Παρότι δεν είχα ποτέ μου μαγαζί, είχα πάντοτε μια ανεξήγητη έγνοια για τους αποτυχημένους μαγαζάτορες. Στον δρόμο προς την Αιδηψό λοιπόν υπάρχει μια στροφή χωρίς πινακίδα. Και μια στροφή χωρίς πινακίδα είναι σαν μια στροφή που δεν στρίβει, μια διαρκής παγίδα.
Όσοι περνούσαν από κει, πρώτα προσπερνούσαν τη διασταύρωση και μετά, αργά ή γρήγορα, ανακάλυπταν ότι η πορεία που είχαν πάρει οδηγούσε σε ένα χωριό που δεν ήθελε να πάει κανείς. Εκεί λοιπόν χρειαζόταν να κάνουν μία αναστροφή, που οκτώ στους δέκα οδηγούς την έκαναν στην ίδια αλάνα, που στο πίσω μέρος της βρισκόταν ένα μαγαζί από το οποίο κανείς δεν ήθελε να ψωνίσει, σε αυτό το χωριό που κανείς δεν ήθελε να πάει. Επειδή όμως ήταν ευρύχωρη και βρισκόταν ακριβώς εκεί που συνειδητοποιούσες ότι έχεις κάνει λάθος, ήταν φτιαγμένη για να διορθώνεις το λάθος σου.
Το μαγαζί ονομαζόταν «Η καρέκλα» και πράγματι ειδικευόταν στις καρέκλες. Δεν είχε όμως πλαστικές, βιομηχανικές καρέκλες. Είχε αληθινά έπιπλα. «Θα το πληρώσεις και θα το κρατήσεις μια ζωή», αυτό ήταν το σλόγκαν του κυρ Βάγιου. Ή πάντως έτσι έλεγε, μολονότι έβλεπε ότι ούτε το πλήρωνε ούτε το κρατούσε κανείς αυτό το έπιπλο, απλώς περνούσε από την αυλή του πάρα πολύς κόσμος λόγω της στροφής, χωρίς να μπαίνει μέσα.
Ήταν σαν αυτή τη σκηνή της ρομαντικής παρεξήγησης, όπου μία κοπέλα ανοίγει τα χέρια της κοιτάζοντας προς το μέρος σου, αλλά μετά τη βλέπεις να σε προσπερνάει και να αγκαλιάζει κάποιον που ακολουθεί πίσω σου – και μάλιστα δικαίως, γιατί αυτός είναι πολύ καλύτερος. Μία τέτοια απογοήτευση ζούσε καθημερινά ο κυρ Βάγιος, που άνοιγε τα χέρια του να αγκαλιάσει τον πελάτη και μετά τον έβλεπε να κάνει μία μανούβρα μέσα στον κήπο του και να γυρίζει να ξαναπάρει το δρόμο από την αρχή. Και σήκωνε και σκόνη.
Θα έχεις ακούσει, φίλε αναγνώστη, τους ειδικούς στο μάρκετινγκ που λένε ότι για να πετύχει ένα μαγαζί χρειάζονται τρία πράγματα: Location, location, location. Ο κυρ Βάγιος λοιπόν είχε κάνει τρεις φορές λάθος. Ήταν τόσο απαράδεκτη αυτή η τοποθεσία που έμοιαζε με τους οδηγούς που είχαν πάρει τη λάθος στροφή. Δεν ανήκε σε εκείνο το σημείο το μαγαζί. Θύμιζε κάποιον που έχει πάρει το ασανσέρ και είχε βγει σε λάθος όροφο. Όλα είναι γνώριμα και ταυτοχρόνως όλα είναι ξένα, γιατί δεν έπρεπε να είναι εκεί. Αυτός ήταν χαμένος, όχι οι άλλοι.
