*γράφει ο Θέμης Τζήμας
Μπορεί φυσικά ο Αλέξης Τσίπρας να νομίζει ότι βρίσκει εύκολο και βολικό καταφύγιο στο επιχείρημα ότι δήθεν ο κόσμος θέλει να ασχοληθεί με την ζωή του και όχι με τις πολιτικές εξελίξεις, ωστόσο η πραγματικότητα είναι η ακριβώς αντίθετη: τα πετυχημένα κόμματα είναι εκείνα τα οποία σε περιόδους κρίσεων συνδέουν τα αιτήματα των πολιτών ως προς την καθημερινότητα των ζωών τους με τις πολιτικές διεργασίες.
Το βασικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αρνείται να δει κατάματα τα προβλήματά του και ως εκ τούτου αδυνατεί να τα αντιμετωπίσει.
Αρνείται κυρίως, να δει το πιο κομβικό από αυτά: ο ΣΥΡΙΖΑ πειθάρχησε στο σύστημα εξουσίας, εκπαιδεύτηκε και εκπαιδεύεται ακόμα στο να δίνει εξετάσεις στον πυρήνα του συστήματος εξουσίας (μεγάλο κεφάλαιο και ΗΠΑ πρωτίστως) και επομένως δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης, παρά μόνο ως παραπληρωματική δύναμη- δορυφόρος της ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί παράδειγμα του τι παθαίνει ένα αριστερό (ή έστω φερόμενο ως αριστερό και αντισυστημικό) κόμμα όταν πρώτον ηττάται, δεύτερον υποτάσσεται και τρίτον, αγκαλιάζει και υποστηρίζει τον νέο προσανατολισμό που προκύπτει από την ήττα και την υποταγή.
Η θολότητα, οι προγραμματικές ευκολίες, οι αντιφάσεις, ακόμα και οι τυχοδιωκτισμοί του λόγου του ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2010-2015, συνδυάζονταν με ένα εν τέλει καθαρό και εύληπτο μήνυμα: ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναιρούσε το μνημονικό πλαίσιο το οποίο από νομικής άποψης αποτελεί μορφή σύγχρνου παρασυντάγματος και από κοινωνικής και οικονομικής άποψης λειτουργεί σαν “γύψος” της ελληνικής κοινωνίας.
Το μήνυμα αυτό ρίζωσε στην ελληνική κοινωνία: τόσο στα εργατικά, όσο και στα μικρο-μεσοαστικά στρώματα, ή αλλιώς τους “νοικοκυραίους”, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο τον οποίο τόσο συχνά ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει. Εξέφρασε μια υπερδεκαετή (τ’ωρα πλέον) διάθεση της ελληνικής κοινωνίας για αλλαγή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιλήφθηκε όμως ότι εκείνο το οποίο είχε ριζώσει ήταν το μήνυμα, όχι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Από την στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να προσχωρήσει πλήρως στους βασικούς άξονες του συστήματος εξουσίας ως προς την πολιτική του (εξάρτηση από ΗΠΑ, Ισραήλ και Γερμανία, μνημονιακός μονόδρομος με επιδίωξη μιας σταδιακής και πρόσκαιρης δημοσιονομικής χαλάρωσης μόνο, επιδόματα αντί για μετασχηματισμούς στις σχέσεις παραγωγής, αδιατάρακτη κυριαρχία της ολιγαρχίας και συνδιαλλαγή με πτυχές αυτής, έμφαση στα επιμέρους και δικαιωματικά ζητήματα μόνο από πλευράς κινημάτων και όχι στην δομική επιδίωξη αλλαγής) αντάλλαξε την όποια πιθανότητα στρατηγικής σύνδεσής του με τα εργατικά και μεσαία στρώματα, με τα διαπιστευτήρια που του προσέδωσε η πειθάρχησή του στο κατεστημένο.
Τα διαπιστευτήρια αυτά ωστόσο, κοινωνικώς και εκλογικώς αποτελούν μειονέκτημα, όχι μόνο προς τα λαϊκά στρώματα και προς τη νεολαία αλλά και προς πιο συντηρητικά μεσοστρώματα. Σε περιόδους βαθιάς κρίσης ιδίως, τα τελευταία δεν συγκινούνται ούτε από ρητορική επί του προφανούς (πόσο άσχημα τα πηγαίνει η όποια κυβέρνηση) ούτε από καταιγισμούς αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, Απαιτούν όντως και ριζικά εναλλακτικές πολιτικές, οι οποίες προϋποθέτουν επαρκώς βαθιές αναλύσεις και οι οποίες με την σειρά τους δεν μπορούν παρά να είναι ουσιαστικά αντισυστημικές.
Επιπλέον, σε μια σύγχρονη παραλλαγή της απαίτησης για δήλωση μετανοίας, η αποδοχή της κυριαρχίας του αντιπάλου δεν είναι ποτέ στιγμιαία. Ο κυρίαρχος πάντα υπαγορεύει διαρκείς και διαρκώς εντεινόμενες υποχωρήσεις. Έφτασε λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας στο σημείο να καλεί σε μορατόριουμ διαδηλώσεων, το οποίο όχι μόνο απορρίφθηκε στην πράξη από την κυβέρνηση, αλλά επιπλέον προτάθηκε από τον πρόεδρο ενός κόμματος με όντως μηδενική επιρροή στα κινήματα αυτά.
