Τα επείγοντα του Βενιζέλειου Νοσοκομείου κινδύνεψαν να λειτουργήσουν αυτή την εβδομάδα χωρίς να συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα των εφημερίων η ουρολογική κλινική, δεδομένης σημαντικής έλλειψης σε προσωπικό που ,όπως καταγγέλλει η Δημοκρατική Πανεπιστημονική Κίνηση Γιατρών (ΔΗΠΑΚ), εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ελλείψεων που επικρατεί στα νοσοκομεία όλης της χώρας ως απόρροια της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση στον χώρο της υγείας. Οι αρμόδιες αρχές παρά τις υποσχέσεις δεν προχώρησαν σε πρόσληψη προσωπικού, ενώ οι γιατροί αναγκάστηκαν να καλύψουν τα κενά πραγματοποιώντας τις εν λόγω εφημερίες υπό απειλές.

Συγκεκριμένα, καταγγέλλεται ότι παρά τις αιτιάσεις από τον Ιούνιο τόσο του διευθυντή όσο και του ιατρικού προσωπικού, η Υγειονομική Περιφέρεια άφησε έκθετη την κλινική καθώς δεν προχώρησε στην κάλυψη έστω της μιας κενής θέσης Ουρολόγου που συμφωνήθηκε ότι εκκρεμούσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωση, η προκήρυξη της μιας αυτής θέσης που δεν καθίσταται από μόνη της ικανή να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες, ενώ είχε δρομολογηθεί μετά από σχετικό αίτημα του διευθυντή και έγκριση του επιστημονικού συμβουλίου, τελικά πάγωσε για 9 ολόκληρους μήνες.

Στο πλαίσιο αυτό καταγγέλλεται ότι το ιατρικό προσωπικό τόσο της εν λόγω κλινικής όσο και των περισσότερων νοσοκομείων της χώρας, καλείται να εκπληρώσει αυξημένο αριθμό εφημεριών που υπερβαίνει κατά πολύ το καθορισμένο πλαφόν, χωρίς μάλιστα να υπάρχει η δυνατότητα να λάβουν οι εργαζόμενοι  τα ρεπό που τους αντιστοιχούν.

Στην παρούσα περίπτωση η αρμόδια υγειονομική αρχή, επέλεξε την οδό των επιδερμικών λύσεων, καθώς ,όπως αναφέρεται στην καταγγελία, αντί για μόνιμες προσλήψεις διέταξε την μετακίνηση γιατρών από άλλα νοσοκομεία, μένοντας πιστή σε μια πρακτική που φαίνεται να είναι συχνή για τις υγειονομικές υπηρεσίες, δεδομένης της αντίστοιχης εντολής για μεταφορά αναισθησιολόγων από τα δύο νοσοκομεία του Ηρακλείου στο νοσοκομείο του Ρεθύμνου.

Η ανακοίνωση της ΔΗΠΑΚ συνεχίζει διευκρινίζοντας ότι η πραγματικότητα στα νοσοκομεία της χώρας χαρακτηρίζεται από 6000 και πλέον ελλείψεις που συνηθίζεται να καλύπτονται με την βραχύχρονη πρόσληψη επικουρικών ιατρών, οι οποίοι καλούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή που οι ανάγκες είναι πάγιες και διαρκώς αυξανόμενες.

«Οι ελλείψεις γιατρών ΕΣΥ, η αύξηση της εντατικοποίησης της δουλειάς, η επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και οι μετακινήσεις προσωπικού είναι αποτέλεσμα της πολιτικής υποχρηματοδότησης της υγείας που εφαρμόζουν διαχρονικά οι κυβερνήσεις», τονίζει η ΔΗΠΑΚ, ενώ επικαλείται τα στοιχεία σχετικά με το απασχολούμενο ιατρικό προσωπικό του ΕΣΥ, σύμφωνα με τα οποία  οι μόνιμοι εργαζόμενοι είναι κατά 1.898 λιγότεροι για το πρώτο εξάμηνο του 2020, εν μέσω μάλιστα πανδημίας.

