Ρεπορτάζ της Ηλιάνας Ζερβού & της Νεκταρίας Ψαράκη

Πριν από 4 χρόνια, τη νύχτα της 22ας Οκτωβρίου 2021, ο 18χρονος Νίκος Σαμπάνης «πλήρωσε» με τη ζωή του το ότι βρισκόταν σε ένα αμάξι που δεν σταμάτησε σε σήμα της αστυνομίας, ή απλά το ότι ήταν Ρομά. 7 αστυνομικοί «γάζωσαν» με 36 σφαίρες ένα αμάξι με νεαρούς, άοπλους Ρομά μέσα σε κατοικημένη περιοχή. 4 χρόνια μετά η υπόθεση δεν έχει πάει ακόμα στο ακροατήριο, ενώ οι αστυνομικοί συνεχίζουν να βρίσκονται στις υπηρεσίες τους και να εργάζονται για την «ασφάλεια» μας. Στο 3ο ΘΕΜΑ επικοινωνούμε με τη δικηγόρο της οικογένειας, Αλεξάνδρα Καραγιάννη, για το που βρίσκεται η υπόθεση από πλευράς «Δηκεοσύνης».

Βρισκόμαστε στο σημείο, όπου η εισαγγελέας Πρωτοδικών έχει προτείνει προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά να καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου επτά αστυνομικοί για το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά συρροή και κατά συναυτουργία και για απόπειρα ανθρωποκτονίας των δύο φίλων του ανηλίκων Ρομά, διότι εκείνοι δεν πέθαναν από τύχη.

Αρχικά, η κα. Καραγιάννη τονίζει ότι σημαντική παράλειψη από τη δικογραφία αποτελεί η απουσία διερεύνησης του ρατσιστικού κινήτρου. «Οι αστυνομικοί που καταδίωκαν το όχημα γνώριζαν εξ αρχής ότι ήταν όχημα στο οποίο επέβαιναν άτομα Ρομά. Είναι ο πρώτος δείκτης που μας δείχνει ότι ενδέχεται να έχουμε εκεί ένα ρατσιστικό κίνητρο, το οποίο θα έπρεπε αρχικά να διερευνηθεί, να ενταχθεί δηλαδή στη διερεύνηση και στη δικογραφία» σημειώνει και συμπληρώνει ότι παρά τα αιτήματα των συνηγόρων, το ρατσιστικό κίνητρο δεν ερευνήθηκε καν.. «Δεν λέμε ότι δεδομένα είναι ένα ρατσιστικό έγκλημα, αλλά υπάρχουν πάρα πολλοί δείκτες προκατάληψης που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να διερευνηθεί» μας λέει.

«Κάθε χρόνο και μία δολοφονία Ρομά – Ήταν πυροβολισμοί εξουδετέρωσης»

Ο Νίκος Σαμπάνης ήταν ο πρώτος Ρομά που δολοφονήθηκε από αστυνομικούς τα τελευταία χρόνια αλλά, δυστυχώς, όχι ο τελευταίος. Ακολούθησαν ο 16χρονος Κώστας Φραγκούλης που δολοφονήθηκε για «χρέος» 20 ευρώ σε βενζινάδικο και ο Χρήστος Μιχαλόπουλος πυροβολήθηκε επίσης επειδή δεν σταμάτησε σε αστυνομικό σήμερα. Η κα. Καραγιάννη μας μιλάει για ένα κοινό μοτίβο. «Κάθε χρόνο και μία δολοφονία Ρομά και μάλιστα ατόμου με το ίδιο προφίλ, δηλαδή νεαρό αγόρι, ανήλικος ή κοντά στο όριο της ανηλικότητας, με το ίδιο μοτίβο απείθεια, καταδίωξη, ισχυρισμός για εμβολισμό και σφαίρες που προκαλούν τον θάνατο. Άρα εδώ μιλάμε για ένα μοτίβο ουσιαστικά αστυνομικής βίας και μετά ακολουθεί πάντα η συγκάλυψη» περιγράφει.

Σχολιάζει ακόμα ότι «ήταν ξεκάθαρα πυροβολισμοί εξουδετέρωσης, ούτε ακινητοποίησης, ούτε τίποτα τέτοιο, όπως ειπώθηκε». Υπενθυμίζει ότι οι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν ότι τραυματίστηκαν, ενώ στο ηχητικό που δόθηκε στη δημοσιότητα ακούγεται ένας από τους αστυνομικούς να διαβιβάζει στο κέντρο ότι δεν έχει χτυπηθεί κανένας αστυνομικός». Επίσης, υπήρχε ο ισχυρισμός περί άμυνας, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν αποδεικνύεται, γιατί από όλο το περιστατικό, όπως είπα και πριν, φαίνεται ότι οι νεαροί προσπαθούν απλά να διαφύγουν. «Το μόνο διαπιστωμένο αδίκημα που υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή που οδήγησε σε αυτή τη μανία καταδίωξης και θανάτωσης, τελικά ήταν η απείθεια, δηλαδή το ότι δεν σταμάτησαν σε ένα σήμα ελέγχου» υπογραμμίζει ακόμα.

