του Γιώργου Ρήγα
«Το χέρι που δίνει είναι πάντα πιο ψηλά από το χέρι που παίρνει» λέει μια αραβική παροιμία υπονοώντας ότι ο ευεργέτης είναι συνήθως σε καλύτερη κατάσταση από τον ευεργετούμενο και μοιραία τον κοιτά, έστω και ασυνείδητα, αφ’ υψηλού και με περιφρόνηση. Όταν κάποιος παρακολουθήσει το βίντεο της χειραψίας Ράμπιν-Αραφάτ διακρίνει με ευκολία την «περιφρόνηση του ευεργέτη» στις αντιδράσεις του Ισραηλινού πρωθυπουργού. Έχει κατά καιρούς υποστηριχθεί πως η αμηχανία του Ράμπιν οφειλόταν στο ότι ο Αραφάτ, που μέχρι το 1993 χαρακτηριζόταν από το Ισραήλ ως τρομοκράτης, είχε στα χέρια του αίμα αθώων. Ο ισχυρισμός δεν είναι τελείως αβάσιμος αλλά αν η διστακτικότητα κάποιου να τείνει το χέρι του σε κάποιον καθορίζεται από το αίμα που ο τελευταίος έχει στα χέρια του, τότε θα έπρεπε να αναμένουμε μεγαλύτερη απροθυμία από τον Αραφάτ. Και αυτό γιατί ο Ράμπιν όχι μόνο ως υπουργός άμυνας είχε δώσει το πράσινο φως στους στρατιώτες να σπάζουν τα χέρια των Παλαιστινίων που συλλαμβάνονταν να πετούν πέτρες κατά τη διάρκεια της Ιντιφάντα, αλλά και ως προβεβλημένος αξιωματικός είχε συμμετάσχει στην εκδίωξη Αράβων από τις εστίες τους στον πόλεμο του 1948.
Ενδεικτικά, ο Ράμπιν είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάληψη και εκκαθάριση της πόλης Λίντα που μετονομάστηκε σε Λοντ και στην ευρύτερη περιοχή της βρίσκεται σήμερα το διεθνές αεροδρόμιο του Ισραήλ. Και δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως έκανε ό,τι έκανε στα πλαίσια εκτέλεσης διαταγών. Το 1948 οι ισραηλινές δυνάμεις δεν ήταν τακτικός στρατός, αλλά κάτι παραπάνω από συνασπισμός αντάρτικων ομάδων. Έτσι, οι διοικητές των διάφορων μονάδων είχαν μεγάλο περιθώριο αυτονομίας και αν, φερειπείν, η Ναζαρέτ σήμερα έχει μεγάλο αραβικό πληθυσμό αυτό οφείλεται στο ότι ο επικεφαλής των δυνάμεων που την κατέβαλε, ο εβραϊκής καταγωγής Καναδός Μπεν Ντάνκλεμαν, αρνήθηκε να εκδιώξει τους Άραβες κατοίκους της. Συνεπώς η αμηχανία και οι μορφασμοί του Ράμπιν όταν δίνει το χέρι του στον Αραφάτ έχει άλλα αίτια. Για την ακρίβεια πηγάζει από την αντίληψη ότι λόγω συγκυριών το Ισραήλ έκανε στον Αραφάτ περισσότερες παραχωρήσεις από όσες όφειλε. Κατά τραγική ειρωνία ήταν η διόγκωση αυτής της οπτικής που όπλισε το χέρι του ακραίου Γιγκάλ Αμίρ, του ανθρώπου που δολοφόνησε τον Ράμπιν το Νοέμβριο του 1995.
