γράφει ο Μηνάς Κωνσταντίνου 

Το ανέκδοτο θέλει έναν νεαρό αλεξιπτωτιστή να ετοιμάζεται για την πρώτη του πτώση από αεροπλάνο. Μαζί με τους υπόλοιπους νέους ακούει τον εκπαιδευτή να τους δείχνει το κορδονάκι που θα τραβήξουν λίγα δευτερόλεπτα αφού πηδήξουν στο κενό για να ανοίξει το αλεξίπτωτο. Αγχωμένος, ο ήρωάς μας ρωτάει «κι αν δεν ανοίξει;». «Τότε, στα 1000 μέτρα θα τραβήξεις το εφεδρικό κορδόνι» του απαντάει ο εκπαιδευτής. Αλλά ο νεαρός επιμένει. «Κι αν δεν ανοίξει ούτε κι αυτό;» ρωτάει, για να λάβει την απάντηση «τότε, στα 200 μέτρα θα τραβήξεις το κορδονάκι του άλλου αλεξίπτωτου, που βρίσκεται στο δεξί σου πόδι». «Αν δεν ανοίξει ούτε με αυτό;» συνεχίζει να ρωτά, με τον εκπαιδευτή να απαντά «τότε, χωρίς άγχος, στα 25 μέτρα θα τραβήξεις το κορδονάκι που βρίσκεται στο αριστερό σου πόδι». «Ναι, αλλά εάν δεν δουλέψει ούτε αυτό;» ξαναρωτά ο επίδοξος αλεξιπτωτιστής, με τον ειδικό να τον καθησυχάζει «τότε, στα 5 μέτρα θα τραβήξεις το κορδόνι που βρίσκεται στο κράνος σου». «Οκ, αλλά εάν δεν ανοίξει ούτε με αυτό;» ρωτά για μία ακόμα φορά ο ήρωάς μας, με τον εκπαιδευτή να του αποκρίνεται «ε, μη φοβάσαι ρε, στα πέντε μέτρα θα είσαι, πήδα!».

Κάπως έτσι έμοιαζε η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, και κυρίως του Α. Τσίπρα στις ευρωεκλογές. Ο Πρωθυπουργός τράβηξε τους τελευταίους μήνες το ένα μετά το άλλο τα κορδονάκια της στολής του, πετώντας πότε με την μεταμνημονιακή έξοδο, πότε με το «μεταμνημονιακό» του σχέδιο, πότε με το προοδευτικό «σπάσιμο αυγών» α λα Πρέσπες και το σχετικό κάλεσμα, και πότε με τις «παροχές» που βάσει του οικονομικού σχεδιασμού έριξε πριν από λίγες εβδομάδες στο τραπέζι. Σε κάθε στιγμή της πτώσης του, σφιχτα αγκαλιασμένος με την μνημονιακή του πολιτική, με την πλήρη κάλυψη της ανεπάρκειας του εκάστοτε στελέχους του κόμματός του και με τα αυτοκόλλητα του καταδικασμένου στη λήθη αριστερού παρελθόντος του να ξεφτίζουν στη στολή του. Αποσκευές που η καθεμία το μόνο που καταφέρνει είναι να αυξήσει την ταχύτητα με την οποία το έδαφος πλησιάζει κατά πάνω του.  

Το εύρος του αποτελέσματος της Κυριακής δεν το περίμενε κανένας. Ούτε στον ΣΥΡΙΖΑ, που είδαν τον αρχηγό τους να δίνει τις τελευταίες ημέρες τη «μάχη για τη νίκη», ούτε στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τους αυλικούς της. Με εξαίρεση κάποιες δημοσκοπήσεις, τις οποίες γρήγορα κατέβασε από τη σημαία της η Νέα Δημοκρατία και η διακαναλικη διαπλοκή, ο ίδιος ο αντιπρόεδρος Γεωργιάδης έσπευσε να τοποθετήσει τον πήχη στο χαμηλό μέτρο των ευρωεκλογών του 2014. Ωσαν, δηλαδή, να συγκρίνεται το ρεύμα αμφισβήτησης της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών κατά ενός ολόκληρου συστήματος διαπλοκής σχεδόν μισού αιώνα που αντιπροσώπευε τότε για την κοινωνία η κυβέρνηση των «Σαμαροβενιζέλων», με τη φανατική κατακραυγή μιας ετεροκλητης μάζας διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών στρωμάτων, και την συσπείρωση ενός σημαντικού μέρους ψηφοφόρων γύρω από τη Νέα Δημοκρατία και το Κίνημα Αλλαγής, εναντίον όλων όσα συμβολίζει και επιχειρεί να συμβολισει ο ΣΥΡΙΖΑ, ή ο «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία» όπως πλέον αρέσκονται να τονίζουν στην Κουμουνδούρου.