Για δημιουργία «εσφαλμένων εντυπώσεων», κάνει λόγο η αρμόδια υγειονομική αρχή

Έκπληκτη με την καταγγελία της ΔΗΠΑΚ δηλώνει από την μεριά της η Διοίκηση της 7ης Υγειονομικής Περιφέρειας Κρήτης στην αρμοδιότητα της οποίας εμπίπτει το θέμα. Σε δελτίο Τύπου που εξέδωσε και με το οποίο απαντά στις καταγγελίες, τονίζεται ότι μετά από εξέταση του αιτήματος της κλινικής η διοίκηση της 7ης ΥΠ δεσμεύτηκε να προχωρήσει στην πρόσληψη ενός ειδικευόμενου και έμπειρου Ουρολόγου για «την ενίσχυση της κλινικής τον Σεπτέμβριο, καθώς κι έναν γιατρό Γενικής Ιατρικής (για την εφημεριακή κάλυψη)».

Το δελτίο συνεχίζει απευθύνοντας προσωπικά πυρά προς την διεύθυνση της Ουρολογικής κλινικής, επειδή ζητείται κάλυψη των κενών αντί να προχωρήσει ο ίδιος  ο διευθυντής στην κάλυψη του εφημεριακού κενού, συμπεριλαμβάνοντας τον εαυτό του στο πρόγραμμα.

Αναλυτικά 

«Με έκπληξη η Διοίκηση της 7ης ΥΠΕ Κρήτης ενημερώθηκε από τα ΜΜΕ σχετικά με τις δηλώσεις του Διευθυντή της ουρολογικής κλινικής του Βενιζελείου Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου.

Για τη σωστή ενημέρωση της κοινής γνώμης και την αποκατάσταση της αλήθειας, η Διοικήτρια της 7ης Υγειονομικής Περιφέρειας, Λένα Μπορμπουδάκη και ο Υποδιοικητής Δημήτρης Αγαπίου, σε συνάντηση που είχαν τον προηγούμενο μήνα με το Διοικητή του νοσοκομείου εξέτασαν το θέμα και δεσμεύθηκαν για την ενίσχυση της κλινικής το Σεπτέμβριο, με έναν ειδικευμένο και έμπειρο Ουρολόγο και έναν γιατρό Γενικής Ιατρικής (για την εφημεριακή κάλυψη).

Στην ίδια συνάντηση η Διοίκηση της 7ης ΥΠΕ Κρήτης υπέδειξε τον τρόπο κατάρτισης εφημεριακών προγραμμάτων άλλων κλινικών των νοσοκομείων της Κρήτης, σύμφωνα με τα οποία και ο Διευθυντής της κλινικής συμπεριλαμβάνεται και συμμετέχει ενεργά σε αυτό, ώστε να μην επιφορτίζονται με επιπλέον εφημερίες οι γιατροί της κλινικής.

Προκαλεί εντύπωση λοιπόν το γεγονός ότι ο Διευθυντής της Ουρολογικής Κλινικής του Βενιζελείου Γ.Ν.Η., αντί να επιλέξει, ειδικά σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα εφημέρευσης της κλινικής, την οποία διευθύνει και είναι υπεύθυνος για τη σωστή λειτουργία της, προχώρησε σε δηλώσεις που δημιουργούν ερωτηματικά, εσφαλμένες εντυπώσεις για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του νοσοκομείου και ανασφάλεια στους πολίτες ή επισκέπτες του τόπου μας».

Συλλογικό αγώνα και άμεση κάλυψη των κενών ζητά η Δημοκρατική Πανεπιστημιακή Κίνηση Γιατρών

Από την μεριά της η ΔΗΠΑΚ καλεί όλους τους γιατρούς σε συλλογικό αγώνα «για ένα αποκλειστικά δημόσιο δωρεάν σύστημα υγείας στο επίπεδο των εξελίξεων της επιστήμης που θα καλύπτει καθολικά τις ανάγκες».