Ακόμα σαφέστερα δε ως προς την πειθάρχηση του ΣΥΡΙΖΑ όπως και για τις συνέπειές της, έφτασε να υπερψηφίζει επί της αρχής την συμφωνία για το “έργο” στο Ελληνικό. Εδώ αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω: τι είναι το “έργο” στο Ελληνικό επί της αρχής; Με περίφραξη ή μη αποτελεί ένα καταγγελθέν και από νεοφιλελεύθερους ακόμα πολιτικούς, οικιστικό τερατούργημα. Σε μια περιοχή τόσο επιβαρυμένου αστικού ιστού, όπως το ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας και η Αττική έχουμε μια νέα ιδιωτική πόλη, της οποίας η προωθούμενη περίφραξη, η οποία και έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις, δεν αποτελεί παρά το κερασάκι στην τούρτα. Το μείζον είναι ότι αντί να αξιοποιηθεί το Ελληνικό, με τρόπο τέτοιο ώστε η πρωτεύουσα να “αναπνέει” και με πρωταγωνιστικό τον ρόλο του δημοσίου χαρακτήρα των πόλεων, επιλέγεται μια μέθοδος αξιοποίησης η οποία επιβαρύνει και ιδιωτικοποιεί περαιτέρω τον δημόσιο χώρο.
Φυσικά, ο ΣΥΡΙΖΑ παλαιότερα κατήγγελλε το έργο. Τι άλλαξε από τότε; Ότι η τρόικα πρώτα και το κουαρτέτο έπειτα (μέλη των τεχνικών κλιμακίων των οποίων έχουν μετακομίσει στον ιδιώτη που έχει πάρει το έργο) ως καλοί πλασιέ των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων απαίτησαν την υλοποίηση του εν λόγω έργου. Ο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς εξακολουθεί να επιλέγει, να μην χαλάει εύκολα τα χατίρια στους παλιούς του αντιπάλους (και έκτοτε προφανώς καλούς του φίλους;).
Τι σηματοδοτούν τα παραπάνω; Ότι από την στιγμή που πειθάρχησε, θα τον άγουν και θα τον φέρουν εκείνες οι δυνάμεις του εξωτερικού και του εσωτερικού, που μπορούν να ανεχτούν, ένα απλώς πιο κεντρώο συμπλήρωμα του σημερινού συσχετισμού εξουσίας.
Έχουμε λοιπόν έναν ΣΥΡΙΖΑ που δεν γειώνεται. Προγραμματικά, ιδεολογικά και οργανωτικά έχασε την όποια επαφή θα μπορούσε να έχει με ένα εναλλακτικό, πλειοψηφικό κοινωνικό μπλοκ εξουσίας. Επειδή δε ενός κακού, μύρια έπονται ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να προσπαθήσει να υποκαταστήσει το κενό γείωσης με δύο τακτικές: από τη μια, επιστροφή στον ρηχό δικαιωματισμό προκειμένου να αποκρυβεί η προσχώρηση στις βασικές ορίζουσες του συστήματος εξουσίας και από την άλλη μετεγγραφές στελεχών με ιδιότητα κυρίως πολιτευτών.
Οι δύο αυτές τακτικές, αντί να επαναγειώνουν τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε η επιρροή του να διευρύνεται, στην πραγματικότητα διαμορφώνουν μια δυναμική ακόμα μεγαλύτερης ενδο-γραφειοκρατικής σύγκρουσης, η οποία με δεδομένη μάλιστα την ανεπάρκεια της γραφειοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ στους μαζικούς χώρους τον απομακρύνει από την ζώσα κοινωνία. Οι εσωκομματικές συγκρούσεις δεν είναι εξ ορισμού αρνητικές για την εξέλιξη του κομματικού φαινομένου. Μπορεί αντιθέτως να αποτελούν πολύ δημιουργική συνθήκη, αν επικοινωνούν με τους μαζικούς χώρους και σημαίνουν κάτι για αυτούς. Σε κάθε άλλη περίπτωση απλώς ερημοποιούν το κόμμα συνολικά.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα γύρω του, αφενός δείχνουν να μην καταλαβαίνουν πόσο βαθιά απογοήτευσαν τους ψηφοφόρους τους και τον λαό συνολικά, αφετέρου έχουν ιδεολογικοποιήσει υπόρρητα την τακτική του “ώριμου φρούτου”. Πρόκειται για δύο προκλητικές συμπεριφορές, οι οποίες ακριβώς δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν νοιάζεται και δεν θέλει να αντιληφθεί την αμεσότητα και το βάθος της ανάγκης του ελληνικού λαού για αλλαγή, ακόμα και σε όψεις της κυρίαρχης πολιτικής, οι οποίες σήμερα διαφεύγουν της προσοχής της πλειοψηφίας.
Κοινώς, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα πειθαρχεί επί της ουσίας με το σύστημα εξουσίας θα αποτυγχάνει. Ακόμα μάλιστα και αν μετά από χρόνια κυβερνήσει, λόγω της κούρασης του εκλογικού σώματος από την δεξιά (πολύ πιθανώς βέβαια και να συγκυβερνήσει), εφόσον συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο, θα συντριβεί με τρόπο πολύ χειρότερο από ό,τι συνέβη πριν.
*αναδημοσίευση από το Κοσμοδρόμιο, με την άδεια των συντακτών