Οι συγγραφείς της μελέτης χαρακτηρίζουν την παγκόσμια οικονομική κρίση ως κρίση χρηματιστικοποίησης, λόγω της αύξησης του ειδικού βάρους του χρηματοπιστωτικού τομέα τις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με τον παραγωγικό. Οι αρχικές αιτίες βρίσκονται στην αμερικανική οικονομία και την κρίση του κατασκευαστικού τομέα, η οποία συνοδεύτηκε με κερδοσκοπία στον ενυπόθηκο δανεισμό από τα αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εμπορία από διεθνείς τράπεζες των παράγωγων αξιών αυτού του δανεισμού που δημιούργησε τις γνωστές φούσκες. Η επίδραση στην ευρωζώνη ήταν άμεση και στη συνέχεια εκδηλώθηκε ως κρίση δημοσίου χρέους. Η διόγκωση της κρίσης στην ευρωζώνη οφείλεται στις δομικές αδυναμίες της νομισματικής ένωσης.
Οι χώρες της ευρωζώνης διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, σε αυτές του πυρήνα (Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία) και σε αυτές της περιφέρειας (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία). Οι χώρες της περιφέρειας ενσωματώθηκαν επισφαλώς στην ευρωζώνη με υψηλές ισοτιμίες σε σχέση με την Γερμανία, για παράδειγμα. Αυτό εξαρχής δημιούργησε έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στις χώρες της περιφέρειας και διαρθρωτικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών για τη Γερμανία, που εκφράστηκε κυρίως με εξαγωγή κεφαλαίου και δανεισμό των γερμανικών τραπεζών προς τρίτους. Το προβάδισμα της ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας διατηρήθηκε, όχι όμως λόγω αύξησης της παραγωγικότητας, η οποία στις χώρες της περιφέρειας για διαφορετικούς λόγους στην καθεμία μπορεί να ήταν υψηλότερη. Η Γερμανία στηρίχτηκε στην αποστράγγιση των δικών της εργαζομένων με τη χαμηλότερη αύξηση του ονομαστικού κόστους εργασίας και το συνεχόμενο χάσιμο μεριδίου της παραγωγής για τους εργαζόμενους. Στις χώρες της περιφέρειας αυτό δεν συνέβη και επειδή υπήρχε οργανωμένη παρέμβαση του συνδικαλιστικού κινήματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι της περιφέρειας απολαμβάνουν υψηλότερους πραγματικούς μισθούς –το αντίθετο.
Οι χώρες της περιφέρειας δεν κατάφεραν ποτέ να φθάσουν το εκ των προτέρων δοσμένο πλεονέκτημα των χωρών του πυρήνα και έμειναν με τα ελλείμματά τους να διογκώνονται. Οι δομικές αδυναμίες της ευρωζώνης βγήκαν στο προσκήνιο, γιατί οι θεμελιακές συνθήκες και το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν προέβλεπαν μηχανισμούς για διορθωτικές και υποστηρικτικές κινήσεις για τα πιο αδύναμα κράτη-μέλη, σε μια περίοδο κρίσης. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα περιορίστηκε σε προστάτη των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων, αφού περιοριζόταν από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Το ευρώ από την άλλη, δεχόταν πλήγμα στο ρόλο του ως παγκόσμιο χρήμα από την επίθεση των κερδοσκόπων και οι χώρες του πυρήνα κυρίως αυτό θέλησαν να διασφαλίσουν.
Οι χώρες της περιφέρειας έμειναν με τρεις εναλλακτικές επιλογές πολιτικής για να αντιμετωπίσουν το δημόσιο χρέος και την ύφεση. Η πρώτη επιλογή είναι αυτή που προωθείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δηλαδή τα μέτρα λιτότητας που μετατοπίζουν το βάρος της προσαρμογής στους εργαζόμενους. Αυτή η λύση θα επεκτείνει την ύφεση.
Η δεύτερη λύση είναι η μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Θα ήταν δυνατή μια σειρά μεταρρυθμίσεων που δεν θα άγγιζαν τον πυρήνα της Συνθήκης του Μάαστριχτ, του Συμφώνου Σταθερότητας και της Λισσαβόνας. Στόχος είναι η ομαλότερη σύζευξη νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Το ευρώ γίνεται «καλό ευρώ» με δημοσιονομικές μεταβιβάσεις πόρων από τις πλούσιες στις φτωχές χώρες, ενεργητική στρατηγική επενδύσεων, πολιτική εγγυημένου ελάχιστου μισθού, μειώνοντας τις διαφορές στην ανταγωνιστικότητα και τις ανισότητες στην ευρωζώνη. Το πρόβλημα που δημιουργείται είναι ότι αυτή η λύση έρχεται σε αντίθεση με το ρόλο του ευρώ ως παγκόσμιου χρήματος.
Η τρίτη λύση είναι η έξοδος από την ευρωζώνη. Υπάρχει η συντηρητική έξοδος, που αποσκοπεί στην υποτίμηση και συνοδεύεται από λιτότητα, απελευθέρωση αγορών και πίεση προς τους εργαζόμενους. Τέλος, υπάρχει η προοδευτική έξοδος. Προϋποθέτει μεταβολή της οικονομικής και κοινωνικής ισχύος προς όφελος των εργαζομένων στις χώρες της περιφέρειας. Ακολουθείται από υποτίμηση, παύση πληρωμών και αναδιάρθρωση του χρέους. Απαιτεί εθνικοποίηση των τραπεζών με δημιουργία συστήματος δημόσιων τραπεζών, ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, επέκταση της δημόσιας ιδιοκτησίας σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας. Χρειάζεται βιομηχανική πολιτική που να συνδυάζει τους δημόσιους πόρους με τη δημόσια πίστωση και δίνεται βάρος στην «πράσινη» οικονομία. Αντιστρέφεται η χρηματιστικοποίηση, ελαττώνοντας το βάρος του χρηματοπιστωτικού τομέα, μετασχηματίζεται το κράτος με εγκαθίδρυση μηχανισμών διαφάνειας και υπευθυνότητας, περιορίζεται η φοροδιαφυγή των πλουσίων και του κεφαλαίου. Σταδιακά, βελτιώνεται η υγεία και η εκπαίδευση και γίνεται αναδιανομή για να μετριασθούν οι μεγάλες ανισότητες. Οι διεθνείς συμμαχίες είναι αναγκαίες για να διατηρηθούν οι ροές εμπορίου, δεξιοτήτων και επενδύσεων. Η προϊούσα διάλυση της ευρωζώνης θα μπορούσε να θέσει τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ κέντρου και περιφέρειας σε ευρύτερη βάση συνεργασίας. Όπως γίνεται αντιληπτό, η προοδευτική έξοδος εμπεριέχει κοινωνική σύγκρουση.
Ολόκληρη η μελέτη, την οποία παρουσίασε ομάδα ακαδημαϊκών από τη σχολή SOAS του πανεπιστημίου του Λονδίνου κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νόβολη.