Ξεκινώντας με μία γενίκευση που σχετίζεται με τις λίγες γνώσεις μου για την λαϊκή παράδοση, οι 40 μέρες μετά τον θάνατο είναι ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται. Ακολουθείται δε ακόμα και από εμάς, ανθρώπους που δεν πιστεύουμε σε κανέναν θεό και δαίμονα, αλλά πιστεύουμε στην ανθρώπινη ζωή, στην αξία και τις δυνατότητές της, στους αγώνες και στα κατορθώματά της, στην υλική της υπόσταση και μόνο.

Για εμένα αυτές οι 40 μέρες είναι οι χειρότερες μέρες της ζωής μου. Έχασα τον σύντροφό μου, τον άνθρωπο της ζωής μου τόσο ξαφνικά και άδικα. Και μέσα σε αυτές τις 40 μέρες συνειδητοποιώ ότι ο θάνατος είναι ό,τι πιο μόνιμο συμβαίνει στην ζωή. Όσοι έχουμε μάθει να την ορίζουμε μόνοι μας, μέσα από συλλογικότητες και με μεθοδολογικά εργαλεία που μπορεί να μην έδειχναν τον εύκολο δρόμο, όμως, πάντα έδιναν απαντήσεις, το βιώνουμε ακόμα πιο δύσκολα. Γιατί η μεταφυσική είναι ένα καλό ναρκωτικό παρηγοριάς, η αλήθεια, όμως, πονάει πολύ και αν και είναι αλήθεια, θα προτιμούσα μερικές φορές σαν και αυτή ένα αληθοφανές και πειστικό ψέμα… Δεν υπάρχει. 40 μέρες τώρα ανοίγω την πόρτα και για κλάσματα δευτερολέπτου περιμένω να δω τον Σωτήρη στο σπίτι. 40 μέρες ανοίγω το chatκαι περιμένω ένα μήνυμα. 40 μέρες περιμένω ένα τηλέφωνο, μία μυρωδιά, μία φωνή και μία αγκαλιά, γνωρίζοντας φυσικά ότι δεν πρόκειται να έρθει. 40 μέρες έχω αφήσει ανοιχτό το ραδιόφωνο και περιμένω να δυναμώσει η ένταση, 40 μέρες διαβάζω tpp για να βρω ένα άρθρο και να του πω ότι λείπουν κόμματα και τελείες. 40 μέρες κοιτάω τον Ορέστη να ζητάει τον μπαμπά του και να ξέρει πια την απάντηση και τελικά τις περισσότερες φορές να συμπεριφέρεται και να αντιδρά πολύ πιο ώριμα και ψύχραιμα από όσο εγώ. Και θέλω τόσο πολύ να το πω στον μπαμπά του, γιατί έχει και εκείνος μερίδιο ευθύνης σε αυτό, αλλά δεν μπορώ, ρε γαμώτο.

Αυτές τις 40 μέρες, επίσης, έληξα πως πρέπει κάποια στιγμή να βρω την δύναμη και το μυαλό να γράψω ένα βιβλίο με τίτλο « Η απώλειά σου και οι άλλοι». Δεν θα είναι κάτι βαρύ ούτε κάποια σοβαρή μελέτη. Στην πραγματικότητα θα είναι σελίδες γεμάτες εμπειρίες. Σελίδες που θα αναφέρονται στους δικούς μου ανθρώπους που είναι δίπλα μου και μέσα στον δικό τους πόνο χωράνε την δική μου απόγνωση, πίκρα, τα νεύρα μου και τα στραβά μου, σε αυτούς που δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είναι τόσο δικοί μου, αλλά στάθηκαν σαν να ήταν για χρόνια πολλά σύντροφοι και συντρόφισσες, αλλά και σε αυτούς που καραδοκούν να σε γαμήσουν (εμένα, τους γονείς κ.λπ) γιατί πάντα κυριαρχεί ο εγωισμός τους.

Η 41η μέρα θα είναι σίγουρα πιο δύσκολη. Άλλωστε είπαμε, πλέον δεν υπάρχουν καλές και κακές μέρες, υπάρχουν υποφερτές και ανυπόφορες. Και αν κάποιος αναρωτιέται τι σκοπό έχει αυτό κείμενο, δεν ξέρω. Πάντα για εμένα ο γραπτός λόγος ήταν κάπως αποφορτιστικός. Τουλάχιστον μέσω αυτού ας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους εκείνους που δεν έχουν να πουν τίποτα, γιατί απλά δεν υπάρχει κάτι.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η ένατη θέση του Μπένγιαμιν από το δοκίμιο “Θέσεις πάνω στην Φιλοσοφία της Ιστορίας”. Δεν είμαι σίγουρη αν ήταν το αγαπημένο του, ξέρω, όμως, ότι όριζε κατά πολύ την ζωή του

Ένας πίνακας του Πάουλ Κλεε με τον τίτλο AngelusNovus απεικονίζει έναν άγγελο που κοιτά σαν να πρόκειται να κινηθεί μακριά από κάτι που αγναντεύει σταθερά. Τα μάτια του είναι ακίνητα, προσηλωμένα, το στόμα του είναι ανοιχτό, τα φτερά του είναι διάπλατα. Έτσι αναπαριστά κάποιος τον άγγελο της ιστορίας. Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου παρατηρούμε μια αλληλουχία γεγονότων, αυτός βλέπει μια μεμονωμένη καταστροφή που συνεχίζει να σωρεύει συντρίμμια και να τα ρίχνει μπροστά στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε να μείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να κάνει ολότητα ό,τι έχει θρυμματιστεί. Αλλά η καταιγίδα, μέσα από τον Παράδεισο, μαίνεται. Πέφτει στα φτερά του με τόση βιαιότητα που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα κλείσει. Η καταιγίδα αναπόφευκτα τον ωθεί στο μέλλον, προς το οποίο είναι γυρισμένη η πλάτη του, ενώ ο σωρός των συντριμμιών έμπροσθεν του μεγαλώνει προς τον Ουρανό. Η καταιγίδα είναι αυτό που ονομάζουμε πρόοδος.

Μακάρι να λέει και σε εσάς κάτι…