Η ευκαιρία αυτή οδήγησε τον Σλοβένο στοχαστή ΣλάβοϊΖίζεκσε ένα εγχείρημα κριτικής πρόσληψης των καίριων αυτών στιγμών του κομμουνισμού στο πρόσφατο έργο του: Λένιν 2017: Ανάμνηση, επανάληψη και επεξεργασία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2017, μτφρ.: Γιώργος Καράμπελας (τίτλος πρωτοτύπου: Lenin 2017: Remembering, repeating and working through, Verso,Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2017). Η ανάμνηση, η επανάληψη και η επεξεργασία είναι τρεις στιγμές της ψυχανάλυσης. Με την ανάμνηση ανασύρουμε τα τραύματα του παρελθόντος, η διαδικασία, όμως, αυτή συναντά αντίσταση, η οποία οδηγεί σε μία επανάληψη, καθώς το υποκείμενο επανεκδραματίζει τα τραύματα του παρελθόντος στις νέες σχέσεις του στο παρόν, συμπεριλαμβανομένης και της μεταβίβασης που κάνει στον ψυχοθεραπευτή του. Για αυτό και είναι αναγκαία η επεξεργασία της μνήμης (workingthrough), η οποία σημαίνει έναν αναστοχασμό επί της αντίστασης ως μιας ορισμένης σχέσης παρόντος και παρελθόντος. Αναστοχαζόμενοι κριτικά την αντίστασή μας στα τραύματα του παρελθόντος, έχουμε, όμως, τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε μία νέα σχέση παρόντος και μέλλοντος.
O Σλάβοϊ Ζίζεκ προτείνει μια παρόμοια διαδικασία με τη μνήμη της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά και του τραύματος που επέφερε η μετατροπή της στον σταλινισμό. Η τραυματική φύση των σταλινικών διώξεων και του ολοκληρωτικού καθεστώτος που ακολούθησε την Οκτωβριανή Επανάσταση προκαλεί μία ορισμένη αντίσταση, η οποία μας καταδικάζει σε άγονες επαναλήψεις και επανεκδραματίσεις στο παρόν.Το ζητούμενο είναι και πάλι η επεξεργασία, μια γόνιμη σχέση του παρόντος με το παρελθόν. Αξίζει έτσι μια μελέτη της κληρονομιάς της μορφής του Λένιν, η οποία γνώρισε πολλές ερμηνείες στα τελευταία εκατό χρόνια. Η αντίθεση ενός αυθεντικού επαναστάτη Λένιν σε έναν εγκληματία Στάλιν που εκτροχίασε την επανάσταση αφορμάται εν πολλοίς από το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 και τη «μυστική» έκθεση του Νικήτα Χρουστσόφ για τα σταλινικά εγκλήματα. Το πρόταγμα της «επιστροφής στον Λένιν»χρωστάει πολλά, λοιπόν, σε μία ορισμένη τακτική του Χρουστσόφ να δαιμονοποιηθεί ο Στάλιν ως ο μόνος εγκληματίας σε μία κατά τα άλλα άσπιλη επαναστατική διαδικασία. Και μπορεί να ειπωθεί ότι η έκθεση των εγκλημάτων του Στάλιν ήταν μία έντεχνα διασκευασμένη «μισή αλήθεια», προκειμένου το καθεστώς του Χρουστσόφ να επιβιώσει, όμως, ήταν ταυτόχρονα και μία αυθεντική πολιτική πράξη, καθώς αφαίρεσε την αντικειμενική αυταπάτη του Μεγάλου Άλλου: Όλοι ήξεραν τις διώξεις που ελάμβαναν χώρα επί Στάλιν, κι όμως η αποκάλυψή τους σήμανε μία ευρύτερη κατάρρευση, λόγω του αντικειμενικού χαρακτήρα της. Μια παρόμοια ερμηνευτική γραμμή συνεχίστηκε χωρίς την αρχική αυθεντικότητα μέχρι και τον κυνισμό του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ήταν από το 1956 που άρχισαν να εμφανίζονται μαζικώς τα αγάλματα του Λένιν στη Σοβιετική Ένωση, περισσότερο για να αντικαταστήσουν την προσωπολατρία του Στάλιν.
Είναι ενδιαφέρουσα μία σύγκριση με το τι συνέβη στην Κίνα, όπου συγκλονιστικές αλλαγές, καθώς η φιλελευθεροποίηση του ΤενγκΣιαοπίνγκ, η αντικατάσταση της ιδεολογίας του κομμουνισμού από την κομφουκιανική «αρμονική κοινωνία» και η πατριωτική- εθνικιστική ερμηνεία των επιτευγμάτων του Μάο Τσετούνγκ, συνυπάρχουν με μία έλλειψη ηχηρής παραδοχής των αντίστοιχων ιδρυτικών εγκλημάτων. Κατά μία έννοια, η Κίνα έλαβε το μάθημα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ότι ο μεγάλος Άλλος δεν έπρεπε να ξεγυμνωθεί. Ενδιαφέρουσες είναι, εξάλλου, οι ανατροπές στην ερμηνευτική του Λένιν που βλέπουμε στη σύγχρονη Ρωσία και Ουκρανία. Στη Ρωσία του Πούτιν έχει συμβεί η εξής αντιστροφή: Είναι πλέον ο Λένιν που θεωρείται η παρέκκλιση από μία ενιαία μεγαλειώδη ρωσική ιστορία, που περιλαμβάνει τόσο την τσαρική περίοδο, όσο και την «πατριωτική» φάση του σταλινισμού. Τόσο ο Λένιν όσο και ο Χρουστσόφ καταδικάζονται για τα λάθη τους που αδίκησαν τους Ρώσους εις όφελος άλλων εθνοτήτων της Σοβιετικής Ένωσης, όπως λ.χ. την προσάρτηση τμημάτων της Νότιας Ρωσίας στην Ουκρανία από τον Λένιν και τημεταφορά της Κριμαίας στην Ουκρανία από τον Χρουστσόφ. Μεγάλος ηγέτης θεωρείται πλέον ο Στάλιν, ενώ ο Λένιν αποσιωπάται ως οιονεί «αποστάτης», αντιστρέφοντας τη συνήθεια που επικράτησε επί Χρουστσόφ. Η αμφιλεγόμενη κληρονομιά του Λένιν είναι η ιδεολογία και πρακτική της «ιθαγενοποίησης», δηλαδή του δικαιώματος απόσχισης των εθνών που αποτελούσαν το νέο σοβιετικό κράτος και της έμφασης στην αυτονομία τους. Και όντως η πολιτική του Λένιν συνέβαλε στην προώθηση του ουκρανικού εθνικισμού και σε μια έμφαση στις τοπικές και εθνικές ιδιαιτερότητες της Ουκρανίας. Υπό αυτό το πρίσμα είναι ειρωνικό το ότι οι Ουκρανοί εθνικιστές γκρεμίζουν σήμερα αγάλματα του Λένιν, παρατηρεί ο Ζίζεκ.
Το αντίδοτο, βεβαίως, σε αυτόν τον ιδιότυπο εκ των υστέρων ερμηνευτικό ανταγωνισμό μεταξύ Λένιν και Στάλιν δεν είναι να καταδειχθεί το πώς η βία ήταν εξαρχής εγγενής στο κομμουνιστικό όραμα, όπως θα ήθελε ένα φιλελεύθερο αφήγημα. Ούτε απλώς να παρατηρήσουμε, όπως κάνουν πολλοί δικαιωματιστές, είτε φιλελεύθεροι είτε αριστεροί, ότι πολλά στοιχεία της λενινιστικής κληρονομιάς, καθώς ο συγκεντρωτικός βιομηχανικός κρατισμός, είναι παρωχημένα, ενώ σύγχρονες προκλήσεις, όπως η ελευθερία σεξουαλικού προσανατολισμού ή το οικολογικό και αντισπησιστικό ζήτημα, απουσιάζουν από τη σκέψη του Λένιν. Αυτό που χρειάζεται, επιμένει ο Ζίζεκ, είναι να δούμε τη συνθήκη που αντιμετώπισε ο Λένιν και πώς επέλεξε να δράσει. Επρόκειτο για μια συνθήκη πλήρους καταστροφής, καθώς σχεδόν όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης δεν μπόρεσαν παρά να προσχωρήσουν στον εθνικιστικό πυρετό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γενικευμένη σύρραξη έθαψε τρόπον τινά όχι μόνο το διαφωτιστικό ιδεώδες της αέναης προόδου αλλά ακόμη και ένα είδος σοσιαλιστικού εξελικτικισμού. Σε αυτό το συγκείμενο, ο Λένιν ήταν αυτός που «άρθρωσε την αλήθεια της καταστροφής», κατά τον Ζίζεκ και είδε μέσα στη διάλυση του παγκόσμιου πολέμου να ανατέλλει το επαναστατικό συμβάν. Με αυτήν την έννοια, μία νέα ερμηνευτική του Λένιν εν έτει 2017 θα επικέντρωνε στη στάση του Λένιν έναντι μιας συνθήκης καταστροφής και θα εστίαζε «όχι στο τι έκανε ο Λένιν, αλλά στο τι απέτυχε να κάνει, στις χαμένες του ευκαιρίες» (σ. 18).
Ο Λένιν ήταν αυτός που αντιτάχθηκε σε δύο τάσεις: Αφενός σε μία τάση να θεωρηθεί ότι η επανάσταση ήταν υπερβολικά πρόωρη. Και αφετέρου στην τάση να λέγεται ότι η επανάσταση δεν υποστηριζόταν από την πλειοψηφία του λαού και άρα δεν είχε δημοκρατική νομιμοποίηση. Ο Λένιν ήταν αυτός που διεκδίκησε μία αλήθεια η οποία μπορεί και να μην εκφέρεται από την πλειοψηφία, αλλά και η οποία μπορεί να έλθει εξαίφνης και όχι στην κατάλληλη στιγμή μιας διαλεκτικής εξέλιξης. Ο Ζίζεκ δεν διστάζει να συγκρίνει τον Λένιν με τον στρατηγό Ντε Γκωλ, ο οποίος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε διεκδικήσει την έκφραση της «αληθινής» Γαλλίας ενάντια στην πλειοψηφία των Γάλλων. Αλλά και επισημαίνει τη λακανική αρχή ότι «ο έλεγχος της ερμηνείας του αναλυτή έγκειται στο αποτέλεσμα αλήθειας που απελευθερώνει στον ασθενή» (σ. 30). Αν μεταφέραμε την ψυχαναλυτική αυτή αρχή στον πολιτικό μαρξισμό θα λέγαμε ότι «ο έλεγχος της μαρξιστικής θεωρίας είναι το αποτέλεσμα αλήθειας που απελευθερώνει αυτή στους παραλήπτες της (τους προλετάριους), μετασχηματίζοντάς τους σε επαναστατικά υποκείμενα». Δεδομένου, όμως, ότι μία παρόμοια επαληθευσιμότητα του επαναστατικού λόγου δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα, ο Λένιν είναι επίσης αυτός που στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης προσπάθησε να χαράξει τα όρια ανάμεσα στην εφαρμογή μιας Νέας Οικονομικής Πολιτικής και στον απλό οπορτουνισμό. Ως προς αυτό ο Ζίζεκ παρομοιάζει τον Λένιν μάλλον με τον Μπέκετ που παροτρύνει «προσπάθησε ξανά· απότυχε ξανά· απότυχε καλύτερα» και με τον Κίρκεγκωρ που κάνει λόγο για «επανάληψη». Σήμερα, το να ακολουθήσουμε το κομμουνιστικό όραμα, κατά τον Ζίζεκ, θα σήμαινε μία επιστροφή στην αφετηρία, όπως ο Λένιν μιλά για κάθοδο στην κοιλάδα προκειμένου να κατακτηθεί μία επόμενη βουνοκορφή, όμως για να ακολουθήσουμε διαφορετικό δρόμο (σ. 33). Η ιδιοτυπία του Λένιν έγκειται στο ότι ήταν σαν ένας εξαφανιζόμενος διαμεσολαβητής ανάμεσα αφενός στο ορθόδοξο μαρξιστικό όραμα της επανάστασης στις ανεπτυγμένες χώρες και αφετέρου στη σταλινική πρακτική της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, την οποία διαδέχθηκε ο τριτοκοσμικός επαναστατισμός από τον Μάο Τσετούνγκ και μετά. Ο Λένιν αναγνώριζε ότι η επανάσταση είχε επέλθει πρόωρα στη Ρωσία, αλλά δεν το θεωρούσε αυτό ως λάθος, ούτε θεωρούσε ότι ήταν αναγκαίο να περάσει η Ρωσία τα στάδια της καπιταλιστικής βιομηχανικής ανάπτυξης κ.ο.