Κλείνουν μάλιστα απαιτώντας:

  1. Άμεση προκήρυξη της κενής μόνιμης θέσης ουρολόγου στο Βενιζέλειο και ολοκλήρωση της πρόσληψης με ταχύτατες διαδικασίες
  2. Αναμόρφωση των οργανισμών των νοσοκομείων, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες, ξεκινώντας από την επαναφορά των οργανικών θέσεων που καταργήθηκαν το 2012 και λαμβάνοντας υπόψιν τις κενές θέσεις ειδικευομένων.
  3. Στελέχωση όλων των δημόσιων δομών υγείας με το απαραίτητο μόνιμο προσωπικό
  4. Μονιμοποίηση των επικουρικών γιατρών και όλων των εργαζομένων με ελαστικές σχέσεις εργασίας
  5. Σταθερός ημερήσιος χρόνος εργασίας (5ήμερο-6ωρο), με μία ενεργή εφημερία τη βδομάδα, ρεπό την επόμενη μέρα και επαρκή χρόνο ανάπαυσης κατά τη διάρκεια της εφημερίας.

Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΔΗΠΑΚ

Χωρίς εφημερεύοντα γιατρό θα μείνει την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου η Ουρολογική Κλινική του Βενιζέλειου Νοσοκομείου λόγω υποστελέχωσης. Στην Κλινική υπηρετούν στην παρούσα φάση ο διευθυντής, 2 επιμελητές Α και 2 επικουρικοί γιατροί, ενώ δεν υπάρχουν ειδικευόμενοι ουρολόγοι (μετά την πρόσφατη αποχώρηση του τελευταίου), παρά μόνο μια ειδικευόμενη γενική ιατρός σε παράταση, που έχει μετακινηθεί στο τμήμα.

Με βάση τον οργανισμό του νοσοκομείου -που υστερεί σε σχέση με τις ανάγκες-, υπάρχει 1 κενή θέση ουρολόγου, της οποίας η προκήρυξη έχει επανειλημμένα ζητηθεί από το διευθυντή της κλινικής και έχει εγκριθεί από το επιστημονικό συμβούλιο. Ενώ η προκήρυξη της θέσης εγκρίθηκε και από το Υπουργείο Υγείας το Μάιο του 2019 (μαζί με άλλες 903 θέσεις ειδικευμένων ιατρών ΕΣΥ πανελλαδικά), η διαδικασία πάγωσε για 9 μήνες, ενώ στη νέα προκήρυξη του Φλεβάρη δεν συμπεριλαμβανόταν θέση επιμελητή ουρολόγου για το Βενιζέλειο!

Ενώ ο Διευθυντής του τμήματος και η Ιατρική Υπηρεσία προειδοποιούσαν από τον Ιούνιο για το πρόβλημα ασφαλούς εφημέρευσης της Κλινικής, η Διοίκηση της 7ης ΥΠΕ δεν φρόντισε να δώσει λύσει στο πρόβλημα και ο Διοικητής του Βενιζελείου αρκέστηκε στο να ζητά απόσπαση επιμελητή και ειδικευόμενου από το ΠΑΓΝΗ. Το αποτέλεσμα είναι ότι θα μείνει όλος ο νομός Ηρακλείου χωρίς εφημερεύοντα ουρολόγο για 4 μέρες τον Αύγουστο, ενώ οι νοσηλευόμενοι ασθενείς της Ουρολογικής θα πρέπει να μεταφερθούν σε άλλη Κλινική του Χειρουργικού Τομέα και να παρακολουθούνται τα απογεύματα όλης της εβδομάδας από τους εφημερεύοντες της κλινικής αυτής (οι οποίοι δεν είναι εξειδικευμένοι στην αντιμετώπιση ουρολογικών προβλημάτων).

Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν όλες οι δημόσιες δομές υγείας λόγω της χρόνιας ανεπάρκειας προσωπικού. Λόγω των δεκάδων κενών θέσεων γιατρών στα νοσοκομεία του νησιού, η πλειοψηφία των γιατρών ξεπερνά το πλαφόν των εφημεριών σχεδόν κάθε μήνα, χωρίς να παίρνει τα περισσότερα από τα ρεπό που δικαιούται. Η συχνή υπέρβαση του ημερήσιου και του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας και η παραβίαση του αναγκαίου χρόνου ανάπαυσης αυξάνουν τους κινδύνους για την υγεία τόσο των γιατρών όσο και των ασθενών (λόγω της αύξησης της πιθανότητας ιατρικών λαθών εξαιτίας της κόπωσης).

Τα εξαντλητικά ωράρια, η δυσανάλογη ευθύνη που αναλαμβάνουν σε συνδυασμό με την ανεπαρκή εκπαίδευση λόγω της ανεπάρκειας επιμελητών καθώς και η έλλειψη προοπτικής και ελπίδας για μία μόνιμη θέση σε δημόσια δομή υγείας της χώρας μετά το πέρας της ειδικότητας αποθαρρύνουν πολλούς ειδικευόμενους από το να εκπαιδευτούν σε νοσοκομεία (κυρίως της «περιφέρειας»), ενώ αναγκάζουν πολλούς να φύγουν στο εξωτερικό.

Αντί για μόνιμες προσλήψεις, ένα μέρος των κενών μπαλώνεται προσωρινά με επικουρικούς ή με μετακινήσεις γιατρών από άλλα νοσοκομεία ή ΚΥ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εντολή της διοίκησης της 7ης ΥΠΕ για μετακίνηση αναισθησιολόγων από το ΠΑΓΝΗ και το Βενιζέλειο στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, όπου υπηρετούν πλεόν μόνο 2 μόνιμοι αναισθησιολόγοι. Οι μετακινήσεις αυτές κλείνουν «τρύπες» για να ανοίξουν άλλες σε ήδη υποστελεχωμένα τμήματα, πχ. του Βενιζελείου, όπου οι αναισθησιολόγοι είχαν επισημάνει εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο το πρόβλημα, που έχει ως συνέπεια να αναβάλλονται τακτικά χειρουργεία.

Όσον αφορά τους επικουρικούς, αυτοί αποτελούν την πλειοψηφία των νέων προσλήψεων εδώ και χρόνια. Καλύπτουν προσωρινά πάγιες διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες σε υγειονομικό προσωπικό και ανακυκλώνονται συνεχώς, ζώντας σε διαρκή εργασιακή ανασφάλεια, με την πολύτιμη εμπειρία τους να μένει αναξιοποίητη σε περιόδους ανεργίας.

Ωστόσο, ούτε οι περίπου 400 προσλήψεις επικουρικών γιατρών (κατά την πανδημία) ούτε οι μετακινήσεις επαρκούν για να καλύψουν έστω προσωρινά τις περισσότερες από 6000 κενές θέσεις γιατρών ΕΣΥ πανελλαδικά, ούτε καν αναπληρώνουν τις συνταξιοδοτήσεις. Λόγω της υποστελέχωσης αλλά και λόγω των ελλείψεων σε υποδομές, εξοπλισμό και υγειονομικό υλικό, οι δημόσιες μονάδες υγείας αδυνατούν να ανταποκριθούν όχι μόνο στις αυξημένες ανάγκες της πανδημίας αλλά και στις βασικές ανάγκες περίθαλψης.

Οι ελλείψεις γιατρών ΕΣΥ, η αύξηση της εντατικοποίησης της δουλειάς, η επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και οι μετακινήσεις προσωπικού είναι αποτέλεσμα της πολιτικής υποχρηματοδότησης της υγείας που εφαρμόζουν διαχρονικά οι κυβερνήσεις.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο κρατικός προϋπολογισμός για τα νοσοκομεία ήταν κατά 131 εκ. ευρώ μειωμένος και οι μόνιμοι εργαζόμενοι στις δημόσιες δομές υγείας κατά 1.898 λιγότεροι το πρώτο εξάμηνο του 2020 (σε σχέση με το αντίστοιχο περσυνό). Το κράτος περιορίζεται σταδιακά στην κάλυψη στοιχειωδών μόνο αναγκών και τα νοσοκομεία μετατρέπονται προοδευτικά σε αυτοτελείς επιχειρηματικές μονάδες, που καλύπτουν ολοένα μεγαλύτερο μέρος από τα έξοδα λειτουργίας τους -συμπεριλαμβανομένης της μισθοδοσίας του φθηνού ευέλικτου προσωπικού τους- από τα έσοδα που έχουν από τις άμεσες ή έμμεσες πληρωμές των ασθενών.

