Του Δημήτρη Χριστόπουλου

Ο γερμανικός τρόπος ανάγνωσης της κρίσης κυριαρχεί στην Ευρώπη όχι μόνο διότι διαθέτει την υποδομή να το κάνει (media,  ινστιτούτα και οργανικούς διανοούμενους), αλλά κυρίως επειδή οι περισσότερες κοινωνίες  ήταν έτοιμες από καιρό να τον υιοθετήσουν. Η «γερμανική» αφήγηση για την κρίση ήταν -αν όχι αυτούσια, αλλά σίγουρα σε κάποια εμβρυακή μορφή- ενσωματωμένη στον τρόπο με τον οποίον οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί λαοί αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα.
 
Υπό την έννοια αυτή λοιπόν, το να μιλάει κανείς για «γερμανική» αφήγηση της κρίσης ήδη είναι μια μάλλον χονδροκομμένη γενίκευση καθώς πρώτον, παρά το ότι είναι πλειοψηφική στη Γερμανία, υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που δεν την αναπαράγουν (η Αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, το πλειοψηφικό τμήμα των Πρασίνων και της Αριστεράς), και δεύτερον και κυριότερο, οι βασικές της παραδοχές ενυπάρχουν διάσπαρτες και ήδη ηγεμονικές στις επί μέρους εθνικές αναπαραστάσεις εαυτών και αλλήλων στην Ευρώπη, και δη στον ευρωπαϊκό Νότο. Κοινώς, αυτά που λέγαμε, αυτά λέμε.
 
Το ότι οι Νότιοι είναι διεφθαρμένοι, λόγου χάρη, κυριαρχεί στα περισσότερα ευρωπαϊκά (διεφθαρμένα και μη) σαλόνια από τη Ρώμη ως το Βερολίνο και από την  Αθήνα ως το Ελσίνκι. Η αντίληψη αυτή βέβαια φαίνεται να αποδέχεται περισσότερο ως διεφθαρμένο αυτόν που χρηματίζεται παρά αυτόν που χρηματίζει, καθώς δεν ήταν διόλου σπάνιο -τουναντίον μάλιστα- ότι στα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα του ευρωπαϊκού Νότου οι δωρητές ήταν Βόρειοι. Η αντίληψη ότι οι Νότιοι είναι πιο καταναλωτικοί από τους εγκρατείς Βόρειους είναι δεδομένη παντού, και μάλιστα επενδεδυμένη με πολλαπλά επιχειρήματα από την πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία σχετικά με την ανέχεια του Νότου, που τον οδήγησε στην υπερκατανάλωση.  Αυτό βέβαια δεν εξηγεί καθόλου γιατί oι Γερμανοί αστοί του Αμβούργου δεν επιθυμούν να επιδεικνύονται, σε αντίθεση με τους Βαυαρούς συμπατριώτες τους που είναι κουραστικά επιδειξίες, απολύτως συγκρίσιμοι με τους  Νοτιοευρωπαίους νεόπλουτους. Η ιδέα, τέλος, ότι κάποιοι τρώνε σε βάρος των άλλων που πληρώνουν δεν είναι προϊόν του επικοινωνιακού επιτελείου της γερμανικής καγκελαρίας, αλλά αποτελεί μείζονα θεώρηση σχετικά με την άνιση κατανομή εξουσίας και ευθύνης εντός του ευρωπαϊκού εποικοδομήματος της ΕΕ ήδη από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα. Η καπατσοσύνη και επιμονή κάποιων ηγετών του Νότου είχε ως αποτέλεσμα οι χώρες τους να αποκτήσουν προνόμια δυσανάλογα μεγαλύτερα της προσφοράς τους στο ευρωπαϊκό σύνολο, ενώ ακόμη και ότι κάποια κράτη έγιναν μέλη της τότε ΕΟΚ αποδίδεται σε ευφυείς χειρισμούς της συγκυρίας κάποιων μεγάλων πολιτικών ανδρών και όχι στις πραγματικές πολιτειακές δυνατότητες των κρατών τους. Τα ίδια -και χειρότερα- ισχύουν όσον αφορά την ΟΝΕ, όπου πλέον η είσοδος κάποιων κρατών, πρωτίστως της Ελλάδας, αποδίδεται σε κοροϊδία, ενώ ξεχνιέται ότι η όποια κοροϊδία δεν δημιούργησε καμία απολύτως πλάνη. Δηλαδή, απλώς όλοι γνώριζαν και, πάρα ταύτα, προχώρησαν. Και φυσικά, αυτό δεν αφορά μόνο τα Greek statistics αλλά και άλλα statistics.
 