Το κλειδί για να καταλάβουμε πως και γιατί προέκυψε η συμφωνία του Όσλο είναι να κατανοήσουμε τη διεθνή εκείνη συγκυρία που υποτίθεται πίεσε το Ισραήλ να έρθει σε συνεννόηση με τον Αραφάτ. Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την επίδειξη ισχύος των ΗΠΑ στον πόλεμο του Κόλπου, η Δύση ένιωθε την ανάγκη να επιλύσει την ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη που εν πολλοίς αντιλαμβανόταν ως κατάλοιπο της αντιπαράθεσης της με την ΕΣΣΔ. Επίσης, αυτό που έκανε πιο επιτακτική την αναζήτηση λύσης ήταν η εξέγερση των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα που, και στιγμάτιζε τη διεθνή εικόνα του Ισραήλ, και έδειχνε πως το τότε status quo ήταν αδιέξοδο. Σε αυτό το πλαίσιο το φθινόπωρο του 1991 εγκαινιάστηκε η λεγόμενη διαδικασία της Μαδρίτης, ένα ανοιχτό συνέδριο όπου οι εμπλεκόμενοι προσήλθαν για να διαπραγματευτούν μια ειρηνευτική συμφωνία. Λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της η Μαδρίτη δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά καθώς, για λόγους γοήτρου, δεν μπορούσαν να αγνοηθούν μια σειρά από κόκκινες γραμμές που τα διάφορα μέρη είχαν από χρόνια θέσει. Για παράδειγμα, επειδή το Ισραήλ θεωρούσε την PLO τρομοκρατική οργάνωση, ο Αραφάτ δεν μπορούσε να παρευρεθεί με αποτέλεσμα να δώσουν το παρών μόνο κάποιοι συνεργάτες του, και αυτοί με την ιδιότητα μέλους μιας ευρύτερης ιορδανικής αποστολής.
Η Μαδρίτη προσφερόταν για εντυπωσιασμούς, αλλά όχι για ουσιαστική πρόοδο. Για να δοθεί μια εικόνα των εργασιών του συνεδρίου αξίζει να γίνει μνεία στο τι ακολούθησε της προκλητικής τοποθέτησης του τότε Ισραηλινού πρωθυπουργού Γιτζάκ Σαμίρ. Στο βήμα ανέβηκε ο εκπρόσωπος της Συρίας, ο Φαρούκ Ελ Σάρα, που ένιωσε την ανάγκη να απαντήσει στον Σαμίρ. Αντί της προγραμματισμένης ομιλίας του λοιπόν επέδειξε στους παρευρισκόμενους ένα χαρτί που στη συνέχεια εξήγησε τι ήταν. Επρόκειτο για μια αφίσα με τον Σαμίρ καταζητούμενο για τη δολοφονία του ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη Φόλκε Μπένεντοτ. Να σημειωθεί πως η δολοφονία έλαβε χώρα τον Σεπτέμβρη του 1948 και άρα ο Σαμίρ διωκόταν από τις αρχές του υπό σύσταση ισραηλινού κράτους. Οι αναφορές του Ελ Σάρα έφεραν σε αμηχανία το Σαμίρ και τους παριστάμενους συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων φιγούραρε και ο ανερχόμενος τότε Νετανιάχου. Σίγουρα ο Αραφάτ χαμογελούσε παρακολουθώντας τη σκηνή στην τηλεόραση. Ταυτόχρονα όμως καταλάβαινε πως από τέτοιες διαδικασίες δεν θα μπορούσε να περιμένει ζωτικές αλλαγές.
