Του Κώστα Εφήμερου
Όταν το 2008 έσκασε η τραπεζική φούσκα της Ισλανδίας, η Ευρώπη και το ΔΝΤ έσπευσαν να «βοηθήσουν» τη χώρα για να βγει από την κρίση. Άλλωστε κινδύνευαν βρετανικά και ολλανδικά χρήματα που είχαν επενδυθεί στο μικρό νησάκι των 360.000 κατοίκων. Τα χρήματα που απαιτούνταν ήταν της τάξης των 5 δις ευρώ και η πρόταση των δανειστών περιλάμβανε τη συμμετοχή των Ισλανδών με έναν κεφαλικό φόρο. Ο νόμος που συντάχτηκε καθ’ υπόδειξη των δανειστών έφτασε μέχρι και τη βουλή, αλλά εκεί ο πρωθυπουργός Όλαφ Ρανγκάρ Γκρίμσον (ο οποίος δεχόταν την πίεση του κόσμου που διαδήλωνε καθημερινά) αρνήθηκε να τον επικυρώσει και ζήτησε την έγκριση του λαού μέσω δημοψηφίσματος. Το 93% των Ισλανδών ψήφισαν κατά της πληρωμής των χρεών των ιδιωτικών τραπεζών από τους πολίτες.
Ακολούθησε μια πρωτοφανής διαδικασία για τα πολιτικά δεδομένα της Ευρώπης: Επιλέχθηκαν 25 απλοί πολίτες ως εκπρόσωποι του έθνους, οι οποίοι ανέλαβαν να προτείνουν ένα νέο Σύνταγμα που γράφτηκε κυριολεκτικά από όλους τους Ισλανδούς μέσω του διαδικτύου. Οι συνεδριάσεις των μελών μεταδίδονταν ζωντανά με live streaming, ενώ στην ειδική ιστοσελίδα ο καθένας μπορούσε να κάνει τις δικές του προτάσεις και να συμμετέχει στη συζήτηση. Πραγματοποιήθηκε ένα ενδιάμεσο δημοψήφισμα στο οποίο οι Ισλανδοί κλήθηκαν να πάρουν θέση για μερικά καυτά ζητήματα, όπως η σχέση εκκλησίας και κράτους και τελικά, πριν από λίγους μήνες, το νέο Σύνταγμα επικυρώθηκε με νέο δημοψήφισμα μετά από απόφαση της Βουλής.
Η Ισλανδία δεν είχε πριν ένα «κακό» Σύνταγμα, δεν ήταν δηλαδή χειρότερο από το ελληνικό ή τα άλλα ευρωπαϊκά. Βάσει του υπάρχοντος συνταγματικού/νομοθετικού πλαισίου, το μνημόνιο των δανειστών πέρασε από την ισλανδική βουλή, μέχρι που βρήκε την αντίσταση του Πρωθυπουργού και βάσει του ίδιου πλαισίου ο Γκρίμσον ζήτησε την γνωμοδότηση του λαού. Ήταν λοιπόν το πολιτικό ανάστημα ενός ανδρός (ή πολιτική του αδυναμία να αντισταθεί στην πίεση των πολιτών του) που άλλαξε τον ρου των πραγμάτων.
Αυτό όμως που κάνει την υπόθεση της Ισλανδίας εξαιρετική ήταν ότι η άρνηση του πρωθυπουργού οδήγησε σε μια αλυσιδωτή αντίδραση που έφερε πρωτόγνωρα αποτελέσματα. Η κοινωνία απαίτησε και πέτυχε δύο τεράστιες νίκες: Η πρώτη ήταν η απόδοση δικαιοσύνης. Οι υπαίτιοι για την κρίση οδηγήθηκαν σε ειδικό δικαστήριο και ο πρώην πρωθυπουργός της Ισλανδίας καταδικάστηκε (για αμέλεια). Η δεύτερη ήταν ότι ο λαός αποφάσισε να προστατευτεί από τους πολιτικούς του ζητώντας ένα νέο Σύνταγμα το οποίο ουσιαστικά κάνει αδύνατη την λήψη σημαντικών αποφάσεων χωρίς την αμεσοδημοκρατική έγκριση μέσω δημοψηφισμάτων.
Στην Ελλάδα η υπόθεση εξελίχθηκε διαφορετικά. Δεν ήταν μόνο η έλλειψη του ανδρός που θα ύψωνε το ανάστημά του στους δανειστές. Στην ελληνική κοινωνία δεν δημιουργήθηκε η απαίτηση για θεσμική αναγέννηση.
Όταν το πρώτο μνημόνιο παρουσιάστηκε από την Τρόικα στην ελληνική κοινωνία μια ομάδα συνταγματολόγων (μεταξύ των οποίων και ο νυν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ) μίλησε ανοιχτά για την συνταγματική επιταγή της ψήφισής του από την Βουλή με πλειοψηφία 2/3. Κάτι τέτοιο θα ήθελε και ο ΓΑΠ, αλλά τα νούμερα δεν του έβγαιναν. Αποφασίστηκε να παρακαμφθεί το Σύνταγμα μέσω μιας διασταλτικής ερμηνείας και, επιπλέον, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικά ανάλογα προβλήματα, ο νόμος έδωσε τη δυνατότητα στον υπουργό Οικονομίας να υπογράφει δανειακές συμβάσεις χωρίς να απαιτείται έγκριση από τη βουλή. Η απαξίωση είχε ξεκινήσει. Ακολούθησαν μια σειρά από Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) οι οποίες προβλέπονται από το Σύνταγμα για λόγους εθνικής ανάγκης. Αυτή η πρόνοια υπάρχει προκειμένου το κράτος να μπορεί να αντεπεξέρχεται σε περιπτώσεις π.χ. θεομηνιών και να νομοθετεί σε περιόδους που δεν προλαβαίνει να συγκληθεί η Βουλή, κι αφήνει ένα περιθώριο 40 ημερών, μέσα στο οποίο ο εκάστοτε νόμος πρέπει να περάσει με την κανονική διαδικασία. Οι ΠΝΠ, που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, κατέληγαν τελικά σε νόμους που έρχονταν στη Βουλή με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και σε ένα άρθρο, απαξιώνοντας όχι μόνο το πνεύμα αλλά και το ίδιο το γράμμα του Συντάγματος. Ακολούθησαν σκηνές απείρου κάλλους: Κατατέθηκαν νόμοι χιλιάδων σελίδων που έπρεπε να συζητηθούν και να ψηφιστούν σε λίγες ώρες, επιχειρήθηκε να περάσει τροπολογία δια βοής ενώ εμφανώς δεν υπήρχε η πλειοψηφία στην αίθουσα της βουλής, ενώ μόλις προχθές στο πολυνομοσχέδιο «έκτακτης ανάγκης» προστέθηκε φωτογραφική τροπολογία για την αδειοδότηση χρήσης αιγιαλού κυριολεκτικά λίγα λεπτά πριν από την ψήφισή του.
Και αν μια μεγάλη μερίδα συνταγματολόγων, όπως οι κύριοι Κατρούγκαλος και Χρυσόγονος επισημαίνουν την αντισυνταγματικότητα των νομοσχεδίων που διαμορφώνονται εκτός των ελληνικών κέντρων αποφάσεων, κι αν το κίνημα των αγανακτισμένων κατάφερε να κατεβάσει στην πλατεία λιγότερο κόσμο από αυτόν που χρειάστηκε προκειμένου να παραχωρήσει το Σύνταγμα ο βασιλιάς, κι αν ακόμα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι 7 στους 10 δεν πιστεύουν ότι οι θεσμοί λειτουργούν στη χώρα μας, ποιος πιστεύει σήμερα ότι το αίτημα της κοινωνίας είναι η αναβάθμιση των θεσμών και η επίλυση της κρίσης υπό την προστασία τους;
Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, σε αντίθεση με όσα συνέβησαν στην Ισλανδία, οι πρωτοβουλίες που ζήτησαν την θεσμική αντιμετώπιση της κρίσης, όπως η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου ή πρωτοβουλίες για νέο Σύνταγμα δεν βρήκαν την απαραίτητη στήριξη από τα κάτω.
Και αν ακόμα κάποιος θέλει να αντιδιαστείλει τα μεγέθη και τις αναλογίες της Ισλανδίας με την Ελλάδα, τι στα αλήθεια έχει να πει για την περίπτωση της Κύπρου (κατάρρευση των ιδιωτικών τραπεζών, αριθμός κατοίκων, πρόβλημα δημόσιου χρέους, ύψος δανείου κ.λπ.);
Η σύγχρονη ελληνική ιστορία, που ξεκίνησε με ένα σκάνδαλο διαφθοράς με το πρώτο συμμαχικό δάνειο, δεν επένδυσε ποτέ στην αγάπη των θεσμών και της νομιμότητας. Σχεδόν επιβράβευσε την αποκοτιά και θαύμασε τη λαμογιά. Κι όποτε η κοινωνία ήρθε σε εσωτερική ρήξη προκειμένου να λύσει τα προβλήματά της, προτίμησε αίμα πασπαλισμένο με «νομιμόσκονη». Άλλωστε και οι νόμοι της χούντας των συνταγματαρχών επικυρώθηκαν όλοι από το Συμβούλιο της Επικρατείας.