Στην έκθεση σημειώνεται πως στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της διετίας 2010-2012 επετεύχθη δημοσιονομική προσαρμογή 5,2% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, έναντι ετήσιας προσαρμογής μόλις 1,7% του ΑΕΠ στην Ιρλανδία. Ακόμη, αναφέρεται πως το πολύ μεγάλο αρχικό χρέος της Ελλάδας, το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά και η πολύ σκληρότερη δημοσιονομική προσαρμογή είχαν αισθητά μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ. Αυτό όπως αναφέρει το IIF  αύξησε τα ποσοστά του χρέους και ενίσχυσε τις αμφιβολίες σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, παρά τη μείωση του ελλειμματος  και τις πρωτοφανείς απώλειες που υπέστη ο ιδιωτικός τομέας στα πλαίσια του PSI.
 
Το Ινστιτούτο επισημαίνει πως την ίδια στιγμή που οι αγορές δίνουν πρόσβαση στην Ιρλανδία η Ελλάδα παραμένει αποκλεισμένη από αυτές και μετρά αθροιστικές απώλειες 20% στο ΑΕΠ της από το 2008, ενώ έχει ανεργία άνω του 26%. «Εννέα μήνες μετά το PSI παραμένουν αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και η επιστροφή στις αγορές παραμένει πολύ μακριά», σημειώνεται στην έκθεση, όπου υπογραμμίζεται ότι ο δημοσιονομικής πολλαπλασιαστής (η επίδραση στην ανάπτυξη από τις μεταβολές στη δημοσιονομική πολιτική) ήταν την προηγούμενη διετία στο 1,5 για την Ελλάδα, όταν στην Ιρλανδία  δεν ξεπερνούσε το 0,5.
 
Τέλος, το Διεθνές Χρηματοοικονομικό Ινστιτούτο σημειώνει πως η Ελλάδα παραμένει σε πολύ δύσκολη θέση καθώς θα πρέπει να εφαρμόσει δημοσιονομικά μέτρα 7,4% του ΑΕΠ το διάστημα 2013-2014, τα δύο τρίτα των οποίων έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ, οδηγώντας το 2013 το πραγματικό ΑΕΠ χαμηλότερα κατά 4-5% και προσθέτοντας άλλες 10 ποσοστιαίες μονάδες στο δημόσιο χρέος .