Παρόλο που έχουν γραφτεί αρκετά -αλλά όχι πολλά- σχετικά με τα γεγονότα του 2015 νομίζω πως δεν έχουν αντληθεί και πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Κι όμως η γνώση που μας παρέχουν θα μπορούσε να βοηθήσει στην τόσο αναγκαία για την διεθνή αριστερά στρατηγική αναζήτηση, σε μια εποχή που οι πλουτοφασίστες, ίσως η πιο επικίνδυνη συμμορία που κυβέρνησε ποτέ, κάνουν κυριολεκτικά πάρτι.

Η πολιτική αριστερά, σήμερα, είναι ένα κακόμοιρο απολειφάδι, που είναι δύσκολο ακόμη και να επικαλεστεί τις παλιές μεγάλες της εποχές -κανείς δεν θα πιστέψει πως είναι συνέχεια τους.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ έχει, στη διεθνή συζήτηση, αποσιωπηθεί ολοκληρωτικά. Είναι φανερό πως οι αριστεροί άνθρωποι θέλουν να την ξεχάσουν. Σα να ντρέπονται ένα πράγμα.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έλεγε πως το χειραφετητικό κίνημα έχει, ίσως, περισσότερα να μάθει από τις ήττες παρά από τις νίκες του.

Γιατί, λοιπόν, δεν γίνεται προσπάθεια να μάθουμε από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση, νομίζω, βρίσκεται στο γεγονός ότι τα όσα συνέβησαν το 2015 δεν συνιστούν ήττα, αλλά φιάσκο. Όχι υποχώρηση, οσοδήποτε «επώδυνη», αλλά προσχώρηση -ακόμη και ιδεολογική. Ο λόγος, με τον οποίο ο Τσίπρας δικαιολογούσε το αίσχος είναι απολύτως ενδεικτικός -η κωλοτούμπα έσωσε τη χώρα από τον γκρεμό, στον οποίο την οδηγούσαν οι αυταπάτες.

Σκεφτείτε να εφάρμοζε ο Αλιέντε το πρόγραμμα του Πινοσέτ ισχυριζόμενος πως σώζει την χώρα. Θα του κρεμούσαμε κουδούνια ή όχι;

Στο σημερινό μου σημείωμα δεν πρόκειται να «αναλύσω σε βάθος» το φαινόμενο. Αυτό που επιδιώκω είναι να γνωστοποιήσω κάποιες σχετικές σκέψεις σπουδαίων ανθρώπων της Αριστεράς, που διατυπώθηκαν σε σπουδαία περιοδικά -το Πανοπτικόν και τις  σημειώσεις. Φαντάζομαι πως λίγοι είχαν την τύχη να διασταυρωθούν με αυτές τις σκέψεις -παραείναι «περιθωριακά» τα έντυπα, που τις φιλοξένησαν.

Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, λοιπόν, (σημειώσεις –Δεκέμβριος 2024) παραθέτοντας το ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού, «επίλογο» του Κατά Σαδδουκαίων, “Ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασιλείου” (https://keimenabooks.gr/wp-content/uploads/2022/11/Katsaros-Kata-Saddoukaiwn1971_issuu_compressed.pdf), γράφει:

«Το εμβληματικό αυτό ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού, δημοσιευμένο το 1953, δεν αναφέρεται βέβαια στην πολιτική σταδιοδρομία του Αλέξη Τσίπρα. Όμως, ακόμα κι αν εμείς αποφεύγαμε να το χαμηλώσουμε φέρνοντάς το στις δικές μας περιστάσεις, οι συνειρμοί του αναγνώστη που έχει προ οφθαλμών την εκφυλιστική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από τον συμβιβασμό ως την έσχατη γελοιότητα και την -λυτρωτική πλέον για την όλη αριστερά- εξαέρωσή του είναι αναπόφευκτοι […] Με τη διαφορά μόνο πως ενώ η ποιητική αλληγορία του Μιχάλη Κατσαρού προϋποθέτει και ανακαλεί μια διαχρονικά δραματική συνθήκη καβαφικών αντηχήσεων,

τι θλιβερή η μέρα που ενδίδεις

(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις)

