Η Αθήνα χαρακτηρίζεται από μια απρόσμενη ιδιαιτερότητα, ανομολόγητη: είναι μια πόλη δίχως ιστορία. Δεν το λέω διότι όταν αποφασίστηκε να μετακινηθεί η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο στην Αθήνα αυτό που υπήρχε ήταν πέντε χαλάσματα και ένα καλό brand. Γνωρίζω ότι υπάρχουν ισχυρά τεκμήρια εναντίον αυτής της άποψης. Δεν επρόκειτο για ασήμαντη πόλη, είχε δέκα χιλιάδες κατοίκους, (η Θεσσαλονίκη είχε εξήντα χιλιάδες τότε) και, ενώ δεν ήταν η σημαντικότερη πόλη της Ελλάδας, ερχόταν μετά από τα Γιάννενα, τις Σέρρες, τη Λάρισα, την Τρίπολη και την Πάτρα, οπωσδήποτε δεν ήταν ένα μικρό αρβανιτοχώρι. Τούτου λεχθέντος, σημασία έχει τι βλέπει το μάτι, και το μάτι μας βλέπει ντουβάρια. Δεν λέω τι συμβαίνει σε οργανωμένους περιπάτους από ιστορικούς, μεσίτες και φυσιοδίφες. Λέω τι γίνεται άμα βγάλεις το κεφάλι απ’ το παράθυρο.

Δεν διαθέτουμε μεσαιωνική πόλη, υπάρχουν διάσπαρτα αρχαία ερείπια και κάποιοι βυζαντινοί ναοί, αλλά αυτό που βλέπει το μάτι του ανθρώπου περπατώντας στην Αθήνα είναι η αφόρητη ασχήμια του τσιμέντου. Είναι μια πόλη χτισμένη από εργολάβους, με ελάχιστες πολυκατοικίες που να αποτελούν αισθητικό στοίχημα και στην οποία η μόνη μέριμνα ήταν η ισοπέδωση του πρασίνου, το κατόρθωμα μιας πόλης χωρίς δυο φύλλα να ξεκουραστεί το μάτι μας.

 

Όπως γράφει ο Δημήτρης Φιλιππίδης:

Η ταχύτατη διάδοση της πολυκατοικίας στη δεκαετία του ’50 πραγματοποιήθηκε όταν ένας μεγάλος αριθμός από επιχειρηματίες-κατασκευαστές, διαβλέποντας τα μεγάλα κέρδη του κλάδου, επένδυσαν κεφάλαια στην οικοδομή. Χρησιμοποιώντας σπάνια αρχιτέκτονες, οι κατασκευαστές αυτοί απομιμήθηκαν τις πρώιμες μεταπολεμικές πολυκατοικίες, φτωχαίνοντας σε απελπιστικό βαθμό αυτό που ήδη ήταν απαράδεκτο. (…) Για τις δειλές προσπάθειες πλαστικότητας δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα συμπληρωματικό – άλλωστε σε μία εποχή που οτιδήποτε χτιζόταν γινόταν αμέσως ανάρπαστο από αγοραστές, δεν είχε νόημα η αναζήτηση στη σύνθεση.

Παραθέτει στη συνέχεια την περιγραφή του Τσαρούχη:

Σε καμία πολιτισμένη χώρα δεν γκρεμίστηκαν τόσο πολλά και ωραία κτίρια για να αντικατασταθούν με τόσο πολύ άσχημα και αταίριαστα για να δημιουργηθεί ένα σύνολο σπαρακτικά παράταιρο και χωρίς κανένα νόημα. (…) Τα λίγα παλιά κτίρια που απομένουν, όσο ωραία και αν είναι, είναι δυσάρεστοι λεκέδες, παράταιρα καθώς βρίσκονται ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Μία από τις ωραιότερες πόλεις της Μεσογείου, η Αθήνα, κατάντησε η πιο γελοία απομίμηση της Βηρυτού.

Την Αθήνα τη δοξάζουν αθηνολάτρες, μπαρόβιοι και νοσταλγικοί, που οργανώνουν περιπάτους στις γειτονιές της, ενίοτε σε συνεργασία με μεσιτικές εταιρείες που ψωμίζονται από την “ανάπλαση”, το διακοσμητικό ξεσπίτωμα των φτωχών από τις γειτονιές τους, αλλά η αλήθεια είναι αυτή που είχε πει ένας καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο: ότι το Λονδίνο έχει τον Τάμεση, το Παρίσι τον Σηκουάνα, η Ρώμη τον Τίβερη, και εμείς τον Κηφισό.

