Του Κωνσταντίνου Πουλή
Σκίτσο του Δημήτρη Δημαρέλου
Η αρχετυπική χριστουγεννιάτικη ιστορία λοιπόν είναι μια ιστορία φαντασμάτων, τρόμου. Και δεν είναι μόνο η τσιγγουνιά ο στόχος του φαντάσματος. Tα Χριστούγεννα προκαλούν θλίψη διότι ο βασικός τους συνειρμός είναι οι τύψεις για την δυστυχία των άλλων. Κάθε αναμμένο τζάκι καίει εις βάρος αυτών που κρυώνουν, είτε είσαι ο Σκρουτζ είτε όχι. Οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες επαναφέρουν σε διάφορες παραλλαγές το πρωταρχικό πρόβλημα του ξένου πόνου: ότι δεν χαίρονται όλοι την ώρα που χαιρόμαστε. Ο Ντίκενς έγραψε στον πρόλογο πως δεν θέλει να δυσαρεστήσει τους αναγνώστες του με την παρουσία αυτού του φαντάσματος, θέλει να είναι ένα φάντασμα ευπρόσδεκτο, που θα επιζητεί κανείς την παρουσία του, γιατί τον κάνει άνθρωπο. Του θυμίζει πώς θα έπρεπε να είναι, συνεπώς του κάνει χάρη. Γνώρισε τεράστια επιτυχία με αυτή την ιστορία, σε μια εποχή που ο εορτασμός των Χριστουγέννων δεν είχε ακόμη καθιερωθεί όπως τον ξέρουμε σήμερα. Εκδόθηκε το 1843.
Το φάντασμα που επινόησε ο Ντίκενς δεν είναι πάντα ευχάριστο, αλλά μερικοί πιστεύουν ότι δεν είναι και πολύ αποτελεσματικό. Ο Τζορτζ Όργουελ αναφέρει πως είχαν διαβάσει στον Λένιν τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα στο νεκροκρέβατο (τι εικόνα!). Η γυναίκα του αφηγείται πως ο Λένιν είχε βρει τον μπουρζουάδικο συναισθηματισμό του Ντίκενς αφόρητο, γιατί πίστευε προφανώς σε ένα άλλο φάντασμα, αυτό που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, με το οποίο ξεκινά το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Όμως ας μη σταθούμε μόνο σε αυτούς με τους οποίους συμφωνούμε ότι το ζητούμενο δεν είναι πιο καλόκαρδοι καπιταλιστές, όπως λέγεται κριτικά ότι είναι το όραμα του Ντίκενς. Ας προσπαθήσουμε να δούμε τι είναι τα Χριστούγεννα στη σημερινή συνείδηση.
Φάτνες (σε φυσικό μέγεθος) υπήρχαν ήδη τον Μεσαίωνα, και από τον 16ο αιώνα πωλούνταν σε μινιατούρες στη Γερμανία και την Ιταλία. Οι μινιατούρες σηματοδοτούσαν σταδιακά το πέρασμα από μια δημόσια γιορτή σε μια οικογενειακή συγκέντρωση, καθώς το καρουζέλ και η φάτνη ήταν το κέντρο όχι ενός δημόσιου πανηγυριού αλλά ενός σπιτικού δείπνου. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι καθίσταται με τον καιρό το σύμβολο της εσωτερικής οικογενειακής γαλήνης, της αγάπης που κατευθύνεται προς την οικογένεια, μιας μικρής εστίας αγάπης ενάντια στον άκαρδο κόσμο. Από αυτή την άποψη η οικογένεια αποπνέει ενίοτε κάτι απωθητικό, ακριβώς γιατί θυμίζει το αξύριστο γομάρι που λέει «άμα πειράξουν την κόρη μου τρελαίνομαι», και εννοεί ότι μπορεί να είναι αγριάνθρωπος, αλλά όταν πρόκειται για την οικογένειά του είναι πολύ ευαίσθητος, και θα την υπερασπιζόταν με πάθος απέναντι στις επιθέσεις του εξωτερικού κόσμου. Όπως πολλά πράγματα στη ζωή, αυτή η αγάπη έχει δύο πλευρές. Είναι σιωπηρή προϋπόθεση της ατομικής ευτυχίας, αφού τα άσχημα παιδικά χρόνια δεν σε εγκαταλείπουν ποτέ, αλλά ταυτοχρόνως είναι και το σύμβολο της αδιαφορίας προς τον υπόλοιπο κόσμο. Το ζεστό σπίτι και τα χαμόγελα γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι η επιτομή της αγάπης προς μια προέκταση του εαυτού.
Πώς και γιατί; Ο άνθρωπος ζει υψώνοντας τείχη. Πώς να αντέξεις την ενοχή, αν δεν υψωθούν αυτά τα τείχη; Έχεις σπίτι, φαΐ, ενδεχομένως θέρμανση, σύντροφο ή παιδιά, και ξέρεις πως τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Χρειάστηκε να ξεβράσουν τα γαλανά νερά του Αιγαίου πτώματα, προκειμένου να χτυπήσει την πόρτα μας η δυστυχία. Γιατί κανονικά τα τείχη λειτουργούν αυθόρμητα, ήσυχα και αποτελεσματικά. Ο ρατσισμός είναι ένα τέτοιο τείχος, που λέει πως αυτός που υποφέρει δεν μας μοιάζει και ποτέ δεν θα βρεθούμε στη θέση του. Δεν έχει σημασία ότι αυτό δεν ισχύει. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ηλικιακό ρατσισμό. Θα γεράσουμε, και μάλιστα θα γεράσουμε αν είμαστε τυχεροί και πάνε όλα καλά. Αυτό δεν εμποδίζει την περιφρόνηση της τρίτης ηλικίας. Γιατί; Γιατί έχουμε ανάγκη από ένα κλειστό κάστρο, που θα κλείνει τον ξένο πόνο απ’ έξω. Αυτές οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες λοιπόν είναι η υπενθύμιση του κρύου έξω από το τζάκι μας.
Με τον καιρό, τα Χριστούγεννα έγιναν η γιορτή κατά την οποία καλείται κανείς κυρίως να χαρεί τα λεφτά του (αν έχει). Όπως μπορεί να δει κάθε παρατηρητικός χριστιανός, ο Άγιος Βασίλης είναι κάπως παχουλός για άγιος. Η επισήμανση πως δεν πρόκειται για τον δικό μας Άγιο Βασίλειο αλλά για διαφημιστικό κατασκεύασμα είναι μια μπαναλιτέ, σαν να διορθώνεις το «απ’ανέκαθεν». Ιδίως αν πει κανείς ότι είναι άγιος της Κόκα Κόλα, οπότε στην μπαναλιτέ προστίθεται και ένα πραγματολογικό σφάλμα.
Αν κάτι συμβολίζει ο Αϊ-Βασίλης, είναι η αγάπη. Όχι η αγάπη γενικά, η αγάπη για τα ψώνια. Τα Χριστούγεννα στην Αμερική δεν εορτάζονταν κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως λόγω της πουριτανικής αποστροφής προς μια γιορτή με έντονα παγανιστικά στοιχεία, που ορίστηκε ημερολογιακά πάνω στον εορτασμό του θεού Ήλιου. Ο εορτασμός των Χριστουγέννων ξεκινά στα μέρη μας στην ελληνιστική εποχή, κατά παράδοση ως πρόσφατα με κάλαντα, ανταλλαγή δώρων, κρέμασμα καρπών σε κλαριά κά έθιμα. Εδώ τελειώνουν τα κοινά με την εποχή μας, διότι όταν λέμε «ανταλλαγή δώρων», δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να πιστέψουμε ότι πρόκειται για το σημερινό φαινόμενο. Η μεγάλη διαφορά συμβαίνει περίπου το 1880, με την εμφάνιση του περιτυλίγματος στην Αμερική, ή αλλιώς με τη σταδιακή εμφάνιση του εμπορικού δώρου.
Η ανταλλαγή δώρων ως τότε περιοριζόταν σε πλεκτά, φαγητά ή άλλα οικιακά κατασκευάσματα, συνεπώς δεν περιείχε την αγορά. Η σημερινή εικόνα των παιδιών που περιμένουν τον σάκο του Αϊ-Βασίλη για δώρα ξεκινά μετά το 1880. Ο Father Christmas ή ο Sinterklaas δεν θύμιζαν τον γνωστό χοντρούλη. (Μάλιστα ο αντίστοιχος Άγιος Βασίλης στην Ολλανδία δεν ήταν αγαθιάρης σαν τον δικό μας: είχε στον σάκο του δώρα και βέργες, ανάλογα με το τι είχε κάνει ο κάθε πιτσιρικάς). Η σύγχρονη εικόνα του ξεκινά χονδρικά με ένα ποίημα του 1822 και συνεχίζει με ένα σκίτσο του 1862, που απεικονίζουν τον γνωστό κύριο που στις γιορτές στέκεται έξω από τα πολυκαταστήματα σαν κράχτης σε τουριστική ταβέρνα με καλαμαράκια, λέει «χοχοχο» και πουλάει την πραμάτεια του καταστήματος. Ήδη μετά το 1870 έχουμε βιτρίνες, μαζική παραγωγή παιχνιδιών στη Γερμανία και για πρώτη φορά τη δυνατότητα εύκολης αλλαγής των προϊόντων μετά την αγορά, που προωθεί τα παρορμητικά ψώνια.
Οι άνθρωποι χρειάστηκε να συνηθίσουν ότι αντί να αγοράζουν μια σούπα σε κονσέρβα, τώρα υπήρχε μια καλή κυρία που σέρβιρε αυτή τη σούπα. Αυτό το βήμα το έκαναν με τη βοήθεια της διαφήμισης, που έβαζε το πρόσωπο της γλυκιάς κυρίας στη θέση των απρόσωπων κολοσσών της Campbell ή άλλων που πουλούσαν τσιγάρα ή οδοντόκρεμες. Το ίδιο έκανε και ο Αϊ-Βασίλης. Στην ουσία κλήθηκε να κρύψει τον εμπορευματικό χαρακτήρα της γιορτής. Αυτόν που σήμερα δεν κρύβεται.
Αν το σκεφτεί κανείς, οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τη συμπόνια. Όχι μόνο το κοριτσάκι με τα σπίρτα – όλες αυτές οι σπαραξικάρδιες ιστορίες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, που είναι να σηκώνει κανείς το κεφάλι και να κοιτάζει πάνω από τον τοίχο της μακαριότητάς του, στη δυστυχία των άλλων. Αυτό το μήνυμα, που έκανε τα Χριστούγεννα κάπως καταθλιπτικά, έχει παραπέσει. Έχει επικρατήσει αυτό που κατ’ εξοχήν κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος: ψώνια. Μάλιστα η σύνδεση των Χριστουγέννων με την κατανάλωση υπήρξε τόσο αποτελεσματική, ώστε αποτέλεσε ένα αντίστροφο πρόβλημα για τους διαφημιστές, που από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα προσπαθούσαν να εξηγήσουν στους καταναλωτές ότι όλοι οι μήνες είναι κατάλληλοι για ψώνια, ξεκινώντας από γιορτές σαν την 4η Ιουλίου ή την «ημέρα του παιδιού».
Λίγα χρόνια μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτέμβρη, ο Μπους μιλούσε για το Ιράκ και την εθνική προσπάθεια που γίνεται στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Απευθύνθηκε στους Αμερικανούς για να τους προτρέψει να κάνουν αυτό που πρέπει για να συνεχίσει να υπάρχει η κοινωνία τους: ψώνια! Όταν λοιπόν διαβάζω για την εορταστική ατμόσφαιρα της εποχής φράσεις όπως «Κάθε χρόνο και πιο… μητροπολιτικά ζει η Αθήνα τις γιορτές στους δρόμους και στις γειτονιές, με εκδηλώσεις για κάθε ηλικία και διάθεση» σκέφτομαι ότι είναι μοιραίο και φυσιολογικό να γιορτάζουμε ερήμην του ξένου πόνου. Αλλά σκέφτομαι και ότι αν κάτι είναι για μένα αυτές οι ιστορίες, είναι η υπενθύμιση πως υπάρχει ένα τείχος που μας χωρίζει από την ξένη δυστυχία, η οποία είναι ταυτοχρόνως ξένη και δική μας. Δεν θα μας κοπεί η όρεξη, θα φάμε και γαλοπούλα και ό,τι άλλο προβλέπουν τα πατροπαράδοτα έθιμά μας, μόνο που δεν είναι ανάγκη να ακολουθήσουμε αυτή την επιθετική ιδέα της οικογένειας ως υπερήφανου απρόσβλητου κάστρου. Λέω να κλείσω λοιπόν όπως ξεκινά το Κομμουνιστικό Μανιφέστο: ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Καλωσορίστε το και βάλτε του να φάει. Θα μας κάνει όλους λίγο καλύτερους.