κ. Πρότεινε ένα είδος «εναλλακτικής ιστορίας» (σ. 57): Ναι, το μέλλον είχε επικρατήσει πρόωρα, αλλά υπό τη δύναμή του, η ίδια ιστορική διαδικασία μπορούσε να λάβει χώρα με άλλο τρόπο. Αυτό κατά τον Ζίζεκ δεν σημαίνει ότι ο Λένιν είχε αποδεχθεί σιωπηρά την κριτική των μενσεβίκων ότι έπρεπε ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός να συμβεί σταδιακά μετά τη βιομηχανική ανάπτυξη. Ο Λένιν μάλλον θεωρούσε ότι ορισμένες εξελίξεις που θα μπορούσε να τις κάνει και ένα αστικό καθεστώς, όπως λ.χ. τη μόρφωση του πληθυσμού κ.ά., θα τις πραγματοποιούσαν οι επαναστάτες, αλλάζοντας αντικειμενικά τον τρόπο τους, λ.χ. ο αλφαβητισμός δεν θα συνέβαινε για την προώθηση των αστικών ταξικών συμφερόντων, αλλά για τις λαϊκές τάξεις καθ’ εαυτές. Επομένως, ο Λένιν θεωρούσε ότι η επανάσταση δεν έπρεπε να περιμένει μια κατάλληλη ώρα σε μια ορισμένη κορύφωση της διαλεκτικής διαδικασίας, αλλά έπρεπε να αρπαγεί. Δεν ήταν, όμως, και βολονταριστής ή υποκειμενιστής. Ήθελε έναν συνολικό και δομικό διαφορετικό τρόπο να χαραχθεί η πορεία της εξέλιξης του σοσιαλισμού, αφότου η επανάσταση είχε συμβεί σε μία λάθος ώρα.Oαγώνας αυτός του Λένιν σήμαινε, θα λέγαμε, μία επανάσταση της μετριοπάθειας, που περιείχε στοιχεία, όπως η πλήρης κυριαρχία των εθνικών οντοτήτων, η επιμονή σε εφικτούς στόχους, καθώς η αποτελεσματική τεχνοκρατία, ο αλφαβητισμός, η εκβιομηχάνιση, ο καταμερισμός εξουσιών, ή, απλώς, και οι καλοί τρόποι και η ευγένεια. Σήμερα τι θα σήμαινε μια παρόμοια «επανάσταση της μετριοπάθειας»; Θα σήμαινε, κατά τον Ζίζεκ, την υποστήριξη μετριοπαθών απαιτήσεων, που μοιάζουν εφικτές, αν και στην πραγματικότητα είναι ανέφικτες, ώστε να υπονομευτεί το αυτονόητο του καθεστώτος συστήματος. Τέτοια αιτήματα θα ήταν στις Η.Π.Α. η καθολική υγειονομική περίθαλψη και στην Ευρώπη η διαγραφή του ελληνικού χρέους. Πρόκειται για πράγματα που είναι επί της αρχής εφικτά, αλλά στην πράξη η υποστήριξή τους θα σηματοδοτούσε την κατάρρευση των κατ’ εξοχήν αυτονοήτων ενός παγιωμένου συστήματος.
Μια παρόμοια ανατροπή θα σήμαινε στην εποχή μας την ανάδειξη μίας μορφής Κυρίου με τη μη αυταρχική σημασία που έχει ο όρος στον Λακάν και τον Μπαντιού (σ. 71): «Ο αληθινός Κύριος δεν είναι φορέας πειθαρχίας και απαγόρευσης, το μήνυμά του δεν είναι «δεν μπορείς», ή «πρέπει να!», αλλά ένα απελευθερωτικό «μπορείς!». Τι; Να κάνεις το αδύνατο στις συνθήκες της υπάρχουσας συγκυρίας. Και, σήμερα, αυτό σημαίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο: μπορείς να σκεφτείς πέρα από τον καπιταλισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως έσχατο πλαίσιο της ζωής μας. Ο Κύριος είναι ένας εξαφανιζόμενος μεσολαβητής που σου δίνει τον εαυτό σου πίσω, που σε παραδίδει στην άβυσσο της ελευθερίας σου». Σε μια παρόμοια έσχατη ερμηνεία ο Λένιν θα ήταν ο επαναστάτης που αυτοσχεδιάζει, όχι από οπορτουνισμό, αλλά από πιστότητα σε μια νέα καθολικότητα που συνέβη πρόωρα.