Την πολιτική αυτή υπηρετούν όλα τα αστικά κόμματα και οι δυνάμεις που τα στηρίζουν, γι΄ αυτό καλλιεργούν τη λογική των μειωμένων απαιτήσεων, της ηττοπάθειας και της αδράνειας, ώστε ανενόχλητα -χωρίς αντιδράσεις- να εφαρμόζεται η κοινή -παρά κάποιες επιμέρους διαφορές τους- στρατηγική που απαξιώνει το δημόσιο σύστημα υγείας, ανοίγοντας το δρόμο για την επέκταση των συμπράξεών του με τον ιδιωτικό τομέα.

Ως ΔΗΠΑΚ καλούμε όλους τους γιατρούς να αγωνιστούμε συλλογικά -από κοινού με τους άλλους εργαζόμενους- για ένα αποκλειστικά δημόσιο δωρεάν σύστημα υγείας στο επίπεδο των εξελίξεων της επιστήμης που θα καλύπτει καθολικά τις ανάγκες.

Διεκδικούμε:

  • Άμεση προκήρυξη της κενής μόνιμης θέσης ουρολόγου στο Βενιζέλειο και ολοκλήρωση της πρόσληψης με ταχύτατες διαδικασίες
  • Αναμόρφωση των οργανισμών των νοσοκομείων, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες, ξεκινώντας από την επαναφορά των οργανικών θέσεων που καταργήθηκαν το 2012 και λαμβάνοντας υπόψιν τις κενές θέσεις ειδικευομένων.
  • Στελέχωση όλων των δημόσιων δομών υγείας με το απαραίτητο μόνιμο προσωπικό
  • Μονιμοποίηση των επικουρικών γιατρών και όλων των εργαζομένων με ελαστικές σχέσεις εργασίας
  • Σταθερός ημερήσιος χρόνος εργασίας (5ήμερο-6ωρο), με μία ενεργή εφημερία τη βδομάδα, ρεπό την επόμενη μέρα και επαρκή χρόνο ανάπαυσης κατά τη διάρκεια της εφημερίας.

Άμεση λύση ζητά το ΚΚΕ για την υποστελέχωση στο Βενιζέλειο αλλά και το σύνολο του ΕΣΥ

Επί του θέματος τοποθετείται σε ανακοίνωσή της, η Τομεακή Επιτροπή Ηρακλείου του ΚΚΕ αναφέροντας ότι η αναστολής της εφημερίας για την Ουρολογική κλινική «αποδεικνύει τις τραγικές επιπτώσεις της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση στην Υγεία και εφαρμόζει η Διοίκηση της 7ης ΥΠΕ και του νοσοκομείου».

Επιπροσθέτως γνωστοποιείται ότι «μετά τη δημοσιοποίηση δε του προβλήματος, ο διοικητής του «Βενιζέλειου» Νοσοκομείου έδωσε “εντέλλεσθε” στον διευθυντή της Ουρολογικής κλινικής, να συνεχίσει τη λειτουργία της κλινικής χωρίς κανένα άλλο μέτρο ενίσχυσης του προσωπικού παρά μόνο υποσχέσεις για “μπαλώματα”!

Η επιτροπή του ΚΚΕ συνεχίζει καταγγέλλοντας τις κυβερνητικές πρακτικές στον χώρο της υγείας η οποία επιχειρεί να λύσει τα προβλήματα υποστελέχωσης με την επιβολή εντατικοποιημένης εργασίας στους ήδη εξαντλημένους εργαζόμενους, ενώ επισημαίνεται ότι «η υγεία του λαού είναι κόστος».

