Το μάθημά μας από την ιστορία του φασισμού είναι πάντα το ίδιο:
Εφόσον συνέβη, μπορεί να ξανασυμβεί.
Εφόσον είχαμε χρυσαυγίτες στο κοινοβούλιο και η Χρυσή Αυγή δεν συνετρίβη εκλογικά ούτε μετά την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όλα αυτά σημαίνουν ότι υπάρχει ένα ανατριχιαστικά υψηλό ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας πού διψάει για αίμα. Που διαβάζουν με σαδιστική υπερηφάνεια τις ίδιες ιστορίες που εμείς διαβάζουμε με φρίκη. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ακόμα γύρω μας.
Όταν η Εσθήρ Κοέν επέστρεψε από το Άουσβιτς, πήγε να μπει στο σπίτι της στα Γιάννενα και ένας Έλληνας της είπε “αφού δεν σε έκαψαν οι Γερμανοί, θα σε κάψω εγώ αν τολμήσεις να μπεις μέσα”. Και αναφέρει πώς “δεν τράβηξε κανένας γείτονας το κουρτινάκι να δει τι γίνεται”. Ξέρουμε καλά ότι όλα αυτά δεν τελειώνουν με μία απόφαση. Είναι δηλητήριο με βαθιές ιστορικές ρίζες στην κοινωνία μας.
Να δούμε όμως τι μπορεί να σημαίνει αυτή η απόφαση.
Υπήρχε από την αρχή μια (απολύτως δικαιολογημένη, να τονίσω) δυσπιστία προς τη δικαιοσύνη. Με δεδομένη τη διαχρονική ασυλία που απολαμβάνει η ακροδεξιά βία στη χώρα μας, για ιστορικούς λόγους που σχετίζονται με το μετεμφυλιακό αγκάλιασμα κράτους/παρακράτους και δεξιάς, αυτή η στάση ήταν καλά τεκμηριωμένη στις εμπειρίες αμέτρητων περιστατικών που η δικαιοσύνη είχε πάλι και πάλι γελοιοποιηθεί ευνοώντας αυτούς που θεωρούσε δικά της παιδιά.
Η ασυλία στη βία της Χρυσής Αυγής αποτελεί μια ακόμη σκοτεινή σελίδα σε αυτή τη σειρά. Όμως αν ξέρουμε με λεπτομέρεια και ενδελεχή τεκμηρίωση ποια είναι τα εγκλήματα, ποια είναι η εμπλοκή του κόμματος στην οργάνωση, την εκπαίδευση, τον σχεδιασμό και την εκτέλεση αυτών των χτυπημάτων των φασιστών, το οφείλουμε στη δίκη. Δεν εννοώ ότι το όφελος είναι αποκλειστικά ερευνητικό, βεβαίως. Διότι στην προκειμένη περίπτωση είχαμε για πρώτη φορά εμπλοκή της ηγεσίας στη δικαστική κρίση, που έστειλε τους χρυσαυγίτες της κορυφής της πυραμίδας στη φυλακή. Μέχρι τώρα, η μόνιμη τακτική της Χρυσής Αυγής ήταν να αφήνει τους φυσικούς αυτουργούς ακάλυπτους και να προσποιείται ότι πρόκειται απλώς για μεμονωμένους εγκληματίες, που ουδεμία σχέση έχουν με το κόμμα, και η δικαιοσύνη το επέτρεπε αυτό.
Είναι το επιχείρημα που επικαλέστηκε στη δίκη η Εισαγγελέας Αδαμαντία Οικονόμου και η υπεράσπιστη των χρυσαυγιτών, που δέχονταν την ενοχή μόνο για τον Ρουπακιά… Αυτό όμως δεν έπεισε. Αυτή τη φορά οι εγκληματικές πράξεις αποδόθηκαν στο κόμμα ως εγκληματική οργάνωση. Επίσης αναγνωρίστηκε το ναζιστικό κίνητρο, που θα πει ότι ενώ δεν αποτελούσε αντικείμενο ποινικής αξιολόγησης αν κανείς έχει αρθρογραφήσει υπέρ του Χίτλερ, το δικαστήριο αναγνώρισε τη σχέση ανάμεσα στην ιδεολογία και τη βία, και γι’ αυτό επέτρεψε τις σχετικές ερωτήσεις.
