«Το πρόβλημα της σκλαβιάς εδώ στη Βραζιλία ξεκινά από την άρνηση των Ινδιάνων να δουλέψουν. Δεν τους αρέσει η δουλειά. Και το ίδιο ήταν τότε, το ίδιο είναι και σήμερα. Γι’ αυτό χρειάστηκε [οι Πορτογαλέζοι αποικιοκράτες] να πάνε στην Αφρική, να φέρουν από κείνες τις φυλές κόσμο, και να αντικαταστήσουν την Ινδιάνικη εργατική δύναμη στη Βραζιλία». Έτσι απλά και κατανοητά εξήγησε ο Ρικάρντο Αλμπουκέρκε ντα Σίλβα, νομικός και εκπρόσωπος της Εισαγγελίας της Βραζιλίας, στους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Πάρα, την ιστορία της σκλαβιάς στη χώρα, που και σήμερα η σκλαβιά αποτελεί πραγματικότητα.

Η εισαγγελία αρκέστηκε σε μια απλή ανακοίνωση περί δηλώσεων που απηχούν προσωπικές απόψεις, κι όλοι γύρισαν κανονικά στη δουλειά τους.

Δε χρειάζεται κανείς να εξηγήσει το χαρακτήρα των δηλώσεων. Όμως, φαντάζουν ακόμη αγριότερες αν σκεφτεί κανείς σε ποιά χώρα γίνονται. Σύμφωνα με το ψηφιακό Παρατηρητήριο της Σκλαβιάς στη Βραζιλία (Observatório Digital do Trabalho Escravo no Brasil), η Βραζιλία έχει το μεγαλύτερο πληθυσμιακό δείκτη σκλάβων στον κόσμο σήμερα, με 1,8 θύματα σκλαβιάς ανά χίλιους κατοίκους. Πέρισυ, οι σκλάβοι υπολογίζονταν σε πάνω από 370.000.

Το φαινόμενο δεν είναι νέο. Εκεί στηρίζεται το οικονομικό «θαύμα» της Βραζιλίας. Ομως η κυβέρνηση Μπολσονάρου, κυβέρνηση των μεγαλοκτηματιών και μεγαλοεταιριών που βοηθούν στην «ανάπτυξη», έχει κάνει ότι μπορεί για να το στηρίξει και να το αυξήσει. Προεκλογικά άλλωστε ο ίδιος είχε δηλώσει ότι «οι νόμοι περί της σκλαβιάς πρέπει να αλλάξουν, ώστε να μειωθεί το χάσμα μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου». Στο στόχαστρό του ήταν νόμος που είχε ψηφίσει η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Ρούσεφ, που επέτρεπε την απαλλοτρίωση της γης όποιου χρησιμοποιεί σκλάβους.

Σύμφωνα με το βραζιλιάνικο δίκαιο, ως σκλαβιά ορίζονταν η μη αμοιβόμενη εργασία, η εργασία για την αποπληρωμή χρεών, η ανυπαρξία ωραρίου εργασίας και η ανυπαρξία βασικών αναγκαίων στην εργασία. Στέγαση κατά δεκάδες σε παραπήγματα, ένα πιάτο φαγητό, νερό από χαντάκια, και εξοντωτική εργασία είναι κάτι συνηθισμένο στις φυτείες του καφέ της Βραζιλίας. Οι περισσότεροι σκλάβοι που σώζονται είναι αδύνατοι και άρρωστοι. Οι θάνατοι σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν καν να υπολογιστούν.

Επί Ρούσεφ, και με τη βοήθεια του ακαδημαϊκού Ρικάρδο Ρεζέντε, κατόχου του βραβείου για τον Αγώνα Ενάντια στη Σκλαβιά του 1992, πέρασαν κάποιο νόμοι που επέτρεψαν στη Βραζιλία να αρχίσει να ξεριζώνει το καθεστώς της σκλαβιάς. Το 2014, για να αντιμετωπιστεί η αδιαφορία των πανίσχυρων ιδιοκτητών γης για το νόμο, υπήρξε Συνταγματική αναθεώρηση (νόμος 81), που επέτρεπε, πια, να κατάσχεται η περιουσία, η γη όσων επιδίδονταν σε τέτοιες πρακτικές. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας, μέχρι να αναλάβει ο Μπολσονάρου, οι νόμοι που πέρασαν ήταν «πρότυπο για όλο τον κόσμο» και ειδικά ο νόμος 81 «η μεγαλύτερη συμβολική νίκη κατά της σκλαβιάς διεθνώς».

Η δίωξη της Ντίλμα Ρούσεφ δεν ήταν άσχετη με αυτά. Οι ιδιοκτήτες γης και οι βουλευτές που ελέγχουν, οι οποίοι αποτελούν την ομάδα «Προώθησης του Γεωργικού Τομέα», επιδόθηκαν σε τεράστιο, λυσσαλέο αγώνα ώστε να μη περάσει ο νόμος 81.

Οι περισσότεροι σκλάβοι δουλεύουν στις φυτείες καφέ. Πολλοί είναι παιδιά, στην προεφηβεία ή πρώτη εφηβεία. Ομάδα δημοσιογράφων του Reuters που ακολούθησε την ειδική κρατική δύναμη ελέγχου συνθηκών εργασίας – που προστατεύεται από ένοπλους αστυνομικούς- στην αναζήτηση σκλάβων, είδε σε μια μέρα, κατά την έρευνα σε δύο φυτείες, να ανακαλύπτουν 59 άτομα, μεταξύ των οποίων παιδιά, που δούλευαν σε υνθήκες σκλαβιάς. «Εργάζονταν» χωρίς χαρτιά, χωρίς πρόσληψη, χωρίς αμοιβή ή με ελάχιστη αμοιβή, χωρίς μέτρα ασφαλείας. Κανονικά έπρεπε να βρουν περισσότερους. Όμως οι επιστάτες χρησιμοποιούν το ίντερνετ και τα προγράμματα επικοινωνίας- μετά τον πρώτο εντοπισμό, πέφτει σύρμα σε όλη την περιοχή. Οι εργάτες ξέρουν ότι πρέπει να εξαφανιστούν, δεν είδαν, δεν ξέρουν.

Η συγκεκριμένη ειδική δύναμη ελέγχου συνθηκών εργασίας, επί Μπολσονάρου φυτοζωεί. Κονδύλια και θέσεις εργασίας έχουν κοπεί και οι δυνατότητα για έρευνες έχει μειωθεί στο 25% έναντι εκείνων που μπορούσαν να διεξάγουν επί Ρούσεφ.

Οι σύγχρονοι σκλάβοι της Βραζιλίας ξέρουν πολύ καλά ότι τους εκμεταλλεύονται. «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μας», λένε.  Και δουλεύουν στη μεγαλύτερη αγροτική βιομηχανία του κόσμου: ο καφές φέρνει στη Βραζιλιά δισεκατομμύρια. Αλλά, αν σταματήσει η σκλαβιά, οι τιμές θα ανέβουν και δεν θα είναι τόσο ανταγωνιστικός. Από πάνω, όπως έδειξε η σχετική έρευνα του Reuters, ο καφές που παράγεται με καταναγκαστική εργασία ή σε συνθήκες σκλαβιάς, φτάνει στη δύση ως «slavery free», παραχθείς σε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Υπάχουν εταιρίες, όπως η Nestle, η McDonalds και η Jacobs, που έχουν δεχθεί ότι αγοράζουν καφέ από φυτείες της σκλαβιάς. Όμως, και για τις υπόλοιπες έχει βρεθεί λύση: υπάρχουν ενδιάμεσοι που «ξεπλένουν» τόνους καφέ από τη ρετσινιά και μετά τον πουλάνε σε πελάτες με ευαισθησίες όπως η Starbucks.

Η κατάσταση στη Βραζιλία δεν θα παρουσιάσει βελτίωση, τουλάχιστον όσο κυβερνά ο Μπολσονάρου. Την τελευταία χρονιά πριν αναλάβει είχαν διασωθεί έξι χιλιάδες εργατες από τη σκλαβιά, την πρώτη του χρονιά στην εξουσία ο αριθμός έπεσε στους 341. Οσο για τις φυτείες και τις εταιρίες που πουλούν τον καφέ στη δύση με τεράστιο κέρδος  – μόνο 2% της τελικής τιμής φτάνει στους εργαζόμενους, και σε αυτούς υπολογίζονται και οι κανοικά αμοιβόμενοι – χρειάζονται περισσότερο προϊόν, τόσο θα είναι έτοιμες να τον στηρίξουν έμμεσα, κάνοντας τα στραβά μάτια.