Στο πλαίσιο των παραπάνω η Τομεακή Επιτροπή Ηρακλείου του ΚΚΕ απαιτεί :

  1. Nα δοθεί λύση στο πρόβλημα λειτουργίας της Ουρολογικής κλινικής με άμεση πρόσληψη μόνιμου προσωπικού.
  2. Στελέχωση όλων των δημόσιων δομών υγείας με το απαραίτητο μόνιμο προσωπικό.
  1. Μονιμοποίηση των επικουρικών γιατρών και όλων των εργαζομένων με ελαστικές σχέσεις εργασίας».

Υποχωρούν οι γιατροί εν μέσω απειλών, εκφράζοντας έντονα ερωτηματικά για τις πρακτικές της 7ης ΥΠΕ Κρήτης

Επιβεβαιώνονται οι απειλές για «εντέλλεσθε» με την κλινική σε απάντηση της να γνωστοποιεί ότι οι ελάχιστοι γιατροί που ήδη υπάρχουν στην κλινική θα καλύψουν τις εφημερίες . Έντονες απορίες εκφράζοντα από την άλλη σχετικά με το πάγωμα της προκήρυξης της οργανικής θέσης.

Σε ανακοίνωση του ο διευθυντής της κλινικής, Νίκος Χόνδρος, επιβεβαίωσε ότι οι γιατροί της Ουρολογικής Κλινικής για άλλη μία φορά υποχώρησαν και συμπλήρωσαν τελικά σήμερα 25/8/20 τις υπόλοιπες εφημερίες του μήνα για να μην υπάρξει κοινωνικό πρόβλημα και την υπό την απειλή ουσιαστικά του «εντέλλεσθε».

Επιπλέον στην ανακοίνωση υπογραμμίζεται και η έκπληξη της Διοίκησης της 7ης ΥΠΕ σχετικά με το αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί από τις δικές της παραλείψεις, μόνο σαν νέα υπεκφυγή μπορεί να κατανοηθεί.

«Γνώριζαν πολύ καιρό πριν την αδυναμία κάλυψης όλων των εφημεριών και παρηγορούν με υποσχέσεις για λύσεις-μπαλώματα. Αλήθεια γιατί δεν μας ενημέρωσαν ποτέ για το όνομα του έμπειρου Ουρολόγου που θα μας στείλουν; Για τον γιατρό Γεν. Ιατρικής ακούσαμε πρώτη φορά σήμερα (25/8/20)!

Σχετικά με τις αναφορές για εφημερίες του Δ/ντη μόνο άγνοια υποδηλώνουν. Ο Δ/ντης παίρνει το φοβερό ποσό των 403€ μηνιαίως και είναι 30 ημέρες το μήνα σε ετοιμότητα. Η συμμετοχή του στο πρόγραμμα καμία ελάφρυνση στους άλλους γιατρούς δεν προκαλεί (ας ρωτήσουν και τους ίδιους). Ούτε βέβαια προσφέρει τίποτα παραπάνω όποιος Δ/ντης γράφει 15 εφημερίες ετοιμότητας, παίρνει υπερδιπλάσια χρήματα και δεν έχει ευθύνη για τις υπόλοιπες ημέρες του μήνα.

Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι η κ. Διοικήτρια δεν βρήκε ούτε λέξη να πει για τη περικοπή της προκήρυξης της θέσης Επιμ Β’ στο Βενιζέλειο που υπήρχε στην προκήρυξη του Ιουν 2019 που ανεστάλη. Θέση που έκτοτε επιμόνως ζητείται από όλη την Διοικητική ιεραρχία του Βενιζελείου Νοσοκομείου και που είναι ουσιαστικά η μόνη κενή οργανική θέση του Νοσοκομείου.

Ερωτάται λοιπόν ευθέως και δημοσίως : Γιατί κ. Μπορμπουδάκη δεν προκηρύσσετε την κενή οργανική θέση Επιμ. Β’ Ουρολογίας στο Βενιζέλειο; Υπάρχει κάποια σκοπιμότητα;».