Λίγες μέρες πριν την έναρξη της σχολικής περιόδου ειδοποιήθηκαν οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί πού θα αναλάβουν υπηρεσία. Πολλοί εξ αυτών, διορίστηκαν χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο διαμονής τους, και κλήθηκαν σε λίγα 24ωρα να βρουν σπίτι, πολλές φορές σε περιοχές με αυξημένη τουριστική δραστηριότητα, όπου η αναζήτηση στέγης ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες μοιάζει Οδύσσεια.

Ο αντιπρόεδρος ΣΕΠΕ Ζακύνθου, Νίκος Γραμματικόπουλος, ανέφερε μιλώντας στην εκπομπή «3ο ΘΕΜΑ» του The Press Project ότι παρόλο που στη Ζάκυνθο δεν παρατηρούνται φαινόμενα με εκπαιδευτικούς να κοιμούνται στα αυτοκίνητά τους ή σε σκηνές όπως έχει συμβεί στα νησιά του Αιγαίου, «έχουμε ανθρώπους οι οποίοι αναγκάζονται να πληρώνουν με τη μέρα δωμάτια 50 και 60 ευρώ αναγκαστικά μέχρι να βρουν διαθέσιμο κατάλυμα μετά από τις 15 – 20 Σεπτεμβρίου. Οπότε, αν κάποιος αναλογιστεί λίγο το κόστος αυτό, συν το κόστος του να κλείσεις το καινούργιο κατάλυμα και να δώσεις και μία εγγύηση, φτάνουμε κοντά στις δύο δυόμιση χιλιάδες ευρώ, το οποίο είναι ένα ποσό το οποίο είναι αβάσταχτο για έναν εκπαιδευτικό, την ώρα που ο μισθός είναι περίπου στα 800 ευρώ».

Ειδικά για τους αναπληρωτές, το 50% του επιδόματος ανεργίας καταβαλλόταν σε προπληρωμένη κάρτα, με αποτέλεσμα να μην έχουν καν χρήματα στα χέρια τους.

«Φτάνουν σε σημείο να μη δέχονται τους διορισμούς τους»

«Όλο αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για τον καθένα που έρχεται άμα δεν έχει ένα backup είτε δικό του, είτε μέσω της οικογένειάς του για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα πρώτα έξοδα, ένας μεγάλος αριθμός φτάνει στο σημείο να μη δέχεται καν τον διορισμό του. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι για δύο χρόνια εκτός πινάκων. Καταλαβαίνει κανείς πόσο απελπιστική είναι η κατάσταση για κάποιον ο οποίος ουσιαστικά σπουδάζει για να εκτελέσει το λειτούργημα του εκπαιδευτικού και έχει να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο εκτός από το να διδάξει σε σχολείο», τονίζει.

Ο κ. Γραμματικόπουλος τονίζει ότι υπάρχει ανάγκη να παρθούν ουσιαστικά μέτρα για αυτή την κατάσταση, θυμίζοντας ότι υπάρχουν δήμοι οι οποίοι επιδοτούν τους εκπαιδευτικούς για να βρουν σπίτι, όπως για παράδειγμα ο Δήμος Νισύρου, ο οποίος δίνει το ποσό των 200 ευρώ στους εκπαιδευτικούς. «Ομοίως και οι Σπέτσες, και τα Κύθηρα. Όμως αυτές είναι ελάχιστες περιπτώσεις. Στη Ζάκυνθο κάνουμε κάθε χρόνο την ίδια συζήτηση. Αυτή τη στιγμή γίνονται διασκέψεις και στη Χίο και στην Κέρκυρα για το στεγαστικό. Όμως απαιτούνται λύσεις χθες. Όχι σήμερα, όχι αύριο. Είναι κάτι το οποίο κάνει τους εκπαιδευτικούς να στενάζουν. Φτάνουν σε σημείο που πραγματικά σκέφτονται αν πρέπει να συνεχίσουν το επάγγελμά τους. Στη Ζάκυνθο έχουν γίνει κάποιες προτάσεις από τον δικό μας σύλλογο των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Ζακύνθου, όπως επίσης όπως είναι η μεταστέγαση στο παλιό νοσοκομείο, το οποίο είναι εγκαταλελειμμένο, αλλά επειδή το κόστος απ ό, τι καταλαβαίνουμε είναι μεγάλο, η όλη διαδικασία μάλλον πέφτει στο κενό. Και υπάρχουν και ορισμένες άλλες λύσεις που έχουν προταθεί. Ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι ιδιώτες οι οποίοι και προς τιμήν τους έχουν προσφέρει κάποια δωμάτια, αλλά είναι λίγα, σχεδόν δωρεάν σε κάποιους εκπαιδευτικούς που έχουν ανάγκη», αναφέρει.

Η Ζάκυνθος μάλιστα, αντιμετωπίζει και ζητήματα υποδομών. «Έχουμε ένα σχολείο που πέρυσι μετά από στατική μελέτη έκλεισε. Τα παιδιά έχουν μεταφερθεί σε ένα κοντέινερ σε κοντέινερ στο χώρο ενός άλλου σχολείου. Μιλάνε για προσωρινή λύση, αλλά οι επαφές που έχω με άλλα μέρη της Ελλάδος, όπως παραδείγματος στη Σάμο, στη Χίο, μου λένε ότι τα παιδιά είναι ακόμα σε κοντέινερ μετά τον σεισμό που έγινε 5 χρόνια πριν», εξηγεί.

«Η αλληλεγγύη μας σώζει»

Το ΣΕΠΕ Ζακύνθου, ουσιαστικά προσπαθεί να μπαλώσει τα κενά που αφήνει η πολιτεία. Το 70% των νεοδιόριστων και των αναπληρωτών των 200 ατόμων που διορίζονται στο νησί προέρχονται από άλλες περιοχές της χώρας και δίνουν μάχη με το να βρουν κάπου να στεγαστούν και έρχονται σε επικοινωνία με το ΣΕΠΕ ζητώντας βοήθεια. «Είχα επικοινωνία με κάποιες κοπέλες που είχαν πελαγώσει. Προσπαθούσαν να βρουν κάποια λύση για να μπορέσουν να στεγαστούν κάπου. Τελικά τακτοποιήθηκε μέσω της αλληλεγγύης που υπάρχει μεταξύ των συναδέλφων και φιλοξενήθηκαν κάπου. Αυτό είναι που μας σώζει πια με τη σημερινή πραγματικότητα, η αλληλεγγύη. Μετά τους βοηθήσαμε με κάποιες λίστες με ενοικιαζόμενα σπίτια που υπάρχουνε και μπορέσαμε λίγο και απαλύνουμε την όλη κατάσταση για το πρώτο διάστημα. Η Ζάκυνθος δεν είναι και μικρό νησί, με αποτέλεσμα για όσους εκπαιδευτικούς δεν υπάρχει η πολυτέλεια του οχήματος, απορρίπτεται η λύση του να βγουν στην επαρχία και να βρουν σπίτι στην ύπαιθρο όπου είναι και πιο φθηνά, διότι είναι μακριά», περιγράφει.

«Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι τουρίστες»

Οι εκπαιδευτικοί μάλιστα έρχονται αντιμέτωποι και με τον κίνδυνο στην αρχή της τουριστικής περιόδου να χάσει το σπίτι του, καθώς ο σπιτονοικοκύρης θέλει να το μετατρέψει σε Airbnb. «Υπήρχαν άτομα τα οποία ουσιαστικά υπήρχε όχληση από τον ιδιοκτήτη ότι έχει κλείσει το σπίτι, δηλαδή το έχει νοικιάσει μέσω Airbnb σε τουρίστες και πρέπει να γίνει εσπευσμένα, δηλαδή να έχει πακετάρει τα πράγματά του και να σηκωθεί να φύγει κατευθείαν πριν προλάβει να τελειώσει η χρονιά», αναφέρει.

Ο ίδιος, κάνει έκκληση και στην τοπική κοινωνία Ζακύνθου: «Πρέπει να καταλάβουν ότι οι εκπαιδευτικοί δεν είναι τουρίστες. Έρχονται για να διδάξουν στα παιδιά τους. Δεν πρέπει να τους κοιτούν ως τρόπο να βγάλουν χρήματα».

Ο κ. Γραμματικόπουλος τονίζει ότι πρέπει να παρθούν δραστικά μέτρα. Επιδότηση του ενοικίου του εκπαιδευτικού, αύξηση των μισθών, μακροχρόνια μίσθωση σε εκπαιδευτικούς, γιατρούς, στρατιωτικούς και πυροσβέστες, αλλά και φορολογικά κίνητρα σε ιδιοκτήτες που δίνουν τα σπίτια τους σε αυτές τις κατηγορίες.

Πώς η παράσταση «Η Άννα Φρανκ συνομιλεί με τα παιδιά της Παλαιστίνης» οδήγησε στη δίωξη της θεατρολόγου Έφης Λάζου

Όπως σε όλη τη χώρα, έτσι και στη Ζάκυνθο, εκπαιδευτικοί που αντιτίθενται στην κατάσταση – και όχι μόνο – διώκονται. Μία τέτοια περίπτωση είναι η Έφη Λάζου, η πρόεδρος του ΣΕΠΕ Ζακύνθου και θεατρολόγος, η οποία ανέβασε την παράσταση «η Άννα Φρανκ συνομιλεί με τα παιδιά της Παλαιστίνης» με αποτέλεσμα οι γνωστές – αλλά μειοψηφικές – ακροδεξιές φωνές να αντιδράσουν, βρίσκοντας το περιεχόμενο της παράστασης…αντισημιτικό, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την θεσμική της δίωξη.

«Τυχαίνει και ήμουν στην παράσταση, γιατί έπαιζε η κόρη μου. Οι καταγγελίες έγιναν από συγκεκριμένες ομάδες, από ανθρώπους που δεν έχουν δει καν το έργο. Οι καταγγελίες μιλούσαν για αντισημιτισμό, για παραλληλισμό της Άννας Φρανκ με τα παιδάκια της Παλαιστίνης. Το έργο αναδείκνυε περισσότερο τι πέρασε η Άννα Φραν΄από τους Γερμανούς, και η Έφη το συνέδεσε με κάποιο τρόπο με την καινούρια κατάσταση που συμβαίνει, η οποία έχει κηρυχθεί γενοκτονία από τον ΟΗΕ. Η παράσταση ανέβηκε εκτός σχολικού ωραρίου, δηλαδή δεν είχε σχέση με το σχολείο, ήταν ένα θεατρικό εργαστήρι και προσκλήθηκαν οι γονείς. Ήρθαν 300-350 άτομα σε παραστάσεις δύο ημερών και πραγματικά, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης, κόμματος ή οτιδήποτε άλλο, ήταν όλοι συγκινημένοι», περιγράφει.

Σε ερώτηση ωστόσο πώς αυτές οι φωνές προκάλεσαν εν τέλει την πειθαρχική δίωξη της εκπαιδευτικού, ο κ. Γραμματικόπουλος είπε ότι υπήρξε πολύ μεγάλη πίεση με αποτέλεσμα να γίνει ΕΔΕ μέσα στο καλοκαίρι η οποία ήταν απαλλακτική. «Εντελώς ξαφνικά και προς έκπληξη όλων μας, υπάρχει τώρα μία καινούρια ΕΔΕ από τον προϊστάμενο Εκπαίδευσης Ζακύνθου. Σήμερα λοιπόν κλείσαμε αρκετά σχολεία, μαζευτήκαμε εκπαιδευτικοί με κάποιες τρίωρες στάσεις που βγάλαμε εμείς και η ΔΟΕ και συμπαρασταθήκαμε στην κ. Λάζου», είπε, σχολιάζοντας ότι η κατάσταση θυμίζει «άλλες εποχές».

«Τα κενά στα σχολεία είναι πάγια και διαρκή, όχι περιστασιακά»

Στη συνέχεια στην εκπομπή φιλοξενήθηκε η πρόεδρος του σωματείου «Αριστοτέλης» και νεοδιόριστη εκπαιδευτικός Μυρσίνη Κάιλα, η οποία εξήγησε ότι η κατάσταση δε διαφέρει ιδιαίτερα και για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι διορίστηκαν στην Αθήνα «όπου ένα βασικό ενοίκιο ξεκινάει για ένα δυάρι από 500 ευρώ στο κέντρο ή πέριξ του κέντρου, την ώρα που ο βασικός μισθός ενός αναπληρωτή ή νεοδιόριστου ξεκινά από τα 780-800 ευρώ».

Η Μυρσίνη θυμάται την περίπτωση μίας νηπιαγωγού η οποία ήρθε από τη Βόρεια Ελλάδα. «Τους πρώτους μήνες, από τον Σεπτέμβρη ως τον Νοέμβριο έμενε σε Airbnb, πληρώνοντας εξαιρετικά πολλά λεφτά και ουσιαστικά βρισκόταν απέναντι στο δίλημμα να παραιτηθεί από τη θέση της στο σχολείο. Ήταν πολύ κοντά στο να παραιτηθεί και απλά μέσω δικτύων αλληλεγγύης βρέθηκε κάποιο σπίτι που μπόρεσε να μείνει -όχι με λίγα λεφτά- αλλά τέλος πάντων μπόρεσε να μείνει και να εγκατασταθεί», ξεκαθαρίζοντας ότι το δίλημμα είναι υπαρκτό: «είτε πρέπει να παραιτηθείς, είτε να κάνεις δεύτερες και τρίτες δουλειές για να βγάζεις τα απαραίτητα».

Όπως εξηγεί, «το Υπουργείο είπε περίπου ότι θα χρειαστεί 40.000 αναπληρωτές. Κάθε χρόνο συμβαίνει το ίδιο». Αυτή η επανάληψη, όπως λέει, φανερώνει πως «τα κενά στα σχολεία είναι πάγια και διαρκή, όχι περιστασιακά».

«Προσπαθούν να εξοικονομήσουν πόρους σε βάρος της ποιότητας στην εκπαίδευση»

Η ίδια ανήκει στη γενιά που ξεκίνησε να εργάζεται στην εκπαίδευση εν μέσω της κρίσης και των μνημονίων: «Από το 2009 μέχρι το 2020 δεν υπήρξε κανένας μόνιμος διορισμός. Κανένας. Δουλεύαμε επί έντεκα χρόνια ως αναπληρωτές». Αυτά τα χρόνια, επισημαίνει, σηματοδότησαν μια περίοδο συνεχών αποχωρήσεων εκπαιδευτικών λόγω συνταξιοδότησης, χωρίς αντίστοιχες προσλήψεις, με αποτέλεσμα «να δημιουργηθούν τεράστια κενά σε όλα τα σχολεία, και στην Αθήνα και στην επαρχία».

Ακόμα και μετά το 2020, όπου ξεκίνησαν οι πρώτοι διορισμοί, αυτοί «σε καμία περίπτωση δεν αρκούν για να καλύψουν το κενό των έντεκα χρόνων». Συνεχίζει λέγοντας πως «παίρνοντας πέντε και δέκα χιλιάδες ανθρώπους στη χρονιά, δεν μπορείς να καλύψεις ούτε το παλιό κενό, ούτε τα νέα που συνεχίζουν να δημιουργούνται».

Η Κάιλα τονίζει την προσπάθεια εξοικονόμησης πόρων από την πλευρά της κυβέρνησης εις βάρος της ποιότητας στην εκπαίδευση: «Υπάρχει ο στόχος της εξοικονόμησης πόρων και προσωπικού. Είναι ξεκάθαρος. Συγχωνεύουν τμήματα ακόμα και αν δεν γίνεται καλή δουλειά. Το ξέρουν πολύ καλά». Και προσθέτει με έμφαση: «Δεν μπορούμε να παρέχουμε ποιοτική εκπαίδευση σε τμήματα των 25 παιδιών σε σχέση με 15άρια. Το ξέρουν και παρ’ όλα αυτά το κάνουν».

«Το υπουργείο μας έχει δώσει την παράνομη οδηγία να κάνουμε διαλογή μαθητών»

Ως παράδειγμα φέρνει την κατάσταση στο σχολείο όπου εργάζεται: «Μέχρι αυτή την εβδομάδα, από τα 6 τμήματα του ολοήμερου που έπρεπε να λειτουργούν, μας έλειπε ένας δάσκαλος. Ήρθε τώρα στη 2η φάση, αλλά μόνο για 2 μέρες». Εξηγεί πως «το Υπουργείο έδωσε μια οδηγία – παράνομη κατά τη γνώμη μας – να επιλέγονται οι μαθητές που μένουν στο ολοήμερο με βάση χαρτιά από τους γονείς για το αν δουλεύουν ή αν είναι μονογονεϊκή οικογένεια». Και σημειώνει πως αυτό «δεν προβλέπεται πουθενά στον νόμο».

Τονίζει το πρόβλημα της ανισότητας στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα για τα πιο ευάλωτα παιδιά: «Στις γειτονιές μας, Πατήσια, Κέντρο, πολλοί γονείς από φτωχές οικογένειες ή μετανάστες και πρόσφυγες αναγκάζονται να δουλέψουν μαύρα. Με ποιο χαρτί θα αποδείξουν ότι δουλεύουν; Εμείς ξέρουμε ότι δουλεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ». Για εκείνη, «το ολοήμερο έχει νόημα όταν είναι προσβάσιμο σε όλα τα παιδιά».

Στη συνέχεια, η Μυρσίνη περιγράφει την καθημερινή υπερπροσπάθεια των εκπαιδευτικών για να ανταποκριθούν σε ένα διαρκώς υποστελεχωμένο και πιεστικό περιβάλλον: «Η αλήθεια είναι ότι όλα γίνονται στις πλάτες μας. Είτε με περισσότερα παιδιά απ’ όσα προβλέπει ο νόμος, είτε προσπαθώντας πραγματικά, βάζουμε πλάτη σε όλο αυτό».

«Η εκπαίδευση είναι μία πολιτική πράξη» – Οι διώξεις

Αναφέρεται και στο θέμα της αξιολόγησης, η οποία – όπως λέει – «εντάσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο που λέει ότι το σχολείο θα λειτουργεί με δραστική μείωση πόρων και μέσα σε ένα πλαίσιο πειθάρχησης και φίμωσης οποιασδήποτε φωνής που αντιδρά». Προσθέτει: «Η εκπαίδευση είναι μια πολιτική πράξη. Αυτό μας έμαθαν οι καθηγητές μας στο ΑΠΘ. Να επιλέγεις το δημόσιο σχολείο και να στέκεσαι στο πλευρό των παιδιών, ό,τι κι αν κουβαλάνε».

Σημαντικό σημείο της τοποθέτησής της αφορά τις πειθαρχικές διώξεις εκπαιδευτικών, οι οποίοι συμμετέχουν σε νόμιμες απεργίες – αποχές από την αξιολόγηση: «Εμείς που έχουμε πειθαρχικά, συμμετείχαμε σε νόμιμα προκηρυγμένη απεργία-αποχή. Και τώρα ψηφίστηκε ένα νέο πειθαρχικό δίκαιο, με αυστηρές ποινές μέχρι και απόλυση». Για την ίδια, αυτό συνδέεται με μια βαθύτερη πολιτική επιδίωξη: «Βάλλεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απεργία. Αυτές οι διώξεις είναι τρομοκρατικές και χτυπούν το συνδικαλιστικό δικαίωμα».

Τέλος, η Μυρσίνη Κάιλα εκφράζει έντονα την αντίθεσή της στην “αυτονομία της σχολικής μονάδας”, η οποία – όπως σημειώνει – «μετακυλίει τις ευθύνες στην ίδια τη σχολική μονάδα, στον κάθε εκπαιδευτικό, για να βρεθεί αυτός αντιμέτωπος με τους γονείς και την κοινωνία». Για την ίδια, αυτό είναι ένα εργαλείο κοινωνικού αυτοματισμού, ώστε «να λέγεται ότι για τα κενά φταίνε οι αδιόριστοι που παίρνουν άδειες, ή όσοι δεν αποδέχονται θέση στην άλλη άκρη της Ελλάδας με 780 ευρώ».

Κλείνοντας, αναδεικνύει το κεντρικό ζήτημα της δημόσιας εκπαίδευσης: «Το βασικό πρόβλημα είναι η έλλειψη χρηματοδότησης – στους μισθούς, στις προσλήψεις, στο προσωπικό, στην υποδομή». Και στέλνει το μήνυμά της για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου: «Όταν κάτι υποβαθμίζεται για χρόνια, μετά έρχεται ο ιδιώτης “ως σωτήρας”. Κανένας ιδιώτης όμως δεν θα ενδιαφερθεί με την ίδια μεγάλη αγκαλιά. Το δημόσιο σχολείο είναι αυτό που ενδιαφέρεται για όλα τα παιδιά – ό,τι κι αν κουβαλάνε».

«Μας αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμους και προσωρινούς» – «Οι προσληφθέντες δε φτάνουν να καλύψουν ούτε τα δηλωμένα ούτε τα πραγματικά κενά»

Η Δέσποινα Καραγιώργου εργάζεται ως αναπληρώτρια εκπαιδευτικός στην παράλληλη στήριξη, σε σχολείο του Βύρωνα. Είναι η τέταρτη χρονιά της στην εκπαίδευση και, όπως δηλώνει, κάθε χρόνο, η κατάσταση επιδεινώνεται. «Η εικόνα είναι εξοργιστική, και μάλιστα επαναλαμβανόμενα εξοργιστική», σημειώνει. «Βρισκόμαστε κάθε χρόνο στη θέση να είμαστε εμείς, οι αναπληρωτές, που στηρίζουμε τη δημόσια εκπαίδευση, αλλά την ίδια στιγμή μας αντιμετωπίζουν σαν αναλώσιμους και προσωρινούς».

Η Καραγιώργου αναφέρεται στο διαρκές καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας που βιώνουν οι αναπληρωτές: «Κάθε χρόνο καλούμαστε να παρουσιαστούμε στα σχολεία μας δύο-τρεις μέρες αφού μάθουμε πού θα τοποθετηθούμε. Δεν υπάρχει σταθερότητα, ούτε εγγύηση για σταθερή – πόσο μάλλον μόνιμη – εργασία».

Αυτό, όπως εξηγεί, οφείλεται τόσο στις ελάχιστες μόνιμες προσλήψεις, όσο και στο προσοντολόγιο, το οποίο, όπως τονίζει, «επιτίθεται στα δικαιώματα που απορρέουν από το πτυχίο και από την προϋπηρεσία». Επιπλέον, όπως καταγγέλλει: «Έχουν γίνει δύο φάσεις προσλήψεων και οι προσληφθέντες δεν φτάνουν για να καλύψουν ούτε τα δηλωμένα, ούτε τα πραγματικά κενά».

«Τέσσερις εκπαιδευτικοί παράλληλης στήριξης για δέκα τμήματα»

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην κατάσταση στην ειδική αγωγή, την οποία χαρακτηρίζει τραγική: «Μαθητές με εγκεκριμένα αιτήματα από τα ΚΕΔΑΣΥ αυτή τη στιγμή είναι χωρίς εκπαιδευτικό παράλληλης στήριξης. Αυτό έχει τραγικές συνέπειες για την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη και την εκπαιδευτική τους πορεία».

Αναφέρεται και στον νόμο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι, ο οποίος προβλέπει έναν εκπαιδευτικό παράλληλης στήριξης ανά τάξη, ανεξαρτήτως του αριθμού των παιδιών με διαγνώσεις: «Μπορεί σε μία τάξη να υπάρχουν τρεις μαθητές με διαγνώσεις και να τοποθετείται μόνο ένας εκπαιδευτικός. Και σε πολλές περιπτώσεις ούτε αυτό δεν συμβαίνει. Στέλνουν τέσσερις εκπαιδευτικούς για δέκα τμήματα».

Αυτό, όπως υπογραμμίζει, «έρχεται σε αντίθεση και με τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών, αλλά και με τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών».

Η Δέσποινα περιγράφει μια πλήρη αυθαιρεσία στη διαδικασία κατανομής της παράλληλης στήριξης: «Ποιος είναι αρμόδιος να πει, ενώ ένα παιδί έχει έγκριση για πλήρη παράλληλη, ότι θα πάρει μόνο λίγες ώρες; Γίνονται αποφάσεις από τον σύλλογο διδασκόντων ή από τον διευθυντή. Δεν υπάρχει πρόβλεψη. Κάποιοι διαιρούν τις ώρες με βάση τα παιδιά, άλλοι με βάση τα τμήματα».

Επισημαίνει ότι η πίεση και οι ελλείψεις υποβαθμίζουν συνολικά το εκπαιδευτικό έργο: «Ένα τμήμα με 25 παιδιά και 3 ή 4 διαγνώσεις έχει έναν μόνο εκπαιδευτικό παράλληλης – και αυτός όχι για όλες τις ώρες. Παλαιότερα, όταν υπήρχαν πολλές διαγνώσεις, το τμήμα “έσπαγε”. Τώρα αφήνονται όπως είναι».

Η Δέσποινα δεν κρύβει την απογοήτευσή της για τις επιπτώσεις στους μαθητές: «Αυτά τα παιδιά δυσκολεύονται περισσότερο. Αν δεν πάρουν τη στήριξη που χρειάζονται, μένουν πίσω. Και μαζί τους μένει πίσω όλο το τμήμα. Η δασκάλα καλείται να διαχειριστεί τα πάντα μόνη της».

«Πολιτικές αποφάσεις χωρίς επιστημονική βάση, χωρίς παιδαγωγική θεωρία»

Τονίζει ότι οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς επιστημονική βάση: «Οι αλλαγές αυτές γίνονται χωρίς έρευνα, χωρίς παιδαγωγική θεωρία, χωρίς συζήτηση με επιστημονικούς ή πανεπιστημιακούς φορείς. Είναι αποφάσεις χωρίς εκπαιδευτικό υπόβαθρο».

Και καταλήγει ξεκάθαρα: «Το δημόσιο σχολείο πλέον αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα και όχι ως κοινωνικό αγαθό».

«Το Υπουργείο κατηγορεί τους εκπαιδευτικούς για τα κενά επειδή δήθεν παίρνουμε άδειες»

Παρότι οι εκπαιδευτικοί έχουν καταθέσει επανειλημμένα τα αιτήματά τους, η επίσημη απάντηση από την Πολιτεία είναι, κατά τη Δέσποινα, προκλητική: «Όταν τα σχολεία ήταν άδεια, η υπουργός είπε ότι φταίνε οι εκπαιδευτικοί που παίρνουν άδειες. Οι αναπληρωτές όμως δεν έχουν καν τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους. Έχουμε πολύ λιγότερες άδειες».

Αναφέρεται επίσης στις ανύπαρκτες άδειες μητρότητας: «Η αναπληρώτρια δικαιούται άδεια μόνο λίγο πριν και λίγο μετά τον τοκετό. Δεν υπάρχει άδεια επαπειλούμενης κύησης, ούτε άδεια ανατροφής. Πηγαίνουμε στο σχολείο με την κοιλιά τούρλα».

Παράλληλα, οι συνθήκες στα σχολεία, ιδίως τα δημοτικά και τα νηπιαγωγεία, είναι τραγικές: «Υπάρχουν τμήματα μέσα σε κοντέινερ, σχολεία χωρίς αυλή για διάλειμμα. Η ελαστική εργασία παρουσιάζεται ως “νέα κανονικότητα”, αλλά στην πραγματικότητα είναι επιλογή αποδόμησης κάθε εργασιακού δικαιώματος».

«Μαζικοί και μόνιμοι διορισμοί, μείωση μαθητών, τέλος στη φίμωση και στις διώξεις»

Η Δέσποινα Καραγιώργου υπογραμμίζει με έμφαση ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, υπάρχει ανάγκη να διεκδικήσουν οι εκπαιδευτικοί ένα σταθερό και ανθρώπινο πλαίσιο εργασίας. Θεωρεί πως η διαρκής επισφάλεια και η υποβάθμιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων δεν εξυπηρετούν ούτε τους ίδιους ούτε, κυρίως, τα παιδιά που φοιτούν στα δημόσια σχολεία. Τονίζει ότι η μόνη λύση βρίσκεται σε μαζικούς και μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών, που θα γίνουν με βάση το πτυχίο και ολόκληρη την προϋπηρεσία, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπρεπής εργασία και η ουσιαστική στήριξη των μαθητών.

Παράλληλα, υπογραμμίζει την ανάγκη να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη σε 15, προκειμένου να μπορούν οι εκπαιδευτικοί να ανταποκριθούν καλύτερα στις διαφορετικές ανάγκες των παιδιών. Τονίζει επίσης πως πρέπει να εξισωθούν τα δικαιώματα των αναπληρωτών με αυτά των μονίμων εκπαιδευτικών, ώστε να πάψει η εργασιακή αβεβαιότητα και η επισφάλεια που πλήττει χιλιάδες συναδέλφους της. Τέλος, καταδικάζει τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η φίμωση και οι διώξεις όσων τολμούν να μιλήσουν ανοιχτά για τα προβλήματα της εκπαίδευσης, καλώντας σε κοινό αγώνα για να διασφαλιστεί ένα σχολείο που θα ανταποκρίνεται πραγματικά στις ανάγκες όλων των παιδιών και όχι στις ανάγκες της αγοράς. «Η ανάγκη για ένα σχολείο ανοιχτό, δημόσιο και δημοκρατικό είναι πιο επιτακτική από ποτέ», καταλήγει.