Πολλά δεινά αποδίδονται από την κυρίαρχη αφήγηση στο ότι πλέον εκλείπουν οι μεγάλες προσωπικότητες που θα έπαιρναν πάνω τους σαν νέοι Άτλαντες την Ευρώπη που παραπαίει. Πάρα ταύτα, υπάρχει ένας πράγματι ισχυρός στον οποίο ένας Αμερικανός πρόεδρος ή υπουργός Εξωτερικών μπορεί να τηλεφωνήσει, κατά την προσφιλή διήγηση του Κίσιγκερ, ώστε να έχει εικόνα των ευρωπαϊκών κουμάντων: η γερμανίδα καγκελάριος. Πρώτη φορά μετά τον Πόλεμο υπάρχει τόσο άνιση κατανομή ισχύος στην Ευρώπη, δηλαδή τέτοια συσσώρευση εξουσίας και κεφαλαίου σε ένα κράτος και για τον λόγο αυτόν, οι περισσότεροι ευρωπαίοι «εταίροι» της καγκελαρίου (βάζω τον όρο σε εισαγωγικά διότι υποδηλώνει μια σχέση ισότητας που έχει εντελώς εκλείψει) πιστεύουν ότι έχει μια μάλλον ιδιοτελή και κοντόθωρη εικόνα των σχέσεων του εθνικού γερμανικού συμφέροντος με το όποιο ευρωπαϊκό. Εξάλλου, κάθε άλλο παρά ως τυχαίο θα προσλαμβάνεται ότι μόνη αυτή από τους αρχηγούς 12 κρατών στα οποία έγιναν εκλογές στα χρόνια της κρίσης συνεχίζει να κυβερνά. Είναι ενδεικτικό πάντως ότι ενώ κανείς δεν αμφισβητεί την ισχύ της, κανείς συνάμα δεν ομνύει στη μεγαλοσύνη της. Και σε κάθε περίπτωση, η θεωρία ότι ο οικονομικός γίγαντας Γερμανία είναι ένας πολιτικός νάνος δεν είναι προϊόν της κρίσης, αλλά πολύ παλαιότερη.  Όπως λοιπόν οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους ταιριάζουν (Τοκβίλ), έτσι και η συγκυρία έχει τους ηγέτες που της ταιριάζουν.
 
Στα προηγούμενα προσπάθησα να συνοψίσω πώς η Ευρώπη διαβάζει την κρίση της σήμερα, υπαινισσόμενος ότι τη διαβάζει με τα εργαλεία που διάβαζε και την κανονικότητά της. Με τα εργαλεία αυτά γαλουχήθηκαν τα ευρωπαϊκά έθνη για γενιές ολόκληρες και είναι μάλλον μάταιο τώρα που οι ζώνες σφίγγουν να αλλάξουν. Διότι η Ευρώπη πριν γίνει η μήτρα του ευρώ υπήρξε η κοιτίδα του έθνους. Και αυτό, πάνω στη νεοφιλελεύθερη φούρια του κοινού νομίσματος σα να ξεχάστηκε.  Όπως επίσης ξεχάστηκε ότι το έθνος είναι το τελευταίο αποκούμπι των ματαιωμένων, ηττημένων και ανασφαλών λαών. Και μιας και μιλάμε για τη Γερμανία, καλό είναι να (της) το θυμίζουμε. 
 
Η ευρωπαϊκή Δεξιά σε μια σπάνια επίδειξη πολιτικής σωφροσύνης πήρε τα ευρωπαϊκά αποκαΐδια μετά το τέλος Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και προσπάθησε να τα κάνει κοινότητα. Το πάλεψε, και ως ένα σημείο τα κατάφερε.  Μετά το έχασε. Έρχονται τώρα οι Ευρωεκλογές του 2014 να μας το φωνάξουν.
 
Όταν ο ευρωπαϊκός νους είναι μόνο στα λεφτά και ξεχνάμε το κακό ιστορικό, αυτά παθαίνουμε.
 
Καλή χρονιά και καλά μυαλά λοιπόν.