Παραλείψεις και συγκάλυψη – Στις υπηρεσίες τους οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί

Μάλιστα, σημειώνει ότι τα περιστατικά αστυνομικής βίας κατά Ρομά με το συγκεκριμένο μοτίβο συνεχίζονται, απλά δεν έχουμε νέους νεκρούς, ακόμα. «Τα θύματα θα μπορούσαν να είναι πολλά περισσότερα. Υπάρχουν περιστατικά τα οποία τα έχουμε καταγράψει και με ανήλικους, ξανά με το ίδιο μοτίβο απείθεια, καταδίωξη, πυροβολισμός κτλ.» αναφέρει χαρακτηριστικά. Τονίζεται ότι το πειστήριο του εγκλήματος, το αμάξι που «γαζώθηκε» από 36 σφαίρες επιστράφηκε μετά από 4 μέρες στον ιδιοκτήτη του, χωρίς να γίνει η απαραίτητη έρευνα, για παράδειγμα να αποδειχθεί ότι ο Νίκος Σαμπάνης δεν ήταν ο οδηγός του οχήματος, όπως διακινήθηκε αμέσως μετά στα μέσα ενημέρωσης.

«Αυτά λοιπόν τα στοιχεία όλα τα επισημάναμε στην ανακρίτρια που χειριζόταν την δικογραφία. Όταν η υπόθεση πήγε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αυτό ευτυχώς έλαβε υπ όψιν αυτά τα αιτήματα, είδε τις παραλείψεις και έστειλε την υπόθεση ξανά πίσω στην κύρια ανάκριση. Άνοιξε δηλαδή ξανά την υπόθεση, ώστε να υπάρξουν συμπληρωματικές ενέργειες από την ανακρίτρια που χειριζόταν την υπόθεση» μας ενημέρωσε η δικηγόρος.

Οι επτά αστυνομικοί που σκότωσαν τον Σαμπάνη εξακολουθούν να είναι στο αστυνομικό σώμα. «Ναι, είναι στις υπηρεσίες τους. Δεν τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, το οποίο μας κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση γιατί βλέπουμε ότι τίθενται σε διαθεσιμότητα καθημερινά αστυνομικοί για πολύ πιο απλά πράγματα και σε αυτή την περίπτωση δεν τέθηκαν, προφανώς διότι, λέω εγώ, δεν ήθελαν να τους στιγματίσουν ως φταίχτες ότι φέρουν την ευθύνη για αυτό το οποίο συνέβη» ερμηνεύει ακόμα η κα. Καραγιάννη. Επισημαίνει, επίσης, ότι το γεγονός πως δεν ήταν ένας αλλά επτά αστυνομικοί που «χειρίστηκαν» έτσι την υπόθεση μας δείχνει ακριβώς ότι το πρόβλημα με την αστυνομική βία είναι συστημικό.

«Αν οι Ρομά αποφάσιζαν να καταγγέιλουν τα όσα συμβαίνους σε βάρος τους θα έπρεπε να φτιάξουμε νέα δικαστήρια για να χωρέσουμε τις υποθέσεις»

Έτσι καλεί τον κόσμο να κάνει την δικαστική υπόθεση για τη δικαίωση του Νίκου Σαμπάνη δική του υπόθεση, τονίζοντας ότι μπορούν με την κινητοποίηση τους να επηρεάσουν το αποτέλεσμα. Η κα. Καραγιάννη είναι επίσης Ρομά και τη ρωτάμε πως η κοινότητα βιώνει αυτές τις δολοφονίες Ρομά από αστυνομικούς. Πολύ συνοπτικά περιγράφει τις τεράστιες επιπτώσεις των ρατσιστικών εγκλημάτων για την κοινότητα: «Το ρατσιστικό έγκλημα έχει ιδιαίτερη ηθική απαξία, γιατί δεν επηρεάζει μόνο το άτομο που δέχεται τη διάκριση, το έγκλημα, τη βία. Γιατί όταν ένας άνθρωπος δέχεται επίθεση με τον οποιονδήποτε τρόπο, επειδή είναι Ρομά, απειλείται κι ένας Ρομά που δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση που μπορεί να είναι πολύ μακριά από το περιστατικό, να μην έχει καμία γενικότερα σχέση γιατί πιστεύει ότι μπορεί ανά πάσα ώρα και στιγμή να δεχθεί κι εκείνος επίθεση, ακριβώς επειδή είναι Ρομά. Μόνο δηλαδή του γεγονότος ότι φέρει αυτή την ταυτότητα.»

Στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης οι Ρομά αναφέρονται καθημερινά στις στήλες με τα αστυνομικά ρεπορτάζ, διαμορφώνοντας μια εικόνα ότι όπου ζουν ανθίζει η «παραβατικότητα». Αντίθετα η δικηγόρος κλείνει με μία συγκλονιστική τοποθέτηση: «Εάν οι Ρομά αποφάσιζαν να καταγγείλουν όλα αυτά τα οποία συμβαίνουν εις βάρος τους, διακρίσεις, ρατσιστικό έγκλημα κτλ κτλ. Πιστέψτε με, τα δικαστήρια δεν θα ήταν απλώς γεμάτα. Θα έπρεπε να φτιάξουμε καινούρια για να χωρέσουμε όλες αυτές τις υποθέσεις. Εάν καταγγέλλονται όλες καθημερινά, γιατί υπάρχουν τόσες διακρίσεις εις βάρους τους, που δεν θα τις χωρούσε κανένα δικαστήριο;».

Ανταμά Τραορέ – Νίκος Σαμπάνης: «Όταν το να δολοφονηθείς είναι σημαντικότερο από το να διαφύγεις»

Το βιβλίο «Πως λειτουργεί η αστυνομική τάξη; Ο αγώνας Ανταμά Τραορέ» της Ασά Τραορέ και της Ζοφρουά Ντε Λαγκανερί μας ταξιδεύει στη Γαλλία, όπου στις 19 Ιουλίου 2016, «ο αδελφός µου πέθανε κάτω απ’ το βάρος τριών χωροφυλάκων κι ενός συστήµατος. Πέθανε επειδή λεγόταν Ανταµά Τραορέ, επειδή ήταν µαύρος, επειδή ζούσε σε µια λαϊκή συνοι­κία. Πέθανε εξαιτίας όλων των κρατικών και κοινωνικών κατασκευών σε σχέση µε τις λαϊκές συνοικίες κι αυτά τ’ αγόρια. Όλο αυτό είναι που θέλουµε ν’ αλλάξουµε», όπως αναφέρει η αδελφή του και συγγραφέας του βιβλίου.

Γαλλία και Ελλάδα, μοιάζουν και διαφέρουν. Αφενός, επειδή οι αρχές έχουν επιδοθεί – με σκοπό να αποδείξουν το έργο τους – σε ένα ταξικό κυνήγι, το οποίο ονομάζουν «κυνήγι της εγκληματικότητας», ενώ στην πραγματικότητα είναι μία ωμή στοχοποίηση των ευάλωτων ομάδων, όπου αν διαφύγεις ενός αστυνομικού σήματος για εξακρίβωση στοιχείων, ή αν φύγεις από βενζινάδικο (υπόθεση Φραγκούλη) χωρίς να πληρώσεις, πρέπει να το πληρώσεις με τη ζωή σου – η οποία ουδόλως μετράει. Αφετέρου διότι όπως εξηγεί στην εκπομπή μας η εγκληματολόγος, ερευνήτρια στο CELCS, συγγραφέας και μεταφράστρια του βιβλίου, οι δύο χώρες δε μοιάζουν, ούτε στο μέγεθος της βίας των αρχών, αλλά ούτε και στο κίνημα, αφού τουλάχιστον για τον Τραορέ σηκώθηκε ένα κύμα αγώνα, ενώ για τον Σαμπάνη, το Μιχαλόπουλο και τον Φραγκούλη δε βλέπουμε πλέον ούτε επετειακές αναρτήσεις στα social.

Ένα απόσπασμα του βιβλίου φέρνει στη μνήμη την ερώτηση: Ένα κλεμμένο αυτοκίνητο άξιζε τόσο όσο να γαζωθεί και το ίδιο το τόσο πολύτιμο αυτοκίνητο που έπρεπε πάση θυσία να καταδιωχθεί, αλλά και το κορμί του Ν. Σαμπάνη με 36 σφαίρες; Η πράξη της κλοπής αξίζει να πληρωθεί με την αφαίρεση της ζωής; Γιατί θέλει η αστυνομία πάση θυσία, να συλλάβει κάποιον, έως και να τον εξουδετερώσει, που δεν είναι επικίνδυνος.

Διαβάζουμε:

Ο κόσμος αναρωτιέται συχνά γιατί τόσοι νεαροί τρέπονται σε φυγή όταν εμφανίζεται η αστυνομία. Διεξάγεται έλεγχος στοιχείων. Η απάντηση είναι απλή. Για να αποφύγουν τη σύλληψη, εξαιτίας της ενδεχόμενης τέλεσης ενός αδικήματος ήσσονος σημασίας ή για να αποφύγουν την κακοποίηση. Ένα διάσημο πλέον σύνθημα στη Γαλλία, λέει ο Τεό και ο Άνταμ, μας θυμίζουν γιατί έτρεχαν Οζιέ και Μπούνα. Το ερώτημα όμως που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τι διακυβεύεται σε αυτές τις επαφές με την αστυνομία είναι γιατί η αστυνομία τους καταδιώκει. Γιατί η αστυνομία θέλει πάση θυσία, σε βαθμό απελπισίας να συλλάβει κάποιον που δεν είναι επικίνδυνος, να συλλάβει κάποιον που απλώς τρέχει, αναγκάζοντας μερικές φορές αυτά τα άτομα να προβούν σε πράξεις υψηλού κινδύνου για το τίποτα. Συχνά για αδικήματα που δεν επιφέρουν σύλληψη, όπως η οδήγηση χωρίς κράνος. Γιατί δεν τους αφήνει να διαφύγουν; Γιατί η σύλληψη είναι πιο σημαντική από το να επιτραπεί η φυγή. Ο Αντάμα Τραορέ δεν είχε κάνει τίποτα. Δεν τον αναζητούσε η αστυνομία όταν κάποιος τρέπεται σε φυγή. Οι δυνάμεις καταστολής προτιμούν να κάνουν τα πάντα για να μην τους ξεφύγει, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα τον σκοτώσουν ή ότι θα σκοτωθεί ή τραυματιστεί. Φτάνουν μέχρι του σημείου να πυροβολούν πισώπλατα άτομα που εξ ορισμού δεν ήταν απειλητικά.

«Η αστυνόμευση σε σχέση με την εγκληματικότητα διέπεται από έναν σαφέστατα ταξικό και ενδεχομένως φυλετικό κριτήριο»

Η κ. Τσουκαλά στην αρχή της συζήτησης θυμίζει ότι η πρακτική ακινητοποίησης που χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους αστυνομικούς, με τρεις από αυτούς να πέφτουν πάνω στο σώμα του Ανταμά Τραορέ – βάρος που έφτασε τα 250 κιλά – πιέζοντας το λαιμό του με τα γόνατα με αποτέλεσμα να τον σκοτώσουν μέσω της ασφυξίας, είναι η ίδια τεχνική που δολοφόνησε και τον Τζορτζ Φλόιντ στις ΗΠΑ, και η οποία απαγορεύεται σε πολλές χώρες.

Ρωτήσαμε την κ. Τσουκαλά, αν όλη αυτή βαρβαρότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία, εν τέλει πετυχαίνει τουλάχιστον το σκοπό της. Μειώνει την εγκληματικότητα; «Όχι», δηλώνει κατηγορηματικά.

«Η αστυνόμευση σε σχέση με την εγκληματικότητα διέπεται από έναν σαφέστατα ταξικό και ενδεχομένως φυλετικό κριτήριο. Δηλαδή πάρα πολλές μορφές εγκληματικότητας που τελούνται ανεξαρτήτως σοβαρότητας, που τελούνται από λευκά άτομα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, παραμένουν συνειδητά ανεξέλεγκτες. Είτε γιατί δεν γίνονται προληπτικοί έλεγχοι, παραδείγματος χάριν, στα βόρεια προάστια της Αθήνας για τη διακίνηση ναρκωτικών ή και κατοχή ή οτιδήποτε σε σχέση με τα ναρκωτικά. Αναφέρω ενδεικτικά, είτε διότι γνωρίζει ή υποπτεύεται η αστυνομία για βαριά εγκλήματα, τα οποία τελούνται από άτομα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και αδρανεί και ούτω καθεξής. Από τη στιγμή όμως που οφείλει να δείξει ότι παράγει έργο, εστιάζει εκεί μπαίνει το ταξικό κριτήριο στους οικονομικά ευάλωτους και κατά μεγίστη προτίμηση στην Ελλάδα, είτε στους μετανάστες και αιτούντες άσυλο, είτε στους Έλληνες, κοινώς στους Ρομά», προσθέτοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο βλέπουμε ότι νομοτελειακά αυξάνεται και ο αριθμός των συλλήψεων, των διώξεων, των φυλακίσεων και ενδεχομένως της τελικής καταδίκης, με αποτέλεσμα οι στατιστικές εκ των υστέρων να επιβεβαιώνουν την αρχική εντύπωση ότι αυτός ο υπερπληθυσμός τείνει προς την εγκληματικότητα και ότι οδηγούμαστε σε ένα φαύλο κύκλο.

Το σημαντικό δεν είναι η ετικέτα «ρατσισμός», αλλά η ικανότητα να αναγνωρίζεται η συμπεριφορά 

Ξεχωρίζουμε ένα άλλο απόσπασμα του βιβλίου, όπου η Άσα Τραορέ ρωτάται γιατί δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «ρατσισμός» στη διήγησή της. Απαντά λοιπόν ότι θέλει οι άνθρωποι όταν περιγράφει το βίωμά της να μπορούν να το αναγνωρίσουν, χωρίς να το πει η ίδια.

«Αυτό το σημείο είναι πάρα πολύ σημαντικό, διότι η συζήτηση που αναφέρεται μετά στο βιβλίο θίγει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα του εάν έχει ο μέσος πολίτης τα στοιχειώδη αντανακλαστικά να αντιληφθεί τι είναι αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια του, χωρίς να ακούσει την ετικέτα από έξω», σχολιάζει η κ. Τσουκαλά.

Στο βιβλίο ακόμη τονίζεται ότι και οι ίδιοι οι αστυνομικοί αδυνατούν να αναγνωρίσουν τη ρατσιστική από τη μη ρατσιστική συμπεριφορά. «Έρευνες και μελέτες που έχουν γίνει έχουν δείξει ότι τα σεμινάρια εκπαίδευσης των αστυνομικών στο εξωτερικό στα θέματα ρατσισμού και ξενοφοβίας τελικά δεν αποδίδουν αποτελέσματα, για τον πολύ απλό λόγο ότι τελικά ο κάθε αστυνομικός τείνει να ενστερνιστεί την κυρίαρχη κουλτούρα του επαγγέλματός του, προκειμένου να γίνει αποδεκτός από τους συναδέλφους του, με τους οποίους ουσιαστικά μοιράζεται όλο τον εργασιακό του χρόνο. Επομένως, ακόμα και αν έχει εισχωρήσει η γνώση περί ρατσισμού, τελικά αυτή περιθωριοποιείται εάν δεν απορρίπτεται λόγω ιδεολογίας του αστυνομικού, με αποτέλεσμα τελικά σε βάθος χρόνου να μην βλέπουμε αισθητή διαφορά στην αντιμετώπιση αν θέλετε των μη λευκών πολιτών ή ατόμων. Πραγματικά δυσκολεύονται να αντιληφθούν πότε παραβιάζουν το νόμο», εξηγεί.

Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στη Γαλλία, οι υποθέσεις βίας σε βάρος ευάλωτων ομάδων αρχειοθετούνται. «Αυτό είναι ένα από τα σημεία που οι δύο χώρες είναι απολύτως συγκρίσιμες».

Ούτε στις επετείους πια…

Συζητήσαμε με την κ. Τσουκαλά και το ζήτημα της κινηματικής αδράνειας – ιδίως όταν πρόκειται για δολοφονίες Ρομά από αστυνομικούς, κάτι το οποίο δυστυχώς προδίδει εσωτερικευμένο αντιτσιγγανισμό. Σαν οι Ρομά να μη θεωρούνται δικά μας παιδιά.

«Μία από τις διαφορές όσον αφορά τις δυο κοινωνίες είναι ότι η γαλλική κοινωνία έχει συνείδηση του γεγονότος ότι είναι ρατσιστική. Η ελληνική κοινωνία, κυρίως από το αριστερό, ακροαριστερό και αναρχικό φάσμα, αρνείται αυτό το χαρακτηρισμό. Το ζήτημα είναι ότι είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά φέτος που δεν είδα καμία αναφορά χθες στο ότι ήταν η επέτειος του θανάτου του Νίκου Σαμπάνη. Ειδικά στα media, τα οποία έχουν μία ιδιαίτερη λαγνεία θα έλεγα στις επετείους. Και ξέρετε πέρυσι τότε πέθανε σαν σήμερα πέθανε ο τάδε, η τάδε. Καμία μνεία, όπως και πέρυσι, ούτε στα ΜΜΕ είδα κάποια μνεία. Χρειάζεται να το αναλύσω περαιτέρω. Νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα. Ως προς τον ανομολόγητο διάχυτο ρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας. Να θυμίσω και κάτι άλλο, εξίσου δυσάρεστο. Ο αντιφασισμός πυροδοτήθηκε στην Ελλάδα όταν δολοφονήθηκε ο δικός μας ο Παύλος Φύσσας. Όσο η Χρυσή Αυγή δολοφονούσε μετανάστες. Ε, εντάξει, δεν υπήρξε καμία μαζική αντίδραση, νομίζω και δεν την αντιλήφθηκα», εξηγεί.

«Ούτε για 20 ευρώ βενζίνη» 

«Αν περπατώ πολύ γρήγορα, η αστυνομία νομίζει ότι απομακρύνομαι από τον τόπο τέλεσης ενός αδικήματος. Αν περπατώ πολύ αργά, η αστυνομία νομίζει ότι ανιχνεύω το χώρο για να διαπράξω ένα αδίκημα. Εάν σταθώ για λίγο σε έναν δρόμο, η αστυνομία νομίζει ότι διακινώ ναρκωτικά. Κάθε συμπεριφορά κωδικοποιείται ως ύποπτη και με εκθέτει σε βίαιη σύλληψη». 

Και με αυτή τη μαρτυρία του συγγραφέα Garnette Cadogan καλωσορίσαμε στο The Press Project τον δημοσιογράφο και δάσκαλο στο ΚΔΑΠ Δήμου Δέλτα, Σπύρο Μπάκα. Ο Σπύρος είναι Ρομά και κατάγεται από τον Δενδροπόταμο. Προτιμά τον όρο «τσιγγάνος» γιατί όπως λέει «εμείς δεν είμαστε ευρωπαϊκή μειονότητα, είμαστε Έλληνες πολίτες, αλλά και το Ρομά που είναι όρος ομπρέλα δεν είναι λάθος». Ο Σπύρος εργάζεται ως δάσκαλος στο συγκεκριμένο ΚΔΑΠ σε παιδιά Ρομά, σε μία περιοχή η οποία τραυματίστηκε από τη δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη.

«Η αστυνομική βία υπάρχει καθημερινά στη ζωή μας ως Έλληνες πολίτες, και πόσο μάλλον ως Ρομά, που κάποιος συνομήλικός μου έχασε τη ζωή του για 20 ευρώ βενζίνη. Δεν μπορώ να το διανοηθώ ούτε εγώ ούτε κανένας από εμάς», αναφέρει και εξιστορεί τα όσα συνέβησαν το βράδυ της δολοφονίας.

«Γινόταν ένα γλέντι στην περιοχή και ο Κώστας έπρεπε να πάει από την περιοχή του κάπου στη Θεσσαλονίκη να αγοράσει περισσότερο γιατί κάτι χρειαζόντουσαν, νομίζω αναψυκτικά και έπρεπε να κατεβεί στη Θεσσαλονίκη να τα πάρει. Έβαλε βενζίνη από ένα βενζινάδικο έξω από τον οικισμό όπου τον ήξερε ο υπάλληλος και αυτόν και τον πατέρα του και γενικά όλα τα παιδιά από εκεί γνωρίζονται με τον υπάλληλο. Το παιδί δεν πλήρωσε, αλλά για κακή του τύχη εκεί ήταν κάποιοι αστυνομικοί και είδαν το περιστατικό. Ο υπάλληλος είχε πει ότι δεν θέλω παιδιά να γίνει κάτι, γνωρίζω τον πατέρα του. Θα πάρω εγώ τα λεφτά μου αύριο. Παρόλα αυτά αυτοί επειδή αντιλήφθηκαν ότι το παιδί είναι Ρομά άρχισε η καταδίωξη», περιγράφει ο Σπύρος, εξηγώντας πώς ο Κώστας Φραγκούλης δολοφονήθηκε. Τελικά ούτε για 20 ευρώ βενζίνη.

Ιστορίες από τον Δενδροπόταμο: Σωματικοί έλεγχοι σε κοινή θέα έως και τέσσερις φορές τη μέρα, ειρωνεία, υποτίμηση, απειλές, αποκλεισμός από τη δουλειά ή το σχολείο

Ο Σπύρος εξηγεί ότι η κοινότητα των Ρομά φοβάται την αστυνομική συμπεριφορά. «Μπορώ να μιλήσω για την περιοχή την δική μου εκεί στον Δενδροπόταμο. Ενώ μας γνωρίζουν, και μένα προσωπικά γιατί έχω κάνει και διαμεσολάβηση στην αστυνομία, έχουμε φτιάξει και την μακέτα του Αστυνομικού Μεγάρου, έχω βραβευτεί από την αστυνομία, αλλά και για τις επιδόσεις μου στην ρομποτική ομάδα όπου έφτασα μέχρι την Αμερική σε παγκόσμιο διαγωνισμό. Επομένως είμαι ένας γνώριμος κάτοικος της περιοχής. Παρόλα αυτά μας σταματάνε, μας μιλάνε με ειρωνεία και κυρίως μας κάνουν έλεγχο όλες οι ομάδες ΔΙΑΣ, περιπολικά, τα ΟΠΚΕ κλπ. Μπορούν να φτάσουν ακόμα και σε τρεις και τέσσερις ελέγχους την ημέρα. Μας  διαλύουν το αυτοκίνητο ή μας κάνουν να νιώθουμε πάρα πολύ άσχημα ψυχολογικά, γιατί πολλές φορές αυτοί οι έλεγχοι γίνονται και με σωματικό έλεγχο μπροστά σε άλλους και είναι πάρα πολύ άσχημο αυτό», περιγράφει.

Όλα αυτά, όπως εξηγεί, συμβαίνουν ενώ είναι πλήρως συνεργάσιμος με τη διαδικασία της εξακρίβωσης στοιχείων. Ενώ φέρει μαζί του την αστυνομική του ταυτότητα. «Αν ήταν ένας τυπικός έλεγχος, όπως πρέπει να γίνει θα ήταν νορμάλ, αλλά όταν γίνεται με ρατσιστικό σκοπό και σου μιλάνε και επιθετικά και σου λέει ότι ό, τι κι αν πεις είναι θα είμαι απέναντί σου και θα πας κρατητήριο. Κι όταν σε ακουμπάνε κιόλας χωρίς την έγκρισή σου, εκεί είναι ο μεγαλύτερος φόβος. Λες γιατί να με ακουμπήσει τώρα; Τι έχω κάνει; Ποιος είμαι;», διερωτάται.

Θυμάται μάλιστα ένα συμβάν, που δέχθηκε τόσο ρατσιστική, όσο και πολιτική στοχοποίηση. «Βγήκα από το σπίτι μου, μπήκα στο αμάξι μου στον Δενδροπόταμο. Με σταματάνε τα ΟΠΚΕ και με ρώτησαν αν μένω εδώ. Δίνω την ταυτότητά μου, το δίπλωμά μου και ένας εξ αυτών μου λέει κάπου σε γνωρίζω εσένα. Του είπα ότι λογικά κάπου θα με έχει δει διότι εκπροσωπώ την κοινότητα και έχω βραβευτεί και από το Αστυνομικό Μέγαρο. Μου απάντησε “όχι, εσύ πρέπει να είσαι βρωμοαριστερός. Εσύ δεν ήσουν υποψήφιος;”. Το γνώριζαν. Ήξεραν ποιος είμαι. Απλά ήθελαν να έρθουν και να μου δείξουν τον φασισμό τους», καταγγέλλει.

Ο Σπύρος δε γνώρισε τη διάκριση και τον ρατσισμό μόνο ως ενήλικας. Όταν αποφάσισε να πάει Λύκειο εκτός Δενδροποτάμου, διευθυντής ΕΠΑΛ του δήμου Ευόσμου – Κορδελιού τον έδιωξε κακήν κακώς μαζί με τη μητέρα του λέγοντάς του «δε θα κάνω το σχολείο μου γύφτικο τσαντίρι», βαρώντας το χέρι στο γραφείο.

«Ένιωσα πάρα πολύ άσχημα και προσπάθησα να καλέσω την αστυνομία. Παρόλα αυτά ήρθαν και άλλοι δάσκαλοι μετά από αυτό το συμβάν να μας καθησυχάσουν, να μου πάρουν ένα νεράκι και να μου πουν ότι δεν έγινε και κάτι. Μπορείς να βρεις τα πατήματά σου σε κάποιο άλλο σχολείο. Γενικά το κουκούλωσαν. Ήμουν μικρός εγώ. Φοβήθηκε και η μητέρα μου. Λέει τώρα να μην μπλέξουμε με τον νόμο γιατί εμείς είμαστε ευάλωτη ομάδα. Μπορεί εμείς να την πατήσουμε. Δεν συνέχισα σε εκείνο το σχολείο. Μία δασκάλα μου είπε μην τα παρατάς, Σπύρο. Εδώ στον Εύοσμο υπάρχει ένα άλλο ΕΠΑΛ. Θα σε δεχτούν με ανοιχτές αγκάλες και όπως έγινε», περιγράφει.

Στη συνέχεια εμπόδια ήρθαν και όταν αναζήτησε δουλειά σε γνωστό παιδότοπο της Θεσσαλονίκης. «Μόλις είπα ότι είμαι από τον Δενδροπόταμο με απέρριψαν. Επομένως θα μπορούσα και εγώ, όπως κάθε άλλο παιδί που θα βίωνε τόσες πολλές απορρίψεις, να γυρίσω στη περιοχή μου και αναγκαστικά να πέσω στην πραγματικότητα γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Παρόλα αυτά και εγώ και άλλα παιδιά δεν τα παρατάμε τόσο εύκολα. Και συνεχίζουμε», εξηγεί.

Το κλάμα της μικρής Βαρβάρας

Η αστυνομική βία τραυματίζει τα παιδιά Ρομά από μικρά. Ο Σπύρος θυμάται την ιστορία της μικρής Βαρβάρας, μαθήτριάς του στο ΚΔΑΠ Δενδροποτάμου. «Κάποια στιγμή έγινε έφοδος στο σπίτι τους από την αστυνομία και πήραν την μάνα και τον πατέρα προφυλακιστέους. Το κοριτσάκι κάποια στιγμή όταν πήγα να το παραλάβω εγώ από το σπίτι για να πάμε στο ΚΔΑΠ, είδα αστυνομία και άρχισε να κλαίει έντονα. Ήταν οι πρώτες μέρες από το συμβάν και δεν μπορούσα να την ηρεμήσω γιατί δεν ήξερα γιατί κλαίει. Και όταν καταφέραμε να μιλήσουμε μου είπε “Κύριε, φοβάμαι, θα δείρουν και εσάς”. Τη ρώτησε “ποιος θα με δείρει” και μου είπε “η αστυνομία μπήκε στο σπίτι μας, τα έσπασε όλα, έδειρε τη μαμά και τον μπαμπά και τους πήρε Δεν ήξερα πώς να καθησυχάσω αυτό το παιδί. Εκείνη την ώρα το πήρα αγκαλιά. Τα μάτια της Βαρβάρας που εκείνη την ώρα που έσταζαν εμένα μου δημιούργησαν μια εικόνα ότι εγώ θα θα πολεμάω καθημερινά για να αντιμετωπίσω αυτό, αυτό το πράγμα που γίνεται. Δεν μπορεί ένα παιδί πέντε χρονών να ζήσει αυτήν την τραγική κατάσταση. Είναι αδιανόητο», περιγράφει.

«Τα λεφτά για τα προγράμματα κοινωνικής ένταξης των Ρομά μπαίνουν, εμείς δεν τα βλέπουμε»

Ρωτήσαμε τι θα έπρεπε να γίνει από την πολιτεία για τη συμπερίληψη των Ρομά, και ο Σπύρος σχεδόν έβαλε τα γέλια. Όπως εξήγησε, παρόλο που τα λεφτά από τα προγράμματα για την κοινωνική ένταξη των Ρομά μπαίνουν στο κράτος, δεν φαίνεται κανένα έργο στις κοινότητες. «Βλέπουμε καθημερινά πως βγαίνουν διάφορα σκάνδαλα ειδικά για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση. Μήπως και τα Ρομά προγράμματα κάποια στιγμή θα μας ακουστεί ότι ήταν ένα μεγάλο σκάνδαλο και στην Ελλάδα; Γιατί παιδιά έρχονται λεφτά για την κοινωνική ένταξη και δεν τα βλέπουμε στις κοινότητες», εξηγεί.

«Όταν ένα παιδί Ρομά τα καταφέρνει η κοινωνία μένει έκπληκτη – Η έκπληξη δεν είναι κολακευτική»

Κλείνοντας, ο Σπύρος περιγράφει κάτι που εκθέτει τον εσωτερικευμένο αντιτσιγγανισμό: «Όταν ένα παιδί Ρομά καταφέρνει να σπουδάσει, να βρει μία δουλειά, να κυνηγήσει τα όνειρά του, η κοινωνία συνήθως μένει έκπληκτη. Ακούμε σχόλια όπως “αλήθεια, είναι Ρομά και σπουδάζει;” Κι όμως, αυτή η έκπληξη δεν είναι κολακευτική. Είναι ένα καθρέφτισμα του στερεότυπου που ακόμα υπάρχει. Αφήνω αυτό. Καλό είναι να σκεφτούμε όλοι γύρω μας ότι δεν πρέπει σε έναν Ρομά όταν ξεφεύγει από τα στερεότυπα να του λέμε “Αλήθεια είσαι Ρομά. Γιατί δεν είσαι μαύρος; Γιατί δεν μιλάς παράξενα; Α. Και σπούδασες. Μπράβο ρε φίλε. Είσαι το 0,001%. Όχι, δεν είμαι το 0,001%. Είμαι κι εγώ σύνολο της κοινωνίας. Είμαστε κι εμείς εδώ!».

«Και ένα τελευταίο που το συζητάμε με την παρέα μου: Μπορεί τον καφέ που παίρνεις το πρωί από τη γωνία, από το μαγαζί, όπου κι αν είσαι, αυτός που σου τον προσφέρει να είναι Ρομά!».