Έχω την εντύπωση, παρότι αυτά είναι πολύ αόριστα πράγματα, ότι δεν υπάρχει συχνά αγάπη για την Αθήνα. Και αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό των παραπάνω με το γεγονός ότι κανείς δεν γερνάει στο πατρικό του σπίτι. Τα διαμερίσματα είναι συνδεδεμένα με τη μετακόμιση, με την έννοια ότι ανήκει στη βαθύτερη φύση τους ότι κανείς δεν θα μείνει εκεί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί δηλαδή κανείς να αναφωνεί “home sweet home” όταν γυρνάει στο διαμέρισμά του, αλλά η φύση της πολυκατοικίας είναι να αποτελεί ξενοδοχείο.

Η συζήτηση για την καλοκαιρινή Αθήνα, τις ομορφιές της και αυτούς τους φοβερούς περιπάτους που αποκαλύπτει ο γνώστης, αν τον πάρει από το χέρι ο μελετητής των περιπάτων, αποτελούν μάλλον επιβεβαίωση των παραπάνω, όχι άρνησή τους. Η διασύνδεση μεταξύ του καπιταλιστικού πάθους του ερμπιενμπί και του μίσους για οτιδήποτε δεν είναι τουριστικό, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι σελίδες της Καθημερινής που εξυμνούν την Αθήνα σε ό,τι δεν είναι Αθήνα, που εξυμνούν γωνιές χωρίς κατοίκους, φτωχογειτονιές χωρίς φτωχούς, είναι συζητήσεις που ανήκουν στην ιστορία του επιχειρείν, δεν έχουν καμία σχέση με το τι είναι η πόλη ή το σπίτι μας.

Ο Σένετ έγραφε στην Τυραννία της οικειότητας ότι ο ουρανοξύστης είναι το κατ’ εξοχήν σύγχρονο κτίσμα, διότι συμβολίζει την εγκατάλειψη της δημόσιας σφαίρας. Η είσοδος ενός ουρανοξύστη είναι το αντίθετο της πλατείας, διότι είναι μέρος στο οποίο κανείς δεν στέκεται. Ουρανοξύστη μπορεί να μην έχουμε εμείς, αλλά καταλαβαίνουμε πολύ καλά τι είναι να μη στέκεσαι πουθενά, να μην υπάρχει χώρος συνεύρεσης και συνύπαρξης, τι αρχιτεκτονική και τι ζωή φτιάχνει αυτό. Κι όταν καταλαμβάνεται ένα παρκάκι στα Εξάρχεια για να φτιαχτεί τέτοιος χώρος, εμείς ακούμε μόνο τον θρήνο του Πορτοσάλτε.

Παρόμοια ισχύουν αν σκεφτούμε την Αθήνα ως κοιτίδα του πνευματικού μας πολιτισμού. Η κλασική Αθήνα παρήγαγε φιλοσοφία κι έτσι παρήγαγε φιλοσοφικό λεξιλόγιο, και η Περιπατητική Σχολή ήταν ένας τόπος και μία ιδέα μαζί. Σήμερα πανηγυρίζουμε σαν κουτάβια κάθε φορά που μας λένε ότι υπάρχουν μόνο 300 πανεπιστήμια που είναι καλύτερα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αυτή είναι η πνευματική Αθήνα.

Κατανοώ ότι αυτοί οι λόγοι δεν έχουν όλοι την ίδια προέλευση: κάποιοι έχουν σχέση με την Αθήνα, κάποιοι με τον καπιταλισμό, κάποιοι με μένα. Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα, και έχω μείνει για λίγο σε σχετικά ωραίες μικρές πόλεις του εξωτερικού. Θα έλεγα λοιπόν ότι είμαι δεμένος με αυτή την πόλη, με όλο το εύρος της λέξης “δεσμός”.

Η προσπάθειά μου, που καταλαβαίνω ότι είναι κάπως απωθητική, είναι να βρούμε τι είναι αυτό που μας αρέσει και τι είναι αυτό που μας αηδιάζει στον τόπο μας, και να το σχολιάσουμε ζητώντας να αλλάξει. Σε μια κουβέντα που έχει πειρατικώς καταληφθεί από τους μεσίτες και τους εκπροσώπους τύπου τους, να μιλήσουμε για όσα θέλουμε από αυτή την πόλη για να κάνουμε το σπίτι μας κατοικήσιμο.