στο επεισόδιο «Τσίπρας -ΣΥΡΙΖΑ -Κασσελάκης» κ.ο.κ., έχουμε απλώς μια μικροπολιτική κωμωδία. Και όμως -με την ανάγνωσή της διαμέσου της παντός καιρού ποιητικής αλληγορίας του Κατσαρού αποκτά, προσωρινά έστω και παρά την ευτέλειά της, τα στοιχεία μιας οιονεί δραματικής συνθήκης. Τα κάνει κάτι τέτοια, σαρκάζοντας, κλαίγοντας είτε παρηγορώντας, η ποίηση -για την οποία, ανέκαθεν, το νέο και το παλιό δεν αντιστοιχούν απαραιτήτως στο καλό και στο κακό. Η ίδια μας διδάσκει άλλωστε ότι

όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό

του δίνουν όψη ν’ αρέσει,

-την όψη του «νέου».

Σαν νά’ ταν κάτι νέο το θράσος του ασήμαντου».

Εξίσου σημαντική και «ιδιόρρυθμη», κατά τη γνώμη μου, υπήρξε και η παρέμβαση του Νίκου Κούρκουλου (“To τέλος του μεταριζοσπαστισμού”, Πανοπτικόν –Σεπτέμβριος 2024), στο τελευταίο, ίσως, δημοσιευμένο κείμενό του πριν από τον πραγματικά πρόωρο θάνατό του (Για περισσότερα σχετικά με το εξαιρετικό δοκιμιακό -εκτός του μεταφραστικού- έργου του Κούρκουλου, βλ. το blog του Τέταρτος Κόσμος (https://tetartoskosmos.wordpress.com/ ):

.

«Μετά τον αιφνίδιο, πρόωρο και άδοξο θάνατο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΡΑ), στην, τρόπος του λέγειν, κηδεία της (Σεπτέμβριος 2015), συνέβη ένα θλιβερό φαινόμενο: το βρικολάκιασμα. Διάφορες τοπικές συγκυρίες (σε συνδυασμό με ένα απίθανο εκλογικό σύστημα) επέτρεψαν σε κείνες τις ακρωτηριασμένες από την αποχή εκλογές η πεθαμένη ΡΑ να βγει πρώτη και σχεδόν κυβερνητική δύναμη […] Παρότι χωρίς στόχο και ενώ εξηγούσε την καλοκαιρινή της συντριβή, με πολλούς διαφορετικούς και συχνά αντιφατικούς τρόπους, στα όρια του παραλογισμού, η νεκροζώντανη ΡΑ αποδέχτηκε να αναλάβει μια υπό επιτήρηση διαχείριση. Για κάποια από τα στελέχη της αυτό ήταν μια προαποφασισμένη και πάση θυσία προσκόλληση στα κυβερνητικά έδρανα, για άλλα οφείλονταν σε ειλικρινή απογοήτευση, που τους οδήγησε σε κάποιου είδους κυνική απόγνωση -τελικά δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Πάντως αυτό επέβαλλε στην πρώην ΡΑ, δηλαδή στο άδειο κομματικό της κέλυφος, μια σχιζοφρενική ταυτότητα: Από τη μία προσπαθούσε να ενταχθεί πλήρως στο Ενιαίο Κόμμα της εξουσίας (το ίδιο που εξελισσόταν, την ίδια στιγμή, σε αυτό που έχει ονομαστεί «κεντροφασιστικό καθεστώς») […] Από την άλλη, έπρεπε να διατηρήσει μια κάποια επαφή με την πετσοκομμένη, καταπτοημένη και εντελώς αδρανοποιημένη από το χτύπημα βάση της».

Έτσι, ήρθαν οι μέλισσες. Και μαζί η «αριστερή μελαγχολία». για να ευτελιστεί κι αυτή μαζί με όλα τα άλλα. «Ας θυμίσουμε, λοιπόν, ότι η αριστερή μελαγχολία, έτσι όπως την εννοεί ο Τραβέρσο, είναι ένα αίσθημα που σχετίζεται με, συνήθως ένοπλους, λαϊκούς αγώνες, ήττες, σφαγές, πένθη, και που συντροφεύει την πάλη των κατώτερων τάξεων από την  αρχή του 19ου, αν όχι από τα τέλη του 18ου αιώνα. Σχετίζεται επίσης με την ιστορική συνειδητοποίηση και ασφαλώς δεν κλείνει το δρόμο στους μελλοντικούς αγώνες. Απεναντίας, η ψευδεπίγραφη, ελληνική, «αριστερή μελαγχολία» δεν σχετιζόταν κατά κανέναν τρόπο με κάποια ηρωική ήττα, με ο,τιδήποτε το μεγαλειώδες ή το τραγικό: ήταν μάλλον μια αίσθηση παράλυσης και αμηχανίας, ένας τρόπος διαχείρισης του εξευτελισμού, εκ μέρους των πρώην ριζοσπαστών, διαχείριση που υποκαθιστούσε την πολιτική δράση, για την οποία τα υποκείμενα αυτά ήταν στο εξής, και παρέμειναν ανίκανα». Το διαρκώς και αναιτίως χαμογελαστό ξόανο του αρχηγού, άλλωστε, δύσκολα πρόδιδε «μελαγχολία».