Το αδιέξοδο της Μαδρίτης ήρθε να άρει σαν από μηχανής θεός ο Νορβηγός υπουργός εξωτερικών Γιόχαν Γκέργκεν Χολστ. Με πρωτοβουλία του ένας Ισραηλινός ακαδημαϊκός παρουσιάστηκε στους εκπροσώπους της PLO στο Λονδίνο το Δεκέμβριο του 1992 για διερευνητικές επαφές. Ο Αραφάτ αμέσως συμπέρανε πως επρόκειτο για μυστικό κανάλι απευθείας διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ. Η εκτίμηση του γρήγορα επαλυθεύτηκε και αμέσως με τον Μαχμούντ Αμπάς και ένα στενό κύκλο συνεργατών έδωσαν στο νέο κανάλι τη μέγιστη προτεραιότητα. Οι συνομιλίες μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων κράτησαν μήνες. Τελικά, μετά από 12 γύρους μυστικών διαπραγματεύσεων σε διάφορες τοποθεσίες πέριξ της νορβηγικής πρωτεύουσας και μιας μαραθώνιας τηλεφωνικής διαπραγμάτευσης τον Αύγουστο του 1993 μεταξύ Αραφάτ και Σιμόν Πέρες, υπουργού εξωτερικών του Ισραήλ, οι δύο πλευρές έφτασαν σε συμφωνία. ΟΙ ΗΠΑ και ο νέος πρόεδρος του, που ήταν ενήμεροι για τις μυστικές συνομιλίες, προσφέρθηκαν να παραχωρήσουν τον κήπο του Λευκού Οίκου για την υπογραφή της Διακήρυξης Αρχών που είναι γνωστότερη ως συμφωνία του Όσλο. Η υπογραφή έλαβε χώρα στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 στην Ουάσινγκτον.
Το παρασκήνιο των συνομιλιών αποτυπώνεται γλαφυρά στο βιβλίο του στενού συνεργάτη του Αραφάτ και σημερινού Παλαιστίνιου προέδρου Μαχμούντ Αμπάς. Στις σελίδες του βλέπει κανείς αφενός τη διάθεση των Ισραηλινών να παραχωρήσουν πολύ λίγα και πολύ αργά, και αφετέρου την πρόθεση των Παλαιστινίων να εξασφαλίσουν σχεδόν το οτιδήποτε από τους συνομιλητές του. Είναι χαρακτηριστικό πως οι Ισραηλινοί για μεγάλο διάστημα συζητούσαν την παραχώρηση μόνο της Γάζας στους Παλαιστίνιους. Μονάχα όταν φάνηκε πως οι συζητήσεις είχαν φτάσει σε αδιέξοδο αποδέχθηκαν την παράδοση και της Ιεριχούς της Δυτικής Όχθης στην υπό σύσταση Παλαιστινιακή Αρχή. Πριν αναφερθούμε σε αυτή καθαυτή τη συμφωνία είναι σημαντικό να εξηγήσουμε γιατί ο Αραφάτ αποδέχθηκε αυτό που ο επιφανής Παλαιστίνιος ακαδημαϊκός Εντουάρντ Σαίντ χαρακτήρισε ως «Παλαιστινιακές Βερσαλλίες».
Στην ιστορία είναι πολύ συχνό το φαινόμενο οι ηγέτες να προτάσσουν το προσωπικό συμφέρον έναντι της συλλογικότητας που εκπροσωπούν. Και είναι αυτή η τάση που εξηγεί την συμπεριφορά του Αραφάτ το 1993. Σε εκείνη τη συγκυρία ο Παλαιστίνιος ηγέτης ήταν απομονωμένος διπλωματικά, πολιτικά και οικονομικά. Από το 1982 βρισκόταν εξόριστος με τους συνεργάτες του στην Τύνιδα. Η Ιντιφάντα, παρά τις περί του αντιθέτου ισραηλινές αιτιάσεις, ούτε οργανώθηκε, ούτε ελεγχόταν από την PLO. Μάλιστα κάθε μέρα η επιρροή της τελευταίας στα κατεχόμενα συρρικνωνόταν καθώς η Χαμάς, και το πολιτικό Ισλάμ εν γένει, κέρδιζαν έδαφος. Τέλος, μετά την στήριξη που παρείχε ο Αραφάτ στον Σαντάμ στην κρίση με το Κουβέιτ, πολλές αραβικές χώρες μείωσαν δραστικά τις επιχορηγήσεις προς την PLO. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Παλαιστίνιος ηγέτης είδε το Όσλο σαν μια χρυσή ευκαιρία που, ενώ δεν εκπλήρωνε τις προσδοκίες του παλαιστινιακού λαού, προσέφερε στον ίδιο άμεσο απεγκλωβισμό από το αδιέξοδο του. Και αυτό γιατί μπορούσε πια να επιστρέψει στα παλαιστινιακά εδάφη όχι μόνο με διεθνή νομιμοποίηση, αλλά και με εγγυημένη χρηματοδότηση για να στήσει ένα αφοσιωμένο στον ίδιο κρατικό μηχανισμό. Όσο για την δικαίωση των ιστορικών διεκδικήσεων των Παλαιστινίων, αυτή μετατίθετο για το μέλλον. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι αυτή η συμπεριφορά ήταν σε πλήρη αντιστοιχία με το γενικότερο πνεύμα της συμφωνίας η οποία, αντί να αγγίζει κάποιο από τα σημαντικά ζητήματα, μετέφερε τη συζήτηση τους στο μέλλον.