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτευτηκε σε αυτές τις ευρωεκλογές -διότι οι αυτοδιοικητικές σχεδόν δεν υπήρξαν γι' αυτόν- με εντελώς εσφαλμένη ανάγνωση της ίδιας της πραγματικότητας. Η Νέα Δημοκρατία ζητούσε επί τρία και πλέον χρόνια εκλογές, πετυχαίνοντας να ενεργοποιήσει μέσα σε αυτό το διάστημα τα αντανακλαστικά της πλειοψηφίας των ανθρώπων που ήταν διατεθειμένοι να την ψηφίσουν. Ή καλύτερα, να καταψηφίσουν την κυβέρνηση Τσίπρα. Για τους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας, οι ευρωεκλογές αντιμετωπίστηκαν ως η μεγάλη ευκαιρία για να φύγει αυτή η κυβέρνηση. Να την κατακεραυνώνουν για ό,τι πρεσβεύει η πολιτική της. Να την καταγγέλλουν για την ανομία και το κλίμα ανασφάλειας στο κέντρο. Να την συμμορφωσουν για τη φιλομαδουρικη της στάση. Να την ραπισουν για τη συμπεριφορά του Πολάκη. Να, να, να…

Αυτό το κλίμα πίστεψαν και στο ΣΥΡΙΖΑ πως αφορά όλη την κοινωνία. Έτσι σε μια εκλογική αναμέτρηση που συνοδευόταν από άλλες δύο στις οποίες σχεδόν δεν κατέβηκε, έδωσε και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρα σημαντικής μάχης, τον οποίο λίγες ημέρες πριν την Κυριακή προβίβασε σε «τελική μάχη». Δηλαδή, τέσσερα χρόνια από το καλοκαίρι του 2015, με ένα μνημόνιο εφαρμοσμένο και με συνθήκες που χαράσσουν την πολιτική της οποιασδήποτε μελλοντικής κυβέρνησης για πολλά χρόνια, με ελάχιστες προσπάθειες και ακόμα πιο λίγες επιτυχημένες για τον «μετασχηματισμό» της κοινωνίας σε κρίσιμα ζητήματα επί της «προόδου» και με την επίκληση μερικών καίριων παρεμβάσεών της για τη βελτίωση και την προστασία της ποιότητας της ζωής κάποιων κοινωνικών και οικονομικών ομάδων, στον ΣΥΡΙΖΑ πίστεψαν πως θα είναι αρκετές οι γκάφες του Κυριάκου Μητσοτάκη, το πραγματικό πρόσωπο της ηγεσίας του και της ακροδεξιάς ομάδας που κυβερνά το κόμμα του, σε συνδυασμό με ένα μέρος του οικονομικού σχεδίου τους εν είδει «προεκλογικών παροχών», για να πείσουν τον κόσμο που τους στήριξε στο παρελθόν να τους ξαναστηριξει. Και να στείλει στην ευρώβουλή την Κουντουρά, τον Κόκκαλη και τον Γεωργούλη…

Ωστόσο, για σχεδον όλους τους υπόλοιπους που δεν ψήφισαν στις ευρωεκλογές Νέα Δημοκρατία, Κίνημα Αλλαγής ή ΣΥΡΙΖΑ, την Κυριακή είχαμε «απλώς ευρωεκλογές». Η πλειοψηφία όσων δεν άθροισαν την ψήφο τους στο σύνολο των τριών, στράφηκαν σε μία σειρά από κατευθύνσεις, με αισθητά διαφορετικά κριτήρια επιλογής. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ψηφοφόρους, απογοητευμένοι με τη συνολική εφαρμοζόμενη πολιτική και το παλιό πολιτικό σύστημα, από τις μεταγραφές και τις «παροχές» της τελευταίας στιγμής και την οψιμη «προοδευτική συμμαχία», αναζήτησαν στέγη σε κάποιο από τα 35 άλλα κόμματα που διεκδίκησαν την ψήφο. Υπήρξε κόσμος που ψήφισε τη Λαϊκή Ενότητα, την Πλεύση Ελευθερίας, την Ανταρσύα ή πολλοί περισσότεροι το Μέρα25, στηρίζοντας την αύξηση της έντασης των αριστερών φωνών στην ευρωβουλή. Άλλοι ψήφισαν κόμματα όπως των Οικολόγων Πράσινων, της Πλεύσης Ελευθερίας ή του Νότη Μαριά, δίνοντας μία ευκαιρία σε κάποιες εναλλακτικές φωνές να ακουστούν. Άλλοι επέλεξαν να τρολάρουν, όπως το σχεδόν 1% που στήριξε το κόμμα του Ψινάκη, και άλλοι βρήκαν στο πρόσωπο του Βελόπουλου τον τέλειο συνδυασμό του μίσους στο διαφορετικό, της υπεράσπισης εξωφρενικών θεωριών συνωμοσίας και του χουντικού τρίπτυχου. Άλλοι, κατά παράδοση, προτίμησαν τον καφέ ή την βόλτα στην παραλία που διαχρονικά προσφέρει η Κυριακή των εκλογών, ή απλώς την (καταδικασμένη να είναι πολιτικά μονοσήμαντη) αποχή τους.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Αλέξης Τσιπρας επέλεξε να ριχτεί στην μάχη ως μοναδικός μαχητής στην τελική -στην κυριολεξία- ευθεία, απόδεχόμενος λίγες ημέρες πριν τις εκλογές τον χαρακτήρα τελικής αναμέτρησης με τον αντίπαλό του. Σε εκλογες που δεν θα μπορούσαν και δεν θα έπρεπε να λάβουν τέτοιο χαρακτήρα, τελικά έχασε με μια βαριά διαφορά. Διαφορά που ίσως και να επέτεινε με το αλαζονικό ρεσαλτο που επιχείρησε να κάνει στην «μικρή διαφορά» για την οποία κάποιοι τον έπεισαν πως «με πόλωση γυρίζει». Όμως, όπως αποδείχθηκε, όσοι θέλουν τον Κυριάκο πρωθυπουργό δεν ενδιαφέρονται για το πόσο γκαφατζής ή νέοφιλελεύθερος είναι, ενώ όσοι τα γνωρίζουν τα παραπάνω, είχαν την ωριμότητα να αντιληφθούν πως ψηφίζουν για ευρωεκλογές και πως η ψήφος τους δεν εκβιάζεται με τόσο φτηνά τεχνάσματα. Ούτε από τον Τσίπρα, ούτε από τον Μητσοτάκη.

Εάν αντιμετωπίσουμε τις Eυρωεκλογές με όρους αντιπαράθεσης απόψεων της κοινωνίας, σε αυτές τις εκλογές αναμετρηθηκαν από τη μία πλευρά η συσπειρωμενη και παγιωμένη άποψη πως ο σωστός δρόμος για τη χώρα είναι μια νέα συντηρητική κυβέρνηση. Στην άλλη πλευρά, στάθηκε ένα σκορποχωρι ανθρώπων που στηρίζουν ή στηρίζονται από την σημερινή κυβέρνηση, άλλων ανθρώπων που αναζητούν μια αριστερή στροφή σε Ελλάδα και Ευρώπη και άλλων με μεστή κομμουνιστικη θεώρηση των πραγμάτων, άλλων που θέλησαν να δώσουν την ευκαιρία σε μια πιο περιορισμένη φωνή να ακουστεί στην ευρώβουλή, άλλων που θέλησαν να τρολαρουν με την ψήφο τους, άλλων που θέλησαν να ταρακουνησουν την κυβέρνηση για διαφόρους λόγους, φυσικά, εκείνων που δεν σκοτίστηκαν ιδιαίτερα για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.

Ανεξαρτήτως όλων των παραπάνω, η διαφορά είναι τεράστια και ενδεχομένως να είναι αδύνατο να γυρίσει. Η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη και το Κίνημα Αλλαγής της Γεννηματά, μια ετερόκλητη ομάδα ιδιοκτητών της εξουσίας που έφερε τη χώρα στη χρεοκοπία και την υποταγή στο ΔΝΤ, δείχνει έτοιμη να καταφέρει την πλειοψηφία εκείνη, που το βράδυ της 7ης Ιουλίου θα της δώσει τη δυνατότητα να ξανασηκώσει τη φωτεινή πινακίδα των «Σαμαροβενιζελων» στο Μέγαρο Μαξίμου. Σε μια τέτοια περίπτωση και κάτω από οποιαδήποτε πινακίδα, η σύνθεση της επόμενης Βουλής θα πρέπει να έχει ισχυροτατες δυνάμεις αντιπολίτευσης, ελέγχου και σκληρής κριτικής σε μια τέτοια κυβέρνηση. Απέναντι σε μια κυβέρνηση στην οποία θα έχουν πλέον σημαίνοντα ρόλο εκείνοι που, μεταξύ άλλων, φόρεσαν στολή μακεδονομαχου πριν η δικαιοσύνη ζητήσει την άδεια της Βουλής για να τους ελέγξει για εμπλοκή στην δαιδαλώδη υπόθεση του διεθνούς σκανδάλου της υπερκοστολογησης φαρμάκων.

Μία πρώτη παρενέργεια που εγγυημένα έχει η αποχή στα τελικά αποτελέσματα των εκλογών, είναι πως οι υπόλοιποι κρατούν μεγαλύτερο μέρος της πίτας για τη μοιρασιά μεταξύ τους. Όσο μεγαλύτερη είναι η αποχή και η ψήφος σε κόμματα που μένουν εκτός Βουλής, τόσο πιο εύκολη είναι η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος. Συνεπώς, ακόμα και για εκείνους που η παλινορθωση του δικομματισμου είναι η αιτία της αποστροφής τους από την κεντρική πολιτική σκηνή, η συμμετοχή σε αυτό τριπακι δεν είναι μονόδρομος, ούτε όμως και η πλήρης απουσία από την εκλογική διαδικασία. Η ίδια η παρουσία τους στην εκλογική διαδικασία μπορεί να αλλάξει τον χάρτη της επόμενης Βουλής, και να περιορίσει σημαντικά και την παρουσία της δηλωμένης ακροδεξιάς, που αθροίζεται με τις ναζιστικές δυνάμεις.

Ένα αξιοσημείωτο στοιχείο που προκύπτει από τα αποτελέσματα είναι πως μαζί, τα τέσσερα κόμματα που προέρχονται από την ευρύτερη Αριστερά, η Λαϊκή Ενότητα, η Ανταρσία, η Πλεύση Ελευθερίας και το Μέρα25, δεν ξεπερνούν αθροιστικά ούτε το 6%. Επίσης, ένα ακόμα εντυπωσιακό και βαρυσήμαντο στοιχείο, είναι πως το ΚΚΕ φαίνεται να εξασφαλίζει σχεδόν ίσες ψήφους με όσους έλαβε τον Σεπτέμβριο του 2015, καθώς και ακόμα λιγότερες από τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, όταν η «ελπίδα» του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να του υποκλέψει ένα σημαντικό μέρος ψηφοφόρων. Η πλειοψηφία, λοιπόν, της αποχής (που κινήθηκε στα κατά παράδοση επίπεδα ευρωεκλογών, χαμηλότερα από εκείνα των εθνικών εκλογών) είχε ως αποτέλεσμα την απουσία σημαντικού μέρους της αριστερής, της «αντισυντηρητικής» ψήφου από τις κάλπες.

Είναι προφανές πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα πολιτευτεί ενόψει των επερχόμενων εκλογών με αυτή την απειλή στο λάβαρό του, καλώντας μεγάλο μέρος αυτών των δυνάμεων να συνταχθεί μαζί του «για να μην έρθει ο Μητσοτάκης». Το εάν αυτή η απειλή θα αποβεί αρκετή για να συσπειρώσει γύρω του αυτές τις δυνάμεις μαζί με άλλες που ήταν παρούσες στις εκλογές με πιο «χαλαρή» ψήφο, και να τον πλασάρει στην πρώτη θέση, είναι κάτι που αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να το επιτρέπει η ίδια η πραγματικότητα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η απειλή του Μητσοτάκη και της διακυβέρνησής του είναι πραγματική, και σίγουρα ο μέσος ψηφοφόρος που δεν ψηφίζει Μητσοτάκη – Γεννηματά θα πρέπει να τοποθετηθεί επ' αυτού.

Το εάν κάποιο από τα αριστερά κόμματα θα πείσει πως μπορεί να συσπειρώσει αυτές τις δυνάμεις, έναντι οποιασδήποτε επόμενης κυβέρνησης, μένει κι αυτό να φανεί, με τις ενδείξεις να φαίνονται προς το παρόν αρνητικές. Η Λαϊκή Ενότητα και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης μόλις αποδέχθηκαν «μεγάλη ήττα» που επιβάλλει αλλαγή στρατηγικής και η Ανταρσύα συνεχίζει να μην συγκινεί. Η Πλεύση Ελευθερίας κατάφερε μεν μία σημαντική επιτυχία για ένα τόσο προσωποπαγές κόμμα, αλλά η στάση της στο Μακεδονικό και ο έξαλλος τόνος της αντιπολιτευτικής της κριτικής, τείνουν να της γυρίσουν μπούμερανγκ. Το κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη από την άλλη, θα αντιμετωπίσει μια σκληρή πρόκληση με το καλημέρα. Είτε θα «κρατήσει» και θα αποτελέσει τον πόλο εκείνο που μπορεί να αρθρώσει έναν ισχυρό αντίλογο στην επόμενη Βουλή, είτε θα συντριβεί στην ποδιά του δικομματισμού. Εάν επιζήσει της πόλωσης που θα ακολουθήσει μέχρι τις εκλογές, έχει την προοπτική να λειτουργήσει ως ένας ενδιαφέρων αντιπολιτευτικος πόλος, κατά οποιασδήποτε κυβέρνησης σχηματιστεί την επόμενη των εκλογών.

Στις εβδομάδες που θα ακολουθήσουν, οι επιμέρους διάφορες της πολιτικής των δύο παρατάξεων θα τεθούν στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Η συνολική οικονομική πολιτική θα παραμείνει εκτός κάδρου, όντας χαραγμένη σε βάθος δεκαετιών. Όμως η μικρή πολιτική μιας κυβέρνησης, ο τρόπος που αντιμετωπίζει τα ζητήματα που άπτονται της ζωής και της καθημερινότητας των πολιτών θα αποτελέσουν τα σημεία της προεκλογικής τριβής. Αυτή η τριβή είναι και που θα δειξει σε όλους αυτούς που προχθές δεν ψήφισαν κανέναν από τους τρεις επί ποίων ζητημάτων θα κληθούν να τοποθετηθούν στις κάλπες.

Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει τελικά να τους πείσει πως πρεσβεύει πράγματι κάτι διαφορετικό, κάτι καλύτερο από τον αντίπαλο του, τότε ενδεχομένως να καλύψει σημαντικό έδαφος και να αποτελέσει μια ισχυρή αντιπολίτευση, ή ακόμα και να ξαναμπεί στο παιχνίδι της διεκδίκησης της εξουσίας. Διαφορετικά, ένα αποτέλεσμα όπως το προχθεσινό μπορεί να επαναληφθεί. Σε κάθε περίπτωση, είναι κάτι παραπάνω από κρίσιμο για όλη την κοινωνία να σχηματιστεί ένας ουσιαστικός πόλος αντίστασης απέναντι στην κυβέρνηση που έρχεται. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.

Δεν έχω ιδέα στα πόσα κορδονάκια βρίσκεται ο Αλέξης Τσίπρας, ούτε στα πόσα μέτρα από το έδαφος ίπταται σήμερα. Εκείνο που μοιάζει σίγουρο είναι πως ο τρόπος με τον οποίο βούτηξε στο κενό ήταν σχεδόν της επιλογής του, παίρνοντας μαζί του ένα μεγάλο μέρος κατακτήσεων της ελληνικής κοινωνίας που ζητά να πιστωθεί ο ίδιος, στέλνωντας τη χώρα με φόρα σε μια κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ακόμα μία βουτιά στο κενό, από εκείνες που από το 2010 συνηθίζονται, με τους εκπαιδευτές να μας πείθουν την κάθε φορά πως στο τέλος της πτώσης θα πέσουμε στα μαλακά. Και όπως κάθε φορά, στο τέλος να γινόμαστε όλο και περισσότερο χαλκομανία. Η σύγκρουση με το έδαφος μοιάζει αναπόφευκτη. Η σφοδροτητα όμως είναι ένα μέτρο που παίζεται και παραμένει στο χέρι μας.