Του Κώστα Εφήμερου

Η Ελλάδα δεν έχει το προνόμιο της διαπλοκής. Τα πρόσφατα σκάνδαλα σε Αγγλία και Ιταλία αποδεικνύουν περίτρανα του λόγου το αληθές. Τα ΜΜΕ, όπως και όλες οι βιομηχανίες, συγκεντρώνονται σιγά-σιγά σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη περισσότερο: στους ολιγάρχες. Έτσι συμβαίνει στην Αμερική, έτσι συμβαίνει στη Μεγάλη Βρετανία, στην Γαλλία, στην Ισπανία και φυσικά έτσι συμβαίνει και στη χώρα μας.

Σύμφωνα με την παγκόσμια κατάταξη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) η χώρα μας το 2013 βρέθηκε στην 99η θέση, αλλά δεν είμαστε μόνοι. Μόνο 4 θέσεις πάνω από την Ελλάδα βρίσκονται οι ΗΠΑ παρόλο που διαθέτουν θεωρητικά ένα από τα καλύτερα νομικά πλαίσια για την προστασία του Τύπου.

Τα 284.790 φύλλα που «έχασαν» τα τελευταία δύο χρόνια οι ελληνικές εφημερίδες (ρεπορτάζ από το typologies.gr) δεν αποτελούν ρεκόρ ούτε καν στην Ευρώπη. Η δραματική πτώση των κυκλοφοριών στη Γαλλία οδήγησαν την προηγούμενη κυβέρνηση να επιδοτεί την αγορά εφημερίδων στους νέους. Αντίστοιχη είναι η εικόνα σε Αγγλία, Ισπανία, Ολλανδία και αλλού.

Το παραδοσιακό μοντέλο της ενημέρωσης καταρρέει εδώ και χρόνια σε όλο τον δυτικό κόσμο. Υπάρχει όμως μια σημαντική ποιοτική διαφορά που κάνει την Ελλάδα να ξεχωρίζει ανάμεσα στις άλλες αγορές: Ακόμα και σε χώρες με ανεπτυγμένα κυκλώματα διαπλοκής οι εφημερίδες παράγουν το 83% των βραβευμένων ερευνητικών ρεπορτάζ. Οι «δεινόσαυροι» του χώρου (NYT, The Guardian, Reuters, Associated Press κ.λπ.) συνεχίζουν να επενδύουν προσφέροντας ειδικές θέσεις ερευνητών δημοσιογράφων. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται διακρατικά ινστιτούτα και οργανώσεις ερευνητικής δημοσιογραφίας με στόχο την αποκάλυψη «παγκοσμιοποιημένων σκανδάλων», όπως το Offshore Leak που προκάλεσε πέρυσι αναταραχές σε μια ντουζίνα κυβερνήσεις (όχι στη δική μας, παρόλο που στην ομάδα των ΜΜΕ συμμετείχαν και ΤΑ ΝΕΑ).

Στην Ελλάδα όμως η κρίση δημιούργησε ένα βίαιο σκηνικό μεταβάλλοντας το κέντρο βάρους του τριγώνου της διαπλοκής. Μέχρι σήμερα η πολιτική εξουσία διατηρούσε σχέσεις αμφίδρομης εξάρτησης με τους εκδότες. Οι πολιτικοί ήταν αυτοί που μοίραζαν τα δημόσια έργα και οι εκδότες ανέπτυσσαν παράλληλες δραστηριότητες για να λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα. Σε αυτή την εξίσωση οι τράπεζες ήταν απλά ο μοχλός ανάπτυξης της διαπλοκής. Οι τράπεζες λειτουργούσαν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον που είτε εγγυόταν τα μελλοντικά τους κέρδη είτε προσέφερε ασυλία στην περίπτωση απωλειών. Η τετραετής οικονομική κρίση όμως προκάλεσε τεράστιες ζημιές στους δύο βασικούς πυλώνες της διαπλοκής. Το πολιτικό σκηνικό άλλαξε σε τέτοιο βαθμό τις ισορροπίες (προκαλώντας σχεδόν την εξαφάνιση του ΠΑΣΟΚ) που η πολιτική εξουσία δεν μπορεί πλέον να προσφέρει απόλυτη ασυλία ούτε στους εκδότες, ούτε στους ευφάνταστους τραπεζίτες. Οι εκδότες βρέθηκαν επίσης βαρύτατα υπερχρεωμένοι, οπότε κανένα καθιερωμένο ΜΜΕ αυτή τη στιγμή δεν είναι βιώσιμο. Ακόμα και οι ορκωτοί λογιστές που υπογράφουν τους ισολογισμούς τους αναγκάζονται πλέον να σημειώνουν το ουσιαστικό αδιέξοδο φοβούμενοι την φυλακή. Στη νέα μιντιακή πραγματικότητα οι τράπεζες έχουν πλέον αναβαθμισμένο ρόλο. Διαπλέκονται στα ίσια με τους πολιτικούς και τους εκδότες προκειμένου να δημιουργηθεί το νέο δίχτυ ασφαλείας που θα τους κρατήσει όλους μακριά από τα σίδερα του Κορυδαλλού. Έτσι τα «δεσμά της δημοσιογραφίας» έγιναν από δύο τρία και ως εκ τούτου η θηλιά έσφιξε ακόμα περισσότερο στο λαιμό των λειτουργών της. Ενώ, λοιπόν, στον υπόλοιπο κόσμο η συζήτηση για τη νέα πολιτεία της δημοσιογραφίας περιστρέφεται γύρω από τα οικονομικά μοντέλα, στην Ελλάδα το μέλλον της αποφασίζεται σε κλειστά meeting rooms.

Πρόσφατα δημιουργήθηκε μια νέα σύμπραξη μεταξύ των ιδιοκτητών διαδικτυακών ΜΜΕ με στόχο την δημιουργία ενός «νέου νομίσματος». Πρόκειται για τους ίδιους ολιγάρχες που προετοιμάζουν το έδαφος για να εισπράξουν τα χρήματα της διαφήμισης, πετώντας έξω όποιον δεν είναι «δικός τους». Οι αναβαπτισμένοι «νέοι» εκδότες επιχειρούν να μοιράσουν την πίτα δημιουργώντας ένα δικό τους σύστημα καταμέτρησης της επισκεψιμότητας λες και τα παγκόσμια αντίστοιχα συστήματα (όπως το google analytics) δεν επαρκούν. Και -φυσικά- το νέο αυτό σύστημα θα βασίζεται σε έναν κώδικα στον οποίο δεν θα έχει πρόσβαση κανένας.

Η πτώση της ελευθερίας του Τύπου σε μια κοινωνία που μαστίζεται από πρωτοφανή οικονομική κρίση δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανένα. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι συντριπτικά. Ωστόσο αυτό που επιχειρείται στην Ελλάδα είναι μοναδικό.

Σχεδόν από όπου πέρασε το ΔΝΤ τα τελευταία 30 χρόνια δημιουργήθηκαν νέα ΜΜΕ που κατάφεραν να ορθοποδήσουν μέσα από τις στάχτες της κρίσης. Στη χώρα μας όμως οι «εναλλακτικές» προσπάθειες δεν δείχνουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν χωρίς συμβιβασμούς και απώλειες. Ακόμα και τα πιο πετυχημένα παραδείγματα, όπως τα περιοδικά HOT DOC και UNFOLLOW, η EΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, τα διαδικτυακά TVXS, KOUTIPANDORAS, ή, αν μου επιτρέπετε, και το THEPRESSPROJECT δεν έχουν καθιερωθεί στην συνείδηση της πλειοψηφίας του κόσμου ως το νέο mainstream ή έστω ως ένας νέος πυλώνας αντικειμενικής ενημέρωσης.

Η ραδιοφωνική ΕΛΛΗΝΟΦΡΕΝΕΙΑ σε ένα απόσπασμά της αναφέρει ότι «για να αλλάξει κάτι στη χώρα πρέπει πρώτα να αλλάξουμε λαό». Και είναι αλήθεια ότι ζητάμε πολλά από έναν λαό όταν τον προκαλούμε να αναλάβει μόνος του όσα δεν κατάφεραν αυτοί που θα έπρεπε. Ωστόσο, αν κανένας μας δεν συζητήσει σοβαρά για το μέλλον της δημοσιογραφίας πολύ φοβάμαι ότι η Ελλάδα θα προσφέρει ακόμα ένα μοντέλο καταπίεσης στα χέρια των οραματιστών της νέας φιλελεύθερης παγκόσμιας πραγματικότητας.

Υπάρχει βέβαια και η λύση να το κάνουμε όλοι μαζί, αλλά αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να συζητήσουμε όταν, με το καλό, επιστρέψετε από τις διακοπές σας.