Σήμερα, 25 χρόνια μετά, όλοι ξέρουμε ότι το Όσλο απέτυχε οικτρά. Τότε όμως οι σκεπτικιστές αποτελούσαν μειοψηφία καθώς η συμφωνία κάθε άλλο παρά στο πόδι συντάχθηκε. Αν διαβάσει κανείς λεπτομερώς τα κείμενα θα δει πως οι ομάδες εργασίας έκαναν όντως πολλή και καλή δουλειά. Το πρόβλημα όμως εντοπιζόταν στην αρχιτεκτονική της συμφωνίας που, όπως και οι σύμβουλοι του Τραμπ σήμερα, εστίαζε στην οικονομία. Με την πίστη ότι η οικονομική ανάπτυξη και πρόοδος θα έδινε τέλος στα πάθη και τις αντιθέσεις δεκαετιών, οι εμπνευστές του Όσλο άφησαν σε δεύτερη μοίρα αυτά που είχαν προκαλέσει τη μακρόχρονη διένεξη. Η συμφωνία καταρχάς άφηνε τελείως εκτός συζήτησης τα εδάφη που το 1948 συνέθεσαν το Ισραήλ. Αντίθετα η διαπραγμάτευση επικεντρώθηκε στις περιοχές που κατέλαβε ο στρατός του το 1967. Η Γάζα θα πέρναγε άμεσα στην Παλαιστινιακή Αρχή και αργότερα θα ακολουθούσε ένα τμήμα της Δυτικής Όχθης. Το δυστύχημα όμως ήταν πως όχι μόνο μετατέθηκε στο μέλλον η συζήτηση για τους πρόσφυγες και την Ιερουσαλήμ, αλλά και το ότι δεν πάρθηκε μια γενναία απόφαση για τους εποικισμούς.
Πολλοί αποδίδουν την αποτυχία του Όσλο στο κύμα επιθέσεων της Χαμάς και την πρώτη εκλογή Νετανιάχου στην πρωθυπουργία. Όμως αυτή η οπτική απλά συγχέει το αίτιο με το αιτιατό. Αυτό που κυρίως προδιέγραψε την αποτυχία του Όσλο ήταν η αδυναμία να συμφωνηθεί η εκκένωση των εποικισμών της Γάζας και η σύμπτυξη των αντίστοιχων της Δυτικής Όχθης σε δύο ή τρία μεγάλα συγκροτήματα. Αν είχε παρθεί μια τέτοια πρωτοβουλία, τότε οι Παλαιστίνιοι θα βίωναν μια απτή και άμεση διαφορά στην καθημερινότητα τους που θα έδινε στην ειρηνευτική διαδικασία μια εντελώς διαφορετική δυναμική. Η ιστορία όμως ποτέ δεν γράφεται με «αν» γι’ αυτό και τελικά η χειραψία της Ουάσιγκτον δεν έγραψε ιστορία.