Μας αρκεί το αποτέλεσμα; Ακόμη περισσότερο, είναι επαρκής η τιμωρία; Και βέβαια όχι. Δεν αρκεί. Αν σκεφτούμε ότι ο Βαγγέλης Σταθόπουλος έχει καταδικαστεί σε 19 χρόνια φυλακή, χωρίς στοιχεία, σε μια υπόθεση όπου οι ακροβασίες εκπλήσσουν και τον πιο αφελή, αντιλαμβανόμαστε ότι το πεδίο είναι πάντοτε ναρκοθετημένο. Υπάρχει όμως το ερώτημα που έθεσε η δικηγόρος Ελευθερία Τομπατζόγλου στη συνέντευξη που μας έδωσε: και τι να κάναμε; Να τους αφήσουμε ελεύθερους; Να μην κάνουμε τίποτα στο επίπεδο της δικαιοσύνης; Να κυκλοφορούν ελεύθεροι μέχρι να αντιμετωπιστεί μόνο κινηματικά ο φασισμός;
Νομίζω ότι μια λογική στάση, την οποία παρεμπιπτόντως συμμερίζονται όλοι οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής, οι οποίοι δεν έχουν ποτέ επιδείξει άγνοια του πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δρουν, είναι να πούμε το εξής:
Καμία δίκη δεν εμποδίζει το κίνημα να αναλάβει όσες και όποιες πρωτοβουλίες επιθυμεί. Στην πραγματικότητα είναι πτυχές που αλληλοσυμπληρώνονται, και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που έρχεται πρώτο πάντοτε είναι τι κάνει η κοινωνία και όχι τι κάνει ένας κρατικός θεσμός. Όμως δεν πρόκειται για δίλημμα. Αντιθέτως, νομίζω ότι είναι άδικο να πει κανείς ότι η δίκη αποδυναμώνει το κίνημα δίνοντάς του ψευδείς ελπίδες θεσμικής εξόντωσης του φασισμού. Αυτή είναι μια άποψη που δεν έχει ποτέ υποστηριχθεί από όσους συμμετέχουν ως παράγοντες της δίκης σε αυτή τη διαδικασία. Χρειαζόμαστε την εγρήγορση και τη δράση των αντιφασιστών, περισσότερο από ποτέ, ιδίως τώρα που οι φασίστες επανεμφανίζονται.
Την Τρίτη ήμουν στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε η ΚΕΕΡΦΑ. Είδα τον Αμπουζίντ Εμπάρακ, από τους Αιγυπτίους ψαράδες που δέχθηκαν δολοφονική επίθεση από τους φασίστες, να τον ρωτούν αν φοβάται, και να απαντά “από χθες, ναι”. Θυμήθηκα την ένοχη σιωπή της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους αιγύπτιους ψαράδες, όταν διάβαζα τον Σταύρο Ζουμπουλάκη να λέει ότι ο χριστιανισμός είναι θρησκεία αλιέων, η διαστροφή του ξεκινάει κάθε φορά που ξεχνάει αυτή την καταγωγή. Όμως και για μας που δεν είμαστε χριστιανοί ισχύει το ίδιο: είμαστε άνθρωποι, αν μπορούμε να υπερασπιστούμε τους αδύναμους, αν μπορούμε να σταθούμε δίπλα στον άνθρωπο που φοβάται τη λύσσα του χρυσαυγίτη.
Τον χειμώνα του 1943 ο Χίμμλερ επισκέφτηκε το στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα. Ένας από αυτούς που τον είδε διηγήθηκε στον Γκρόσμαν ότι ο Χίμμλερ είχε σταθεί και κοίταζε για ώρα το άνοιγμα μιας τάφρου, μισογεμάτης με πτώματα. Δεν ξέρουμε τι σκέφτηκε, αλλά θέλω να φαντάζομαι τους νεκρούς να τον στοιχειώνουν, και μαζί κάθε πιτσιρίκι που υψώνει το χέρι να χαιρετήσει ναζιστικά στη Σταυρούπολη, στο Νέο Ηράκλειο ή οπουδήποτε αλλού.
Έχουμε πάρα πολλές μάχες να δώσουμε, προκειμένου να ζήσουμε καλύτερα. Να φροντίσουμε τη ζωή μας, να χαρούμε την ομορφιά χωρίς στερήσεις. Αυτό που κάνει ο φασισμός σε όσους δεν σκοτώνει είναι ότι μας υποβιβάζει στην επιθυμία απλώς να ζήσουμε. Δεν θα τους κάνουμε τη χάρη. Οι ναζί ανήκουν στη φυλακή, οι υποστηρικτές τους στο περιθώριο, κι εμείς θα διαδηλώνουμε ακολουθώντας το χαμόγελο της Μάγδας Φύσσα. Πάει να πει: καθόλου αμέριμνοι, αλλά πάντα με τη χαρά ότι είμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας.