Οι λίγοι αυτοί πρόσφυγες που επιμένουν να λένε την αλήθεια, ακόμα και σε βαθμό «απρέπειας», κερδίζουν ως αντάλλαγμα για το ότι δεν είναι δημοφιλείς ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα: η ιστορία δεν είναι πλέον γι’ αυτούς ένα κλειστό βιβλίο και η πολιτική δεν είναι το προνόμιο των Εθνικών. Χάνα Άρεντ, 1943, Εμείς οι Πρόσφυγες (2015: 34)

Με τον πρόσφατο ντόρο που έχει ξεσπάσει με το Μακεδονικό, πέρα από τις κρίσιμες διπλωματικές, μικροπολιτικές, κοινωνικές αλλά και ιστοριογραφικές προεκτάσεις του, έχει ανακύψει, νομίζω, και ένα ζήτημα ιδεολογίας και κρίσης των πολιτικών ταυτοτήτων όπως τις ξέραμε μέχρι σήμερα ή, τέλος πάντων, όπως φανταζόμασταν ότι τις ξέραμε.

Αυτό το ζήτημα ιδεολογίας, οι περίφημες «ζυμώσεις στον χώρο της Δεξιάς» που λένε και τα ΜΜΕ, δεν είναι διόλου αμελητέο γιατί, αν και μοιάζει αφηρημένο, θεωρητικό και φαντασιακό, είναι ταυτόχρονα πέρα για πέρα υλικό αφού σχετίζεται με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξης. Για να το θέσουμε διαφορετικά, μια πολιτική ιδεολογία αφορά ένα σύστημα ιδεών για τον τρόπο με τον οποίο μια πραγματική κοινωνία «πρέπει» να λειτουργεί. Αν και διακρίνεται από τη θρησκεία κυρίως ως προς τη φύση των απαντήσεων που επιχειρεί να δώσει (πέρα από τον υλικό κόσμο η θρησκεία ενδιαφέρεται, συχνά πρωτίστως μάλιστα, και για τον μετα-υλικό κόσμο, τη ζωή μετά θάνατον), κάθε πολιτική ιδεολογία, όπως και κάθε θρησκεία, διέπεται από ορισμένα θέσφατα και έχει ως σημεία αναφοράς κάποιες προσωπικότητες από τον χώρο της διανόησης ή της δράσης στις οποίες επιστρέφει κατά το δοκούν.

Στην πολιτική ιδεολογία της Δεξιάς, για παράδειγμα, θέσφατες θεωρούνται ορισμένες κοινωνικές ταξινομήσεις, ανισότητες και ιεραρχίες στη βάση του «φυσικού δικαίου», της παράδοσης ή της οικονομίας ενώ ιστορικές προσωπικότητες που λειτουργούν ως σημεία αναφοράς αποτελούν π.χ. ο Τσώρτσιλ, η Θάτσερ, ο Ρέηγκαν, ή ο ιδρυτής της Σχολής του Σικάγο οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν και, στα δικά μας εθνικά χωράφια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Υπάρχουν, όμως, και κάποιες προσωπικότητες που έχουν λειτουργήσει ως σημεία αναφοράς για τη Δεξιά πολιτική ιδεολογία χωρίς οι ίδιοι να ανήκαν ποτέ στον συντηρητικό χώρο (μάλλον το αντίθετο), μόνο και μόνο επειδή το έργο τους, ή καλύτερα η αποσπασματική ανάγνωση του έργου τους, βόλευε το εν προκειμένω ηγεμονικό δεξιό ιδεολογικό αφήγημα. Μια διάσημη τέτοια περίπτωση είναι ο Τζωρτζ Όργουελ, το έργο του οποίου χρησιμοποιήθηκε μετά θάνατον ως ιδεολογικό όπλο ενάντια στον κομμουνισμό εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Μια άλλη, ακόμα πιο παρεξηγημένη κατά τη γνώμη μου, είναι η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ. Ας δούμε λοιπόν το γιατί.

Λίγα λόγια για τη ζωή…
 
Η Χάνα Άρεντ γεννήθηκε το 1906 στο Λίντεν της Γερμανίας κοντά στο Αννόβερο και πήρε το όνομα «Γιοχάνα» (πολύ αργότερα, όταν πολιτογραφείται στις ΗΠΑ το 1951 θα επισημοποιήσει το «Χάνα»). Η οικογένειά της, εβραϊκής καταγωγής αλλά πλήρως «αφομοιωμένη» στον γερμανικό κοινωνικό ιστό, αποτελείται από τη μητέρα της Μάρθα το γένος Κοέν που είχε στενές σχέσεις με το τότε σοδιαλδημοκρατικό κίνημα και τον πατέρα της Πάουλ Άρεντ ο οποίος πεθαίνει το 1913, μετά από πέντε χρόνια μάχη με προχωρημένη σύφιλη, όταν η Χάνα είναι μόλις επτά ετών. Έχοντας δείξει από νωρίς τις ικανότητές της, η Άρεντ θα ακολουθήσει σπουδές φιλοσοφίας πρώτα στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, όπου γνωρίζει και τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, αργότερα στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ που μαθητεύει πλάι στον ιδρυτή της σχολής της φαινομενολογίας Έντμουντ Χούσερλ και, τέλος, στη Χαϊδελβέργη όπου εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή (την οποία μάλιστα και εκδίδει σε ηλικία 23 ετών το 1929) για την έννοια της αγάπης στον Άγιο Αυγουστίνο υπό την εποπτεία του υπαρξιστή φιλοσόφου και ψυχιάτρου Καρλ Γιάσπερς.

Η σχέση της Άρεντ με τον κατά δεκαεπτά χρόνια μεγαλύτερό της και παντρεμένο με παιδιά Χάιντεγκερ έχει συχνά απασχολήσει τα φιλοσοφικά ταμπλόιντ σε τέτοιο βαθμό ώστε σε πολλούς κύκλους να είναι περισσότερο γνωστή ως «ερωμένη του Χάιντεγκερ» παρά για τη φιλοσοφική της σκέψη. Η επαφή των δύο ξεκίνησε σαν θαυμασμός εκ μέρους της Άρεντ όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο το 1924 και γρήγορα εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση, η οποία κρατήθηκε κρυφή και από τις δυο πλευρές για πολλά χρόνια και επηρέασε τόσο συναισθηματικά όσο και διανοητικά και τα δύο μέρη της. Διαβάζουμε σχετικά σε ένα γράμμα του Χάιντεγκερ προς την Άρεντ από τις 10 Φεβρουαρίου του 1925:

Δεν θα μπορέσω ποτέ να σε πω δική μου, αλλά από εδώ και στο εξής θα ανήκεις στη ζωή μου και αυτή θα προχωρά μαζί σου… Το μονοπάτι που θα πάρει η ζωή σου είναι κρυφό. Πρέπει να συμφιλιωθούμε με αυτό… Έχασες την «ανησυχία» σου, που σημαίνει ότι βρήκες τον δρόμο για την ενδότατη, καθαρότερη γυναικεία φύση σου. Μια μέρα θα καταλάβεις και θα είσαι ευγνώμων –όχι σε μένα— που αυτή η επίσκεψη στις «ώρες γραφείου» ήταν το αποφασιστικό βήμα μακριά από την πορεία προς την απαίσια μοναχικότητα της ακαδημαϊκής έρευνας, την οποία μόνο ένας άντρας μπορεί να αντέξει και μάλιστα μόνο όταν του έχει δοθεί το βάρος και η φρενίτιδα του να είναι παραγωγικός.

 
Δεν ήταν, όμως, ο εύλογα διαφαινόμενος από το γράμμα μισογυνισμός του Χάιντεγκερ, ο οποίος άλλωστε δεν είναι και περίεργος για τα μέτρα της εποχής, ο οποίος απομάκρυνε συναισθηματικά την Άρεντ από τη σχέση που είχε μαζί τους μετά το τέλος του ερωτικού τους δεσμού. Ήταν η αμφιλεγόμενη σχέση του με τους Ναζί, όπως φανερώνεται τόσο στις ομιλίες του σε συναντήσεις του Ναζιστικού κόμματος ήδη από το 1932 όσο και στον διορισμό του στη θέση του πρύτανη του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.

Στο μεταξύ, η Άρεντ παντρεύεται το 1929 τον δημοσιογράφο Γκούντερ Στερν και εγκαθίσταται μαζί του στο Βερολίνο. Τον Ιούλιο του 1933 συλλαμβάνεται μαζί με τη μητέρα της από τους Ναζί και, αφού καταφέρει να απελευθερωθεί, καταφεύγει, έναν μήνα μετά, στο Παρίσι. Αφού χωρίζει με τον Στερν, παντρεύεται τον Ιανουάριο του 1940 τον Γερμανό ποιητή και φιλόσοφο Χάινριχ Μπλύχερ με τον οποίο θα ζήσει μαζί ως το τέλος της ζωής του. Ο Μπλύχερ ήταν Μαρξιστής, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας μέχρι το 1928 από το οποίο αποχώρησε καταγγέλλοντας τις σταλινικές πρακτικές. Μύησε την Άρεντ στη μαρξιστική θεωρία και την ιστορική και πολιτική ματιά και την έφερε σε επαφή με το έργο της Ρόζα Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλισμό.

Λίγους μήνες αργότερα, η Άρεντ συλλαμβάνεται ως Γερμανίδα από τους Γάλλους και μεταφέρεται στο στρατόπεδο Γκουρ της νοτειοδυτικής Γαλλίας από όπου απελευθερώνεται λίγες βδομάδες αργότερα. Ο Βάλτερ Μένγιαμιν, ξάδελφος του πρώτου άντρα της και σημαντικό μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης, της εμπιστεύεται, λίγο πριν αυτοκτονήσει, το τελευταίο του χειρόγραφο «Θέσεις για τηΦιλοσοφία της Ιστορίας» το οποίο εκείνη παραδίδει στον Θίοντορ Αντόρνο και αρκετά αργότερα, to 1968, ανθολογεί η ίδια στη συλλογή δοκιμίων του Μπένγιαμιν Illuminations.

Εν τω μεταξύ, αρχίζουν οι διώξεις των Εβραίων της Γαλλίας και η Άρεντ αρχικά βγαίνει στην παρανομία και έναν χρόνο αργότερα, το 1941, διαφεύγει στη Νέα Υόρκη μαζί με τον Μπλύχερ και τη μητέρα της χρησιμοποιώντας πλαστά χαρτιά. Στην Αμερική προσπαθεί σταδιακά να στήσει τη νέα της ζωή ως «Εβραία πρόσφυγας», όπως περιγράφει με ιδιαίτερη γλαφυρότητα στο περίφημο δοκίμιό της Εμείς οι Πρόσφυγες. Διαβάζουμε από εκεί κάνοντας αναπόφευκτα συνειρμούς με την παρούσα κατάσταση:

Πρόσφυγας ήταν το άτομο που αναγκαζότανε να αναζητήσει άσυλο εξαιτίας κάποιας πράξης που διέπραξε ή εξαιτίας κάποιας πολιτικής άποψης που είχε…Με εμάς το νόημα του όρου «πρόσφυγας» έχει αλλάξει. Τώρα πρόσφυγες είναι εκείνοι από εμάς που ήταν τόσο άτυχοι ώστε να φτάσουν σε μια καινούρια χώρα δίχως καθόλου οικονομικούς πόρους και πρέπει να βοηθηθούν από Επιτροπές Προσφύγων… Χάσαμε το σπίτι μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την οικειότητα της καθημερινής ζωής. Χάσαμε το επάγγελμά μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την αυτοπεποίθηση ότι είχαμε κάποια χρησιμότητα σε αυτόν τον κόσμο. Χάσαμε τη γλώσσα μας, που σημαίνει πως χάσαμε τη φυσικότητα των αντιδράσεων μας, την απλότητα των χειρονομιών μας, την απρόσκοπτη έκφραση συναισθημάτων. Αφήσαμε τους συγγενείς μας στα πολωνικά γκέτο και οι καλύτεροί μας φίλοι σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που σημαίνει ότι διαρρήχθηκαν οι ιδιωτικές μας ζωές (2015: 10-11).

Το 1951 εκδίδεται το πρώτο διάσημο έργο της Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού και από εκεί και πέρα ξεκινά την ακαδημαϊκή της σταδιοδρομία σε πανεπιστημιακά ιδρύματα όπως το Πρίνστον (όπου ήταν και η πρώτη γυναίκα που κλήθηκε να διδάξει), το Χάρβαρντ, το Μπέρκλει, το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και, τέλος, το New School, όπου δούλεψε από το 1967 έως και τον θάνατό της στις 4 Δεκεμβρίου του 1975 από καρδιακή προσβολή. Ήταν, άλλωστε, μανιώδης καπνίστρια όπως φαίνεται σε πολλές φωτογραφίες αλλά και στιγμιότυπα από την τηλεοπτική της συνέντευξη στη γερμανική τηλεόραση το 1964 (η πρώτη γυναίκα προσκεκλημένη της εκπομπής Zur Person), με τα σύννεφα καπνού να συμβολίζουν στην κινηματογραφική μεταφορά της ζωής της από την Μαργκαρέτε φον Τρότα το 2012 την περίπλοκη και συνάμα τόσο καθαρή σκέψη της.
 
…και το έργο της

Στο βιβλίο της Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού, η Άρεντ έκανε κριτική στον αντισημιτισμό, τον ιμπεριαλισμό και τον ολοκληρωτισμό ως προϊόντα της δυτικής σκέψης. Σε αυτή την κριτικήη Άρεντ έδωσε έμφαση στον ρόλο της ιδεολογίας στην πολιτική από την οπτική της πολιτικής φιλοσοφίας και ειδικά των επονομαζόμενων ολοκληρωτικών καθεστώτων, δηλαδή τη Γερμανία του Χίτλερ και τη Ρωσία του Στάλιν. Θεωρούσε δηλαδή ότι τόσο η Ναζιστική Γερμανία όσο και η Σοβιετική Ένωση υπό τον Στάλιν, παρά τις τεράστιες διαφορές μεταξύ τους και την ανοιχτή αντιπαράθεση από το 1941 και μετά, είναι ολοκληρωτικά καθεστώτα ως προς τον ρόλο που παίζει η ιδεολογία της φυλετικής καθαρότητας και της αταξικής κοινωνίας, αντίστοιχα, ως κινητήριες δυνάμεις στη συγκρότηση της κοινωνίας που ευαγγελίζονται. Και αυτός είναι και ο κύριος λόγος που το έργο της χρησιμοποιήθηκε και συνεχίζει να χρησιμοποιείται από διάφορους οπαδούς της περίφημης θεωρίας των δύο άκρων που θεωρούν ότι φασισμός και κομμουνισμός είναι το ένα και το αυτό. Η Άρεντ, όμως, δεν εξίσωσε τον φασισμό με τον κομμουνισμό ως ιδεολογίες, αλλά, αντίθετα, παρατήρησε ένα κοινό μοτίβο μεταξύ ναζιστικού και σταλινικού καθεστώτος. Αυτό που οι οπαδοί της θεωρίας των δύο άκρων επιμελώς αμελούν να αναφέρουν, βέβαια, είναι ότι η Άρεντ θεωρεί ότι και τα δύο καθεστώτα ήταν τα αγαπημένα παιδιά του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. «Δεν μπορούμε πλέον να παίρνουμε αυτό που ήταν καλό στο παρελθόν και απλά να το ονομάζουμε κληρονομιά μας, να πετάμε το κακό και απλά να το σκεφτόμαστε ως ένα νεκρό φορτίο που ο χρόνος από μόνος του θα θάψει μια μέρα στη λήθη» γράφει σχετικά. «Το υπόγειο ρεύμα της δυτικής ιστορίας έφτασε επιτέλους στην επιφάνεια και σφετερίστηκε την αξιοπρέπεια της παράδοσής μας. Αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλες οι προσπάθειες να ξεφύγουμε από τη θλίψη του παρόντος στη νοσταλγία ενός ακόμα άθικτου παρελθόντος ή στην προσδοκώμενη λήθη ενός καλύτερου μέλλοντος είναι μάταιες» (Arendt, 1973: ix).

Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του διάσημου βιβλίου της, το 1961, η Άρεντ πήγε στην Ιερουσαλήμ για να παρακολουθήσει, ως ανταποκρίτρια του περιοδικού New Yorker, τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν, του Ναζιστή που είχε συλληφθεί από τη Μοσάντ στην Αργεντινή έναν χρόνο νωρίτερα. Στο βιβλίο Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ που βγήκε δύο χρόνια αργότερα εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο όρος «κοινοτοπία του κακού» για να περιγράψει τον Άιχμαν ο οποίος ήταν, σύμφωνα με την Άρεντ, άλλος ένας γραφειοκράτης, ένας κανονικός άνθρωπος που ακολουθούσε εντολές. Ο συγκεκριμένος όρος προκάλεσε διαμάχες μεταξύ ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων καθώς θεωρήθηκε ότι αφαιρεί την ευθύνη από τους θύτες. Η πρόθεση, όμως, της Άρεντ δεν ήταν να σχετικοποιήσει τα Ναζιστικά εγκλήματα αλλά να αμφισβητήσει την επικρατούσα αντίληψη που ήθελε τους Ναζί να μην είναι άνθρωποι αλλά τέρατα ή ψυχοπαθείς που αντλούν σαδιστική ικανοποίηση από τις αποτρόπαιες πράξεις τους. «Μισή ντουζίνα ψυχίατροι» γράφει η Άρεντ «τον βρήκαν ‘φυσιολογικό’, ‘Πιο φυσιολογικό, σίγουρα, από ότι είμαι εγώ αφού τον εξέτασα’, είπε ένας από αυτούς». Η σκέψη ότι οι φασίστες μπορεί να είναι φυσιολογικοί άνθρωποι, τα σπάργανα της οποίας βρίσκονται στη θεωρία της Άρεντ για την «κοινοτοπία του κακού», όχι απλά δεν βολεύει το ψυχροπολεμικό (και στην Ελλάδα εμφυλιακό) ηγεμονικό αφήγημα της Δεξιάς που αναπαριστά τους Ναζί ως τέρατα με τους φυσικούς (βλ. Δυτικογερμανούς) ή ιδεολογικούς επιγόνους τους (βλ. πρώην συνεργάτες σε χώρες όπως η Ελλάδα) να μην έχουν καμιά απολύτως σχέση μαζί τους, αλλά κρούει και τον κώδωνα για τη τωρινή επανεμφάνιση του φασισμού από φορείς οι οποίοι μας κάνουν να «πέφτουμε από τα σύννεφα».

Τέλος, αν όλα τα παραπάνω δεν σας έπεισαν ότι η Άρεντ δεν κάνει βρε αδερφέ και τόσο κατάλληλη για σημείο αναφοράς της Δεξιάς, ίσως σας πείσει το ακόλουθο γράμμα της προς την καλή της φίλη Μέρι Μακάρθυ στις 8 Αυγούστου του 1969:
 
Είδα τον Βασίλη [Βασιλικό] κατηφή και σαστισμένο από την υπόθεση Παναγούλη. Υπάρχουν κάποια περίεργα σημεία. Σύμφωνα με τον Αθηναϊκό Τύπο, ο Παναγούλης πιάστηκε στο ίδιο του το διαμέρισμα. Αν είναι αλήθεια, τότε είναι πολύ περίεργο…Η φυλακή του είναι κοντά σε αεροδρόμιο, σε δύο αεροδρόμια στην πραγματικότητα. Ο Β. δεν καταλαβαίνει γιατί να πάει την Αθήνα, που είναι μακριά από τη φυλακή, ήλπιζε ότι θα δραπέτευε με αεροπλάνο αμέσως. Ακούγεται σαν να ήταν εντελώς μόνος – χωρίς καμία οργάνωση μαζί του να τον βοηθήσει να κρυφτεί και να δραπετεύσει (Brightman, 1995: 239).
 
Βιβλιογραφία
Arendt, Hannah. Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil. London: Penguin Books, 1994.
———. The Origins of Totalitarianism. San Diego-New York-London: Harcourt Brace & Company, 1973.
Brightman, Carol, ed. Between Friends: The Correspondence of Hannah Arendt and Mary McCarthy 1949-1975. London: Secker & Warburg, 1995.
Young-Bruehl, Elisabeth. Hannah Arendt: For Love of the World. New Haven and London: Yale University Press, 1982.
Άρεντ, Χάνα. “Εμείς οι Πρόσφυγες.” Στο Εμείς οι Πρόσφυγες, Επιμ. Νίκος Κούρκουλος, Μτφρ. Κώστας Δεσποινιάδης. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2015.