτέχνης στη χώρα μας τοποθετείται στα όρια του κοινωνικού συνόλου, όχι μόνο για το τι προσφέρει (το προϊόν που παράγει) αλλά και διότι αυτό που κάνει δεν το αντιλαμβανόμαστε απόλυτα ως επάγγελμα. Το αποτέλεσμα της δουλειάς του δημιουργεί συναισθήματα τα οποία απολαμβάνουν όσοι εκτίθενται σε αυτό, πολλές φορές φαίνεται όμως να απολαμβάνει και ο ίδιος ο καλλιτέχνης εξ ίσου τη δουλειά του κάνοντας την, συνεπώς δημιουργείται η εντύπωση ότι αυτό που κάνει εκείνη τη στιγμή δεν είναι δουλειά (δουλεία), αλλά ένα είδος ευχαρίστησης.

Πόσες φορές δεν έχω συστηθεί ως «μουσικός» για να λάβω την απάντηση «Ε! Τουλάχιστον κάνεις κάτι που σου αρέσει». Το οποίο μπορεί να έχει τριπλή ανάγνωση: α) «κρίμα, και φαίνεσαι να έχεις δυνατότητες, τουλάχιστον κάνεις κάτι που σου αρέσει» β) «Ε, δεν κάνεις και τίποτα ιδιαίτερο»  γ) «Ε! Τουλάχιστον είναι κάτι που σου αρέσει, όχι όπως ο γιατρός κι ο δικηγόρος που το κάνουν καταναγκαστικά» (!!!).

Στη χώρα που τα μοναδικά της βραβεία Νομπέλ είναι στη λογοτεχνία, άμα είσαι καλλιτέχνης «Ε! Τουλάχιστον, κάνεις αυτό που σου αρέσει». Είναι η ίδια χώρα που άμα αποφασίσεις να ασχοληθείς επαγγελματικά με την Τέχνη, θα ακούσεις κάποιον απ’ τον κοντινό σου κύκλο να σου λέει, «ναι αλλά δεν βγάζεις και κάνα πανεπιστήμιο καλού κακού;», λες και το να γίνεις καλλιτέχνης δεν απαιτεί κόπο και μελέτη. Πόσο παράξενο και ωραίο θα ήταν άραγε να ακούγαμε το αντίθετο: «Ξέρεις, θέλω να γίνω μηχανικός», «ναι αλλά δεν βγάζεις και μια δραματική καλού κακού;».

Σε αυτή τη χώρα λοιπόν μη μας φαίνεται περίεργο το ότι δεν ελήφθησαν άμεσα μέτρα προστασίας των καλλιτεχνών. Η θέση που έχει ο καλλιτέχνης και η κοινωνική/οικονομική σημασία του έργου του στη συνείδησή μας είναι οι λόγοι για τους οποίους ο κλάδος των καλλιτεχνών είναι από τους πρώτους που πλήττεται σε περιόδους κρίσης.

Σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος της αστικής τάξης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού εξ ορισμού αυτή διαθέτει το πολιτιστικό κεφάλαιο ώστε να ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό της χώρας εν γένει, για την ύπαρξη εκδηλώσεων, πολιτιστικών κέντρων και θεσμών. Ιδρύει οργανισμούς, στηρίζει με χορηγίες κλπ. αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ενδιαφέρεται και για την ευημερία των «εργατών» της τέχνης που μοχθούν χωρίς αντάξιο αντίτιμο για την παραγωγή σύγχρονου πολιτισμού.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να συντηρείται το στερεότυπο του καλλιτέχνη ως μιας μποέμ φιγούρας που περνάει δύσκολα αλλά με πάθος και με υπερβατική αυτοθυσία δημιουργεί το έργο του. Άλλωστε, κι αυτός ο μύθος έχει συνεισφέρει στο να μην του αναγνωρίζεται ότι αυτό που κάνει είναι εργασία, δουλειά, που απαιτεί μόχθο, σκέψη και μελέτη, αλλά να θεωρείται ως ένας παροξυσμός, μια τρέλα. Δυστυχώς φταίμε κι εμείς για το πώς καλλιεργούμε μύθους και στερεότυπα σε σχέση με αυτό που κάνουμε.

Στερεότυπα που ευθύνονται για αντιδράσεις απαξίωσης από μερίδα συμπολιτών μας, όταν ακούν για την εργασιακή κρίση που επέρχεται στο κλάδο της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας να απαντούν «Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν», απαξιώνοντας πλήρως το ρόλο μιας ολόκληρης κοινωνικής ομάδας, θεωρώντας αυτό που κάνουν ελιτίστικο και εκτός κοινωνικής πραγματικότητας και αγνοώντας εντελώς το μέγεθος της καταστροφής που θα επέλθει σε ένα κομμάτι του κοινωνικού συνόλου. Αλλά ναι ξέχασα, ο καλλιτέχνης είναι σχεδόν εκτός κοινωνικού συνόλου…

* Ο Θάνος Πολυμενέας Λιοντήρης PhD, είναι συνθέτης/μουσικός συνεργάζεται σαν ερευνητής με το πανεπιστήμιο του Sussex και ως διδάσκων με το Ιόνιο πανεπιστήμιο και το ΕΚΠΑ.