Με κάποιον τρόπο,–κυρίως, για «να μην έλθει ο Μητσοτάκης»- η τέως ΡΑ διασώθηκε το 2019. Με τον τρόπο αυτό, όμως, «μπήκε σε μια φάση αργής φθοράς, αντί για άμεση διάλυση και εξαέρωση, που θα ήταν το φυσιολογικά αναμενόμενο -όπως συμβαίνει με όλους τους βρικόλακες, μόλις τους αντικρύζει το πρωινό φως».

Στην εξήγηση που δίνει ο Κούρκουλος, η υπόσταση αυτού του πολιτικού υπολείμματος ως «κυβερνώσα», ακόμη κι όταν δεν κυβερνούσε, αποτέλεσε τον συνεκτικό της ιστό, που επιβράδυνε την αποσύνθεση. Επρόκειτο για μια αριστερά, λέει, που επέδειξε τη μεγίστη γενναιότητα να τολμήσει να λερώσει τα χέρια της στη λάσπη της πραγματικότητας, να κάνει βρομοδουλειές κ.λπ. -ένα σχήμα που μετέτρεπε την ατίμωση σε μαγκιά. Κι όλο αυτό, ενώ οι άλλες αριστερές ήταν άτολμες… Στο τέλος, αυτή η επιχειρηματολογία (sic) έγινε «ακόμα πιο χυδαία, βρίζοντας και συκοφαντώντας όλες τις άλλες δυνάμεις […] επειδή δεν στήριζαν τον ιερό σκοπό της «επιστροφής στην εξουσία» της «κυβερνώσας».

Και ο άχαστος, ο «ένας κάθε εκατό χρόνια», αρχηγός;

«Είναι […] αξιοθαύμαστο το πόσο γρήγορα και το πόσο πλήρως απομυθοποιήθηκε ο χαρισματικός ηγέτης, ακόμα και στα μάτια των περισσότερων πρώην θαυμαστών του. Το κατόρθωμα είναι όλο δικό του, καθώς η τελευταία του γκάφα (η άτακτη αποχώρηση, αδιαφορώντας για τα πάντα) ξήλωσε το πέπλο που σκέπαζε όλες τις προηγούμενες: οι σοφοί πολιτικοί ελιγμοί του ήταν, τελικά, κάποια κουραστικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα, όπως το να επιλέγει τα πιο απίθανα, άσχετα, άχρηστα (και συνήθως χωρίς την παραμικρή επαφή με την αριστερά, ριζοσπαστική ή άλλη) πρόσωπα για βουλευτές, υπουργούς, προέδρους της δημοκρατίας κ.λπ. (προφανώς θεωρούσε ότι «αιφνιδιάζει», κι αυτό το έβρισκε πολύ έξυπνο). Αυτό το πέπλο, αυτή η αόρατη πανοπλία από λαμπρά (και τελικά ανύπαρκτα) προσόντα και χαρισματικά στοιχεία δεν πρέπει να είναι άσχετη με την καλά εδραιωμένη στα σταλινογενή κόμματα (ακόμα και σε αυτά που δήλωναν από παλιά αντισταλινικά) «λατρεία της ηγεσίας» […] Τελικά, το μόνο του προσόν (η εγγύηση της ενότητας) βασίζονταν στο γεγονός ότι ήταν το πάντα χαμογελαστό περιφερόμενο ξόανο της προαναφερόμενης λατρείας του ηγέτη. Κι έτσι, με την αποχώρησή του, μπόρεσε να συμβεί, πολύ φυσιολογικά, το πέρασμα από την ανικανότητα στην πλήρη γελοιότητα».