Κράτησε τόσο πολύ αυτή η κοροϊδία, που ο καημένος ο κυρ Βάγιος δεν ανασηκώταν πια στην καρέκλα του, τους θεωρούσε όλους περαστικούς. Βαρέθηκε να απογοητεύεται. Στην αρχή θέλησε να βελτιώσει το μαγαζί του. Άλλαξε βιτρίνα, άλλαξε εμπόρευμα, έκανε συμφωνία με την Ιταλία και έφερε κάτι πανάκριβες καρέκλες που δεν άρεσαν σε κανέναν, αλλά μετά σκέφτηκε ότι ο ανταγωνισμός, ο Γαρύφαλλος, που έχει το επιπλάδικο στην άλλη άκρη του δρόμου, έχει τις χειρότερες καρέκλες της χώρας μαζεμένες στο μαγαζί του. Η βιτρίνα του είναι λες και άφησαν τις καρέκλες εκεί για να ξαποστάσουν λίγο οι εργάτες όσο έστηναν τη βιτρίνα και μετά τις ξέχασαν και τις παράτησαν στην ίδια θέση. Με τούτα και με κείνα, κατάλαβε ότι δεν φταίει το μαγαζί του.
Αποφάσισε να προσθέσει μία πινακίδα στο δρόμο. Θα δείχνει τη σωστή διαδρομή, οπότε δεν θα του προσθέτει κανέναν πελάτη, αλλά τουλάχιστον θα τον γλιτώσει από όλη αυτή τη μάταιη χαρά, κάθε φορά που κάποιος τον χρησιμοποιεί για να κάνει μανούβρα. Ο κόσμος δεν σταμάτησε να περνάει από την αλάνα του, δεν σταμάτησε να στρίβει τόσο άκαρδα και να κάνει τη μανούβρα του μέσα στο μαγαζί. Λοιπόν έπρεπε να βάλει μπρος το επόμενο ψυχικό σχέδιο. Θυμάστε αυτή την τρομερή φράση του Καμύ που λέει ότι θα πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο; Ο κύριος Βάγιος λοιπόν το πήρε απόφαση από κάποια στιγμή και μετά ότι αυτό που είχε δεν ήταν μαγαζί. Ήταν μία αλάνα για τις μανούβρες αυτών που είχαν κάνει λάθος στη στροφή. Και έτσι επέστρεψε σε εκείνη τη φάση που δεν ανασηκωνόταν από την καρέκλα του. Παρακολουθούσε τα αυτοκίνητα να έρχονται και να φεύγουν όπως κάτι γριές σε αυτά τα σπίτια που περνάει από μέσα από το χωριό η Εθνική Οδός, οπότε κάθονται όλο το απόγευμα σε μία καρέκλα έξω από το σπίτι τους και κοιτάζουν αποβλακωμένες αυτοκίνητα να περνάνε το ένα μετά το άλλο. Έτσι και ο κυρ Βάγιος, αποφάσισε σε αυτή πια τη φάση της ζωής του ότι δεν ήταν κάποιος που ήταν προορισμένος να πουλήσει καρέκλες, αλλά ότι ήταν ένας άνθρωπος που η ζωή τον πέταξε σε λάθος οικόπεδο. Και έτσι έφτιαξε ένα πολύ ωραίο επαρχιακό πάρκινγκ, στο οποίο τα αυτοκίνητα δεν παρκάραν, αλλά έκαναν αυτή τη μανούβρα της λάθος στροφής. Είχε φτιάξει και μερικές γραμμές για διευκόλυνση, έβαλε έναν καθρέφτη για να βλέπεις αν έρχεται αυτοκίνητο από απέναντι, το είχε κάνει πολύ ωραίο. Δεν είχε κανένα οικονομικό όφελος, γιατί δεν μπορούσες να χρεώσεις για τη μανούβρα, διότι θα πήγαιναν λίγο παρακάτω και θα την έκαναν δωρεάν, αλλά τουλάχιστον είχε βρει έναν επαγγελματικό ρόλο που ταυτιζόταν ως το μεδούλι με